Ο άθλος των δασκάλων
Η σημερινή ημέρα αποτελεί αν μη τι άλλο μια καλή ευκαιρία για να αναλογιστούμε τη σπουδαιότητα αλλά και τον υψηλότατο βαθμό δυσκολίας της αποστολής που καλούνται να φέρουν εις πέρας οι δάσκαλοι των παιδιών μας
Βλέποντας σήμερα το πρωί, στην έναρξη της σχολικής χρονιάς, τους μαθητές και τους δασκάλους τους στο προαύλιο ενός σχολείου της Αττικής, έφερα στο νου μου –μη με ρωτήσετε πώς– ένα από τα φοβερά και τρομερά θέματα εκθέσεων που έχουν χαραχτεί βαθιά μέσα μου και μπορώ ακόμη και σήμερα να τα ανακαλέσω στη μνήμη μου με ευκολία: το χάσμα γενεών.
Βιώνοντας εδώ και αρκετά χρόνια σε πρακτικό επίπεδο, ως γονέας πλέον, αυτήν τη δυσκολία ή και αδυναμία προσέγγισης και επικοινωνίας με τη νεότερη γενιά, οφείλω να ομολογήσω ότι η πραγματικότητα είναι σαφώς δυσχερέστερη απ’ ό,τι πίστευα όταν αντιμετώπιζα το σύνθετο αυτό κοινωνικό φαινόμενο σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο, ως καθηγητής φιλολογικών μαθημάτων σε φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης.
Δεδομένου ότι και πολλοί άλλοι σύγχρονοι γονείς –πιθανότατα, η συντριπτική πλειονότητα αυτών– βιώνουν αντίστοιχες καταστάσεις, πιστεύω ότι η σημερινή ημέρα αποτελεί αν μη τι άλλο μια καλή ευκαιρία για να αναλογιστούμε τη σπουδαιότητα αλλά και τον υψηλότατο βαθμό δυσκολίας της αποστολής που καλούνται να φέρουν εις πέρας οι δάσκαλοι των παιδιών μας.
Στα λόγια του αειμνήστου Ευάγγελου Παπανούτσου συμπυκνώνεται με μοναδική μαεστρία και γλαφυρότητα η ουσία του πολύτιμου έργου του δασκάλου, η όλη εκπαιδευτική διαδικασία, που ορθώς κατά την άποψή μου χαρακτηρίζεται άθλος:
Στόφα δασκάλου έχει εκείνος που παραμένοντας ενήλικος μπορεί να γίνεται παιδί, και κάθε χρόνο, με τα νέα παιδιά που έρχονται στα χέρια του, να γίνεται ένα νέο παιδί. Τούτο μπορούμε να το διατυπώσουμε και αλλιώς: ο αληθινός δάσκαλος ενηλικιώνεται παραμένοντας παιδί στην ψυχή, άνθρωπος δηλαδή αγνός, δροσερός, εύπλαστος. Αδύνατο να φαντασθεί κανείς πόσο δύσκολο, υπεράνθρωπο σχεδόν, είναι αυτό που του ζητούμε: να συνθλίψει μέσα του το χρόνο, να γερνάει φυσιολογικά και όμως να μένει νέος στην ψυχή, για να μπορεί να έχει εύκολη την πρόσβαση στα αισθήματα, στις σκέψεις, στις επιθυμίες του νέου ανθρώπου που θα διαπαιδαγωγήσει, να τον «καταλαβαίνει», να χαίρεται και να διασκεδάζει μαζί του, να σκέπτεται τις σκέψεις του, να επιθυμεί τις επιθυμίες του, να πονάει τον πόνο του. Να κατορθώνει δηλαδή εκείνο που δεν μπορούν να επιτύχουν οι γονιοί (πιο πολύ ο πατέρας παρά η μητέρα), όταν η ηλικία έχει υπέρμετρα μεγαλώσει την απόσταση που τους χωρίζει από τα παιδιά τους. «Μιλούν» παραπονούνται «μιαν άλλη γλώσσα, ακατανόητη για μας».
Ο δάσκαλος λοιπόν πρέπει ακριβώς να καταλαβαίνει, να μιλεί αυτή τη γλώσσα, για να συνεννοείται με τους νέους, για να μπορεί να έρχεται πολύ κοντά τους και να τους παραστέκεται στις δυσκολίες που θα βρουν πορευόμενοι την (ανώμαλη και επικίνδυνη) οδό της ζωής. Όσοι βλέπουν με σκεπτικισμό τούτο το «πλησίασμα» και κάποτε ανησυχούν για τις συνέπειές του, θα αναθεωρήσουν τη στάση τους άμα σκεφτούν ότι, εάν δεν πάμε κοντά στο παιδί, δεν θα το φέρουμε ποτέ κοντά μας, και όσο μακριά του στεκόμαστε, τόσο κι εκείνο θα σταθεί ακόμα πιο μακριά από μας. Με αυτό το πρίσμα θεωρούμενο το έργο του δασκάλου είναι σήμερα πολύ πιο δύσκολο από όσο ήταν στις άλλες εποχές. Γιατί με τον ιλιγγιώδη ρυθμό που εξελίσσονται σήμερα οι κοινωνίες μας, η απόσταση (όχι χρόνου, αλλά αντιλήψεων και διαθέσεων, «νοοτροπίας») που χωρίζει τη μια γενεά από την άλλη έχει γίνει εκπληκτικά μεγάλη. Ο κόσμος μας δεν είναι πια ο δικός τους και για να μετατεθεί κανείς στη δική τους «πραγματικότητα», όπως μόνο ο αληθινός δάσκαλος μπορεί να το κάνει, είναι σωστός άθλος.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις