Διλήμματα πολέμου για τους Αμερικανούς στον Περσικό Κόλπο
Πληθαίνουν τα τύμπανα πολέμου στον Περσικό την ώρα που μια πολεμική αναμέτρηση δείχνει να έχει πολύ μεγαλύτερους κινδύνους από οφέλη.
Μια ιδιαίτερα σύνθετη κατάσταση καλούνται οι ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν στον Περσικό Κόλπο ύστερα από τις επιθέσεις κατά των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων της Aramco στη Σαουδική Αραβία που έχουν ήδη επηρεάσει σημαντικά τις τιμές του πετρελαίου διεθνώς.
Σε συνέντευξη Τύπου στο Ριάντ εκπρόσωπος της κυβέρνησης της Σαουδικής Αραβίας υποστήριξε ότι υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι οι επιθέσεις δεν έγιναν από τα νότια, δηλαδή από την Υεμένη, αλλά από το βορρά. Επέμεινε πως οι επιθέσεις είχαν την υποστήριξη του Ιράν και ότι χρησιμοποιήθηκε εξοπλισμός, μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πύραυλοι που χρησιμοποιούν οι ιρανικές δυνάμεις και ιδίως οι Φρουροί της Επανάστασης. Ωστόσο, δεν δήλωσε ρητά ότι η επίθεση ήρθε από το Ιρανικό έδαφος και τόνισε ότι συνεχίζεται η έρευνα
Η Σαουδική Αραβία θέλει να πιέσει με αυτόν τον τρόπο τις ΗΠΑ να αναλάβουν δράση κατά του Ιράν. Η πίεση αυτή στηρίζεται στην ειδική βαρύτητα που έχει η Σαουδική Αραβία για την παγκόσμια αγορά πετρελαίου αλλά και στον τρόπο που μέχρι τώρα έχει προωθήσει πολιτικές στην ευρύτερη Μέση Ανατολή που ήταν κοντά στις αμερικανικές απόψεις, ιδίως στην εποχή Τραμπ. Ας μην ξεχνάμε ότι αρκετές δεκαετίες τώρα η Σαουδική Αραβία διεκδίκησε να εξάγει τη δική της εκδοχή ιδιαίτερα συντηρητικού Ισλάμ ως αντίβαρου στην εκδοχή πολιτικού Ισλάμ που κατεξοχήν εκπροσώπησε η ιρανική Ισλαμική Δημοκρατία. Και παρότι αυτή η εκδοχή συντηρητικού πολιτικού Ισλάμ μας έδωσε την Αλ Κάιντα, εντούτοις θεωρήθηκε επαρκές αντίβαρο.
Οι ΗΠΑ από τη μεριά τους ανακοίνωσαν ακόμη πιο σκληρές τις κυρώσεις κατά του Ιράν και δήλωσαν ότι εξετάζουν όλα τα ενδεχόμενα ακόμη και πολεμικής παρέμβασης, όμως ταυτόχρονα επιμένουν ότι δεν χρειάζονται βιαστικές ενέργειες.
Πάντως ο υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο βρέθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου στο Ριάντ, δήλωσε ότι οι επιθέσεις ήταν «πράξη πολέμου» κατά της Σαουδικής Αραβίας και υποστήριξε ότι τα στοιχεία δείχνουν ότι η επίθεση δεν ήρθε από τον νότο αλλά από τον βορρά και ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν όπλα που έχουν στο οπλοστάσιό τους οι Χούθι επιμένοντας ότι «ακόμη και ήταν άληθές [ότι το έκαναν οι Χούθι] – που δεν είναι, αλλά εάν ήταν αληθές – αυτό δεν αλλάζει τα αποτυπώματα του Αγιατολάχ ως αυτού που έθεσε σε κίνδυνο την παγκόσμια προσφορά ενέργειας».
Μια σύγκρουση με μεγάλο βάθος
Η επιθετικότητα των ΗΠΑ κατά του Ιράν κρατά αρκετές δεκαετίες. Αρκεί να σκεφτούμε ότι η ιρανική Ισλαμική Επανάσταση και η εκδίωξη Σάχη και του φιλοαμερικανικού αυταρχικού καθεστώτος ανέτρεψε σημαντικά τις ισορροπίες στην ευρύτερη περιοχή. Το Ιράν θα αντέξει τον πόλεμο με το Ιράκ και στη συνέχεια θα είναι η χώρα με την πιο ρητή αμφισβήτηση των ισορροπιών στην περιοχή. Αυτό εξηγεί την πάγια επιθετικότητα των ΗΠΑ κατά του Ιράν αλλά και τον παραδοσιακό φόβο του Ισραήλ για το ενδεχόμενο να δοκιμάσει το Ιράν ανατροπή του τωρινού συσχετισμού δυνάμεως.
Η συγκυρία του πολέμου στη Συρία αναβάθμισε το ρόλο του Ιράν. Άλλωστε ήδη από την προηγούμενη δεκαετία το Ιράν είχε αποκτήσει σημαντικό ρόλο στo Ιράκ, εκμεταλλευόμενο εκτός των άλλων και την ισχυρή παρουσία του σιιτικού στοιχείου, στοιχείο που, εκτός όλων των άλλων, συγκεφαλαίωσε και μία επιπλέον πλευρά της αποτυχίας των αμερικανικών σχεδιασμών από την εισβολή του 2003 και μετά. Στη Συρία το Ιράν έπαιξε έναν κρίσιμο ρόλο στη στήριξη της κυβέρνησης Άσαντ τόσο άμεσα όσο και έμμεσα μέσα από την καθοριστική συμβολή της Χεζμπολάχ, ενώ την ίδια στιγμή επένδυσε ιδιαίτερα στο χτύπημα του Ισλαμικού Κράτους και στη Συρία και στο Ιράκ. Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με την προηγούμενη κατοχύρωση ενεργού ρόλου στην πολιτική ζωή του Λιβάνου (από τη στιγμή που η Χεζμπολάχ έγινε ρυθμιστής) διαμόρφωνε μια ιδιότυπη εικόνα «άξονα της αντίστασης» που απειλούσε να διαμορφώσει νέους συσχετισμούς στην περιοχή. Αυτό προκαλούσε επιπλέον ανησυχία και στην Ουάσιγκτον και στο Τελ Αβίβ.
Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν θεωρήθηκε ότι αποτελούσε το κρίσιμο βήμα που θα το έφερνε σε μια θέση ιδιαίτερα ισχυρής πυρηνικής δύναμης. Απέναντι σε αυτό δοκιμάστηκε ο μηχανισμός των κυρώσεων, θεωρώντας ότι θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην επιδείνωση των συνθηκών ζωής, στην οργή των κατοίκων και στη διαμόρφωση εδάφους για «αλλαγή καθεστώτος». Ωστόσο αυτό δεν φάνηκε να φέρνει τα αναμενόμενα οφέλη και έτσι οδηγηθήκαμε το 2015 στη Συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και τη μερική άρση των κυρώσεων.
Όμως, στις ΗΠΑ υπήρχαν πάντα φωνές που επέμειναν ότι η συμφωνία απλώς ενισχύει τη θέση του Ιράν και έπρεπε να ασκηθεί επιπλέον πίεση. Σε αυτές συγκαταλέγονταν και αρκετοί από τους συμβούλους του Τραμπ, πρώτος και καλύτερος ο αποπεμφθείς Μπόλτον. Γι’ αυτό και αποφάσισαν την μονομερή αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία και την επιστροφή σε κυρώσεις και μάλιστα τέτοιας μορφής ώστε να δεσμεύουν και άλλες χώρες να τις ακολουθούν, όπως είδαμε και πρόσφατα με την υπόθεση του ιρανικού τάνκερ στη Μεσόγειο.
Ωστόσο, το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι ΗΠΑ ήταν δεν μπορούσαν εύκολα να οργανώσουν στρατιωτική επίθεση κατά του Ιράν. Η χώρα έχει ισχυρές και εμπειροπόλεμες ένοπλες δυνάμεις και οι Ηνωμένες Πολιτείες, πλήρωσαν ακριβά την προηγούμενη αλαζονεία τους εναντίον του πολύ αποδυναμωμένου Ιράκ. Ούτε μπορούσε να ενεργοποιηθεί διαδικασία «αλλαγής καθεστώτος», γιατί το Ιράν δεν είναι μια τυπική απολυταρχία (υπάρχουν εκλογές και πολιτικές αντιπαραθέσεις), η κυβέρνησή έχει νομιμοποίηση και η χώρα χαρακτηρίζεται από έντονο πατριωτισμό.
Η κρίση στην Υεμένη και η νέα κλιμάκωση της έντασης
Η κρίση στην Υεμένη έχει να κάνει ακριβώς και με το γεωπολιτικό ανταγωνισμό στην περιοχή. Οι Χούθι έχουν τη στήριξη του Ιράν, κυρίως γιατί αποτελούν ένα αντίβαρο στη Σαουδική Αραβία. Ο ίδιος ο εμφύλιος πόλεμος είναι ιδιαίτερα βίαιος και πολύ αιματηρός. Το τελευταίο διάστημα φάνηκε ότι οι Χούθι μπορούν να διαμορφώσουν ευνοϊκό συσχετισμό υπέρ τους, όχι μόνο με τα χτυπήματά τους κατά της Σαουδικής Αραβίας αλλά και με τα χτυπήματά κατά της Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων βασικού συμμάχου του Ριάντ. Μάλιστα οι Χούθι επανέλαβαν και πάλι ότι μπορούν να πλήξουν σημαντικούς στόχους στα ΗΑΕ, συμπεριλαμβανομένου του Άμπου Ντάμπι και του Ντουμπάι.
Η πρόσφατη επίθεση στη Σαουδική Αραβία έφερε πάλι στο προσκήνιο τις φωνές που θέλουν πολεμική απάντηση εναντίον του Ιράν. Σε αυτό το πλαίσιο και η προσπάθεια να παρουσιαστεί κάποιου είδους smoking gun που να τεκμηριώνει τη συμμετοχή του Ιράν.
Ωστόσο, η ίδια η επίθεση, όπως και η προηγούμενη κρίση σε σχέση με τις διελεύσεις πετρελαιοφόρων από τα στενά του Ορμούζ, όπου οι ΗΠΑ απέφυγαν να διαμορφώσουν μια συμμαχία χωρών υπέρ της στρατιωτικής επιτήρησης, ανέδειξαν το μεγάλο πρόβλημα: ότι πλέον είναι ευάλωτες οι πετρελαϊκές εγκαταστάσεις, τα διυλιστήρια, τα πετρελαιοφόρα. Μάλιστα ορισμένοι υπογραμμίζουν ότι πλέον το Ιράν έχει πυραυλικά συστήματα ικανά να χτυπήσουν τις αμερικανικές βάσεις στην περιοχή αλλά ακόμη και τα αεροπλανοφόρα. Με αυτή την έννοια παρά την ισχυρή αμερικανική παρουσία και τα μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα και της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, μια πολεμική σύγκρουση δεν θα είναι εύκολη και το κόστος των ιρανικών αντιποίνων μπορεί να είναι μεγάλο.
Το αμερικανικό δίλημμα
Η διαπίστωση αυτή μπορεί να εξηγήσει τις ταλαντεύσεις που αποτυπώνει ακόμη και η αμερικανική ρητορική, που την ίδια στιγμή που στρέφεται ευθέως κατά του Ιράν και δηλώνει ότι έχει δοθεί στο Πεντάγωνο εντολή να προετοιμάσει και πολεμικά σχέδια, υποστηρίζει ότι τα βήματα πρέπει να στηριχτούν σε πλήρη εξέταση όλων των δεδομένων και ότι δεν χρειάζονται βιαστικές κινήσεις.
Από τη μεριά του το Ιράν αρνείται κάθε ανάμειξη και υποστηρίζει ότι όλα αυτά είναι ψέματα με μόνο σκοπό να υπάρξει πρόσχημα για επίθεση. Το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών από τη μεριά του χαρακτήρισε αντιπαραγωγική οποιαδήποτε προσπάθεια να θεωρηθεί η επίθεση λόγος για πολεμικές επιχειρήσεις κατά του Ιράν και υποστήριξε ότι το βασικό είναι η διεθνής κοινότητα να ασχοληθεί με την πολιτική κρίση και την ανθρωπιστική καταστροφή στην Υεμένη. Άλλες χώρες όπως η Γαλλία δήλωσαν ότι θέλουν πρώτα να δουν όλα τα δεδομένα πριν καταλήξουν.
Στην πραγματικότητα από διάφορες πλευρές μια πολιτική λύση στην Υεμένη θα μπορούσε να αποτελέσει διέξοδο για την απεμπλοκή των χωρών της περιοχής από μια διένεξη που έχει μεγάλο κόστος για όλους, πρώτα και κύρια για την ίδια τη Σαουδική Αραβία. Ωστόσο, η επιθετικότητα έναντι του Ιράν, εντός και εκτός ΗΠΑ έχει μεγαλύτερο βάθος από απλώς την εμπλοκή της Τεχεράνης στην Υεμένη και αφορά το συνολικό προσανατολισμό της αμερικανικής πολιτικής. Μόνο που την ίδια στιγμή, η λογική της πολεμικής αναμέτρησης με το Ιράν δείχνει με τη σειρά της να έχει περισσότερους κινδύνους και κόστη από πιθανότητες να φέρει τα όποια επιθυμητά αποτελέσματα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις