Η λίμνη Οχρίδα «αποκαλύπτει» την ιστορία του κλίματος στη Μεσόγειο
Την ιστορία του κλίματος εδώ και 1,4 εκατομμύρια χρόνια στη Μεσόγειο αποτυπώνει μελέτη στην αρχαιότερη ευρωπαϊκή λίμνη Οχρίδα με τη συμμετοχή Ελλήνων επιστημόνων.
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
- Economist: Οι εργαζόμενοι αγαπούν τον Τραμπ, τα συνδικάτα πρέπει να τον φοβούνται
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
Στην κατανόηση του κλίματος στην περιοχή της Μεσογείου συμβάλλει μια νέα διεθνής μελέτη, με τη συμμετοχή Ελλήνων επιστημόνων, η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Nature» και αποτυπώνει την ιστορία της κλιματικής αλλαγής στη συγκεκριμένη περιοχή κατά τα τελευταία 1,36 εκατομμύρια χρόνια. Η νέα έρευνα χρησιμοποιεί ως αφετηρία την ανάλυση των ιζημάτων της αρχαιότερης λίμνης της Ευρώπης, της Οχρίδας, στα σύνορα μεταξύ Αλβανίας και Βόρειας Μακεδονίας.
Σύμφωνα με τη μελέτη «Μεσογειακές χειμερινές βροχοπτώσεις σε συγχρονισμό με τον Αφρικανικό μουσώνα κατά τη διάρκεια των τελευταίων 1,36 εκατομμυρίων ετών», από μια ομάδα 47 ερευνητών από 13 χώρες με επικεφαλής τον καθηγητή γεωλογίας Μπερντ Βάγκνερ του Πανεπιστημίου της Κολωνίας, η μελλοντική κλιματική τάση στη Μεσόγειο, εξαιτίας της υπερθέρμανσης του πλανήτη, πιθανότατα θα χαρακτηρίζεται από περισσότερα ακραία φαινόμενα, με θερμότερα και ξηρότερα καλοκαίρια και μεγαλύτερη αστάθεια κατά το φθινόπωρο, λόγω των ισχυρών βροχοπτώσεων ιδιαιτέρα μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου.
Αυτό είναι το συμπέρασμα της ανάλυσης του ιζηματογενούς «αρχείου» της Λίμνης Οχρίδας, που είναι γνωστή για την εξαιρετική βιοποικιλότητά της, καθώς το οικοσύστημά της περιλαμβάνει 300 ενδημικά είδη ζώων και φυτών μοναδικά στον πλανήτη. Το μοναδικό αυτό μεσογειακό οικοσύστημα μελετάται συστηματικά τα τελευταία χρόνια από διεθνή ομάδα επιστημόνων.
Τι αποκάλυψε η αρχαιότερη λίμνη της Ευρώπης
Το 2013 πραγματοποιήθηκε στην Οχρίδα μία από τις πιο επιτυχημένες ερευνητικές αποστολές του διεθνούς ερευνητικού οργανισμού για βαθιές γεωτρήσεις στις ηπείρους ICDP (International Continental Scientific Drilling Programme) με στόχο την καλύτερη κατανόηση της κλιματικής ιστορίας της Μεσογείου.
Στη συνέχεια, προκειμένου να «διαβάσουν» το κλίμα του παρελθόντος και να αποκτήσουν πληροφορίες για το μέλλον, οι ερευνητές σε διάφορα ερευνητικά ιδρύματα της Ευρώπης (μεταξύ αυτών της Ελλάδας), ανέλυσαν για περίπου πέντε χρόνια πυρήνες ιζημάτων συνολικού πάχους τριών χιλιομέτρων, οι οποίοι είχαν ανακτηθεί από τον πυθμένα της λίμνης σε βάθος 245 μέτρων και κάτω από αυτόν σε βάθος έως 568 μέτρων.
Η ανάλυση των αποθέσεων της λίμνης έδωσε στους ερευνητές την ευκαιρία να ανακτήσουν σπάνια παλαιοκλιματικά δεδομένα υψηλής ανάλυσης για την περιοχή της Μεσογείου και να περιγράψουν με εξαιρετική λεπτομέρεια τις μεταβολές του περιβάλλοντος κατά τους παγετώδεις και μεσοπαγετώδεις κλιματικούς κύκλους στη διάρκεια του τελευταίου σχεδόν ενάμισι εκατομμυρίου έτους.
Η σύγκριση με τα σύγχρονα κλιματικά δεδομένα δείχνει ότι παρόμοιοι μηχανισμοί ελέγχουν τη βροχόπτωση της Μεσογείου σήμερα, κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητών, η πρόσφατη ανθρωπογενής αύξηση της θερμοκρασίας μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της έντασης των βροχοπτώσεων κατά το φθινόπωρο και στην αρχή του χειμώνα. Οι επιστήμονες εκτιμούν μάλιστα ότι η έρευνα της λίμνης Οχρίδας μπορεί να συμβάλλει στην επίλυση των αβεβαιοτήτων που αντιμετωπίζει η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή των Ηνωμένων Εθνών (IPCC) και να βελτιώσει την ακρίβεια των μελλοντικών κλιματικών προβλέψεων.
Επιπλέον, η μελέτη χρονολόγησε την ίδια τη λίμνη. «Δείξαμε ότι σχηματίσθηκε ακριβώς πριν 1,36 εκατομμύρια χρόνια και από τότε υπάρχει συνεχώς», δήλωσε ο δρ Βάγκνερ. Καμία άλλη λίμνη της Ευρώπης δεν έχει τόσο μακρόχρονη συνεχή ύπαρξη μέχρι σήμερα.
Στη μελέτη συμμετείχαν από ελληνικής πλευράς η επίκουρη καθηγήτρια Κατερίνα Κούλη του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι Ηλίας Κιούσης και Ανδρέας Κουτσοδένδρης του Ινστιτούτου Γεωεπιστημών του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης και ο Κωνσταντίνος Παναγιωτόπουλος του Ινστιτούτου Γεωλογίας και Ορυκτολογίας του Πανεπιστημίου της Κολωνίας.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις