Μητσοτάκης και Τραμπ σε τετ α τετ μείζονος σημασίας για την Ελλάδα
Η επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Νέα Υόρκη επαναφέρει στο προσκήνιο τα ζητήματα των ελληνοαμερικανικών σχέσεων
- Ο Γεραπετρίτης, ο Φιντάν, η αντιπολίτευση και ο ελληνοτουρκικός διάλογος
- Παραδέχθηκε τους «λευκούς γάμους» η Ειρήνη Μουρτζούκου – «Χρειάζεται ψυχολόγο» λέει η δικηγόρος της
- «Στο έλεος των fund» – Σε υπερήλικα με σύνταξη 395 ευρώ, του ζητούν 800€ για να μην βγει σε πλειστηριασμό το σπίτι του
- Washington Post: Αιμορραγεί ο Ισραηλινός στρατός – «Προτιμώ την οικογένειά μου από τον πόλεμο»
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μεταβαίνει στη Νέα Υόρκη σε μια επίσκεψη που εκτός όλων των άλλων θα σηματοδοτεί και την πρώτη του συνάντηση με τον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Η επίσκεψη αυτή συμπίπτει με μια περίοδο κινητικότητας στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις αλλά και με μια περίοδο ανακατατάξεων και οξύνσεων στην ευρύτερη γεωπολιτική γειτονιά μας. Ταυτόχρονα, η επίσκεψη φέρνει στο προσκήνιο όχι μόνο αυτά που η Ελλάδα ζητά από τις ΗΠΑ αλλά και αυτά που οι ΗΠΑ ζητούν –και ενίοτε– απαιτούν από την Ελλάδα.
Η φιλοαμερικανική στροφή στοιχείο… συνέχειας του κράτους
Η γεωπολιτική στροφή προς τις ΗΠΑ είναι ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική εξωτερική πολιτική τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα ήταν ένα από τα παράδοξα της διακυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα ότι η πρώτη άνοδος στην εξουσία των πολιτικών απογόνων των ηττημένων του Εμφυλίου συνδυάστηκε με μια ακόμη πιο φιλοαμερικανική στροφή.
Η μετατόπιση αυτή στηρίχτηκε στην εκτίμηση κυρίως ότι οι ΗΠΑ μπορούσαν να προσφέρουν εγγυήσεις για τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα έναντι της Τουρκίας, ιδίως από τη στιγμή που φάνηκαν αποστάσεις ανάμεσα στην Άγκυρα και την Ουάσιγκτον, που σε κάποιες περιπτώσεις εξελίχτηκαν σε σημεία τριβής ή ακόμη και μερικής ρήξης. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, μια Τουρκία που διαλέγει πιο αυτόνομο ρόλο και δεν ταυτίζεται πλήρως με το ρόλο του προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης, αφήνει ένα κρίσιμο κενό, αυτό του στρατηγικού εταίρου των ΗΠΑ στην περιοχή, ρόλο που μπορεί να καταλάβει η Ελλάδα.
Στην ελληνική περίπτωση αυτό συνδυάστηκε και με την παράλληλη μερική ρήξη ανάμεσα στην Τουρκία και το Ισραήλ, που επίσης άνοιξε το δρόμο για τη διπλωματία των τριμερών με Ισραήλ και την Αίγυπτο (μια επίσης σύμμαχο των ΗΠΑ). Όλα αυτά συνδέονται και με την ανακάλυψη εκτεταμένων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην ευρύτερη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και ιδίως κοντά στην Κύπρο, κάτι που έθεσε το ζήτημα των συμμαχιών που θα μπορούσαν να εγγυηθούν τα κυριαρχικά δικαιώματα ιδίως της Κύπρου.
Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ εξαρχής έκαναν σαφές ότι τους ενδιέφερε μια αναβάθμιση της αμυντικής συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες. Οι ΗΠΑ πάντα θεωρούν κρίσιμη τη διαρκή αναβάθμιση των εγκαταστάσεων στη Σούδα, μια που είναι πολύ κρίσιμος κόμβος στην ευρύτερη ναυτική παρουσία τους στην Μεσόγειο αλλά και την αξιοποίηση άλλων εγκαταστάσεων ώστε να μην εξαρτώνται μόνο από τις βάσεις που έχουν στην Τουρκία. Ας μην ξεχνάμε ότι πλέον οι ΗΠΑ δοκιμάζουν και πάλι να αναβαθμίσουν την παρουσία τους σε όλη τη γραμμή του μετώπου του «Νέου Ψυχρού Πολέμου», δηλαδή της αναθέρμανσης του γεωπολιτικού ανταγωνισμού με τη Ρωσία. Ταυτόχρονα, όπως κάνουν πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, οι ΗΠΑ δεν παρέλειπαν να υπενθυμίζουν την ανάγκη οι σύμμαχοί τους να είναι και πελάτες των αμερικανικών οπλικών συστημάτων. Γι’ αυτό το λόγο και η προηγούμενη κυβέρνηση προχώρησε στη σύναψη της μεγάλης συμφωνίας για την αναβάθμιση των F-16.
Βέβαια υπάρχουν και εκείνοι που επισημαίνουν ότι αυτός ο μονοσήμαντος προσανατολισμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εδώ και αρκετά χρόνια έχει και κινδύνους. Υποστηρίζουν έτσι ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να απεμπολήσει τις παραδοσιακά καλές σχέσεις που έχει με τη Ρωσία, ιδίως από τη στιγμή που η τελευταία παίζει σημαντικό ρόλο στην περιοχή, έχοντας εξελιχτεί σε εγγυητή της κατάστασης στη Συρία και την ίδια ώρα ασκεί και επιρροή στην Τουρκία. Αντίστοιχα, υπάρχουν φωνές που υποστηρίζουν ότι μέχρι στιγμής η «διπλωματία των τριμερών» σε σχέση με τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν έχει λειτουργήσει αποτρεπτικά στην τουρκική προκλητικότητα.
Η νέα συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας Ελλάδας – ΗΠΑ
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη βρέθηκε αντιμέτωπη και με τη διαδικασία ολοκλήρωσης της νέας αμυντικής συμφωνίας ανάμεσα στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ. Η συμφωνία αυτή, που κάποτε θα τη λέγαμε «Συμφωνία για τις Βάσεις», αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στο 2020 και αφορά κρίσιμα ζητήματα: τους όρους χρήσης του λιμανιού της Σούδας, τη χρήση τμήματος του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης, την εγκατάσταση βάσης ελικοπτέρων στην Κεντρική Ελλάδα και τη χρήση από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις αμερικανικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Αφορά επίσης και ζητήματα όπως η αμερικανική συνδρομή στην αναβάθμιση των ελληνικών αεροδρομίων και άλλων υποδομών των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος υποστήριξε ότι η συμφωνία είναι σε φάση επεξεργασίας των νομικών ζητημάτων που υπάρχουν, αλλά είναι κοντά στην ολοκλήρωση αναμένεται να υπογραφεί σχετικό κείμενο πριν από την επικείμενη επίσκεψη του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μάικ Πομπέο.
Η βασική τομή πάντως πους επιδιώκεται με αυτή τη συμφωνία είναι η μεγαλύτερη επένδυση των ΗΠΑ στις υποδομές των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων κάτι που θα αποτυπώνει και αυξημένο βαθμό στρατηγικής συνεργασίας και θα υπερβαίνει την απλή αγορά πολεμικού εξοπλισμού.
Τα ανοιχτά ζητήματα στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις
Παρά την αναβαθμισμένη σχέση ανάμεσα στις δύο χώρες εξακολουθούν να υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα στις διμερείς σχέσεις.
Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι στην πραγματικότητα η ίδια η αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν εκφράζεται πάντα με ενιαίο τρόπο. Για παράδειγμα υπάρχουν ισχυρές τάσεις μέσα στο αμερικανικό πολιτικό και διπλωματικό κατεστημένο που σήμερα προκρίνουν τη γραμμή του «Νέου Ψυχρού Πολέμου» και της κλιμάκωσης των αντιπαραθέσεων με τους ανταγωνιστές των ΗΠΑ. Αυτό αποτυπώνεται πολύ έντονα σε τοποθετήσεις και επιλογές σε σχέση με τη Ρωσία, την νέα κλιμάκωση των εξοπλισμών, την προσπάθεια των ΗΠΑ να διαμορφώσουν ένα είδος «υγειονομικής ζώνης» στα όρια της Ρωσίας. Υπάρχουν, όμως, και φωνές που υποστηρίζουν μια πιο «ρεαλιστική» προσέγγιση, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ πρέπει να επικεντρώσουν στην αποκλιμάκωση της έντασης και την προετοιμασία για τον μεγάλο ανταγωνισμό που θα είναι με την Κίνα. Αντίστοιχα, υπάρχουν οι φωνές που θέλουν άμεση αποφασιστική απάντηση στο Ιράν, που παρουσιάζεται ως κατεξοχήν χώρα-απειλή, όμως υπάρχουν και οι δεύτερες σκέψεις που υπογραμμίζουν ότι μια τέτοια κίνηση μπορεί να έχει περισσότερο κόστος παρά όφελος. Την ίδια ταλάντευση μπορεί κανείς να δει και στη στάση της ίδιας της κυβέρνησης, με τον ίδιο τον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ να κάνει μεγάλες μεταστροφές από την επιθετικότητα στο ρεαλισμό.
Αυτό αποτυπώνεται και στην αμερικανική στάση απέναντι στην Τουρκία. Σίγουρα υπάρχουν φωνές που θεωρούν ότι έχει έρθει η ρήξη με την Άγκυρα και ότι ο Ερντογάν έχει μετατοπιστεί πέραν του «δυτικού» στρατοπέδου και υπέρ της Ρωσίας. Αυτές οι φωνές για παράδειγμα πίεσαν για τα ψηφίσματα που ζητούν ενεργοποίηση κυρώσεων σε βάρος της Άγκυρας, επειδή προμηθεύτηκε ρωσικές συστοιχίες S-400, ψηφίσματα που έχουν τύχει και ιδιαίτερη δημοσιότητας στην Ελλάδα.
Όμως, διαπιστώνεται ταυτόχρονα και μια παράλληλη προσπάθεια διατήρησης διαλόγου και διαπραγμάτευσης σε σχέση με το συριακό και ειδικά τη «ζώνη ασφαλείας» που διεκδικεί η Τουρκία έναντι των κουρδικών πολιτοφυλακών στη Συρία.
Αντίστοιχα, έχει ενδιαφέρον η στάση των ΗΠΑ σε σχέση με τις εξορύξεις στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Από τη μια, οι ΗΠΑ έχουν καταδικάσει με σαφή τρόπο τις αμφισβητήσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όμως, από την άλλη έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν επιθυμούν την Τουρκία αποκλεισμένη από τα οφέλη των εξορύξεων και ότι ευνοούν πρακτικές συνεργασίας και συνεκμετάλλευσης.
Οι αγωγοί
Αντίστοιχα, έχει ενδιαφέρον ότι σε αντίθεση με την ελληνική υποστήριξη σχεδίων αγωγών όπως ο East Med, οι ΗΠΑ γενικά δεν υποστηρίζουν τη λύση των αγωγών και προκρίνουν τη λύση των σταθμών υγροποίησης φυσικού αερίου. Άλλωστε, ενδιαφέρονται πολύ και για τις εξαγωγές LNG προς χώρες όπως η Ελλάδα.
Με αυτή την έννοια, η αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων δεν θα πρέπει να ιδωθεί ως μια πορεία όπου γενικά οι ΗΠΑ θα εγγυώνται ελληνικές θέσεις. Σε ζητήματα θα υπάρχουν και διαφορετικές προσεγγίσεις, ή ακόμη και προσεγγίσεις που θα φαντάζουν θετικές σε πρώτη φάση θα μπορούν να μετατοπίζονται σε προβληματικές σε μία επόμενη. Ούτε μπορεί κανείς να αποκλείσει μια μεγαλύτερη εξομάλυνση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων που θα μπορούσε να μεταφραστεί και σε πίεση για αντίστοιχη «εξομάλυνση» και των ελληνοτουρκικών χωρών, σε κατευθύνσεις που δεν θα συνάδουν πάντα με τις πάγιες ελληνικές θέσεις.
Επιπλέον, η τρέχουσα αναβάθμιση της αμυντικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ σημαίνει και εκ των πραγμάτων μεγαλύτερη εμπλοκή της Ελλάδας σε πολεμικές επιχειρήσεις, εάν επικρατήσουν τέτοιες λογικές στις ΗΠΑ. Εμπλοκή έμμεση μέσω των αμυντικών εγκαταστάσεων αλλά και με πίεση για άμεση όπως έδειξε το πρόσφατο αμερικανικό αίτημα για ελληνική συμμετοχή στην πολυεθνική δύναμη που θα περιπολούσε στον Περσικό Κόλπο. Αυτό θα μπορούσε να έρθει σε σύγκρουση με την πάγια ελληνική θέση για αποφυγή άμεσων εμπλοκών.
Σε όλα αυτά προστίθεται και το ζήτημα των εξοπλισμών. Ένα από τα βασικά καθήκοντα των αμερικανικών κυβερνήσεων είναι η εξαγωγή οπλικών συστημάτων, ιδίως όταν αυτά αποτελούν κρίσιμο κλάδο. Αναμενόμενο είναι η Ελλάδα, να δεχτεί και πιέσεις από τις ΗΠΑ για νέες εξοπλιστικές προμήθειες, σε μια περίοδο όπου ούτως ή άλλως και άλλοι ευρωπαίοι σύμμαχοι έχουν καταστήσει σαφές ότι θέλουν μερίδιο από την ελληνική αμυντική δαπάνη.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις