Καρκίνος προστάτη : Πιθανώς περιττή η μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία
Οι άνδρες με καρκίνο του προστάτη μπορούν να αποφύγουν την ακτινοθεραπεία μετά το χειρουργείο, σύμφωνα με νέα έρευνα.
- «Υπάρχει θέμα» με το «De Grece» – Πυρά κομμάτων με το επίθετο που διάλεξαν οι Γλύξμπουργκ
- Βίντεο ντοκουμέντο λίγο μετά τη δολοφονία της Ράνιας στην Κρήτη - «Σκότωσα τον πατέρα μου» έλεγε ο δράστης
- Οι «must» προορισμοί για τα Χριστούγεννα - Ποιες περιοχές μαγνητίζουν το ενδιαφέρον
- «Συνεργαζόταν με Τούρκους για να με σκοτώσουν» - 10 μέρες σχεδίαζε τη δολοφονία του 52χρονου ο δράστης
Οι άνδρες με καρκίνο του προστάτη μπορούν να αποφύγουν την ακτινοθεραπεία μετά το χειρουργείο, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Η μελέτη αυτή, που παρουσιάστηκε στο φετινό συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ιατρικής Ογκολογίας στη Βαρκελώνη της Ισπανίας, επιχείρησε να διερευνήσει κατά πόσον τα οφέλη της ακτινοθεραπείας μετά το χειρουργείο για τον καρκίνο του προστάτη είναι αρκετά σημαντικά, ώστε να ξεπερνούν τις παρενέργειες της θεραπείας.
Διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει διαφορά στα ποσοστά επανεμφάνισης της νόσου πέντε χρόνια μετά το χειρουργείο ανάμεσα στους άνδρες που είχαν ακολουθήσει ακτινοθεραπεία ακριβώς μετά την επέμβαση και σε εκείνους που έκαναν αυτήν τη θεραπεία αργότερα, μόνο εάν επανεμφανιζόταν ο καρκίνος.
Πιθανώς περιττή η μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία
Ο Κρις Πάρκερ, καθηγητής στο Ινστιτούτο Έρευνας για τον Καρκίνο στο νοσοκομείο Royal Marsden, εξηγεί ότι τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η βασική προσέγγιση για έναν πρώην πάσχοντα από καρκίνο του προστάτη που έχει εγχειριστεί είναι η τακτική παρακολούθησή του από τους γιατρούς και η ακτινοθεραπεία πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο στις περιπτώσεις που ο καρκίνος επανεμφανίζεται.
Ο ίδιος προσθέτει ότι αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι στο μέλλον πολλοί άνδρες θα αποφύγουν τις παρενέργειες της ακτινοθεραπείας, όπως είναι η ακράτεια ούρων και η στένωση της ουρήθρας, που καθιστά επώδυνη τη διαδικασία της ούρησης.
Βέβαια, και τα δύο αυτά προβλήματα μπορεί να προκύψουν και μετά το χειρουργείο, ωστόσο οι πιθανότητες αυξάνονται αν ο ασθενής υποβληθεί και σε ακτινοθεραπεία.
Η μελέτη αυτή (RADICALS-RT) ανέλυσε δεδομένα από 1.396 άτομα που είχαν υποβληθεί σε επέμβαση για καρκίνο του προστάτη από τη Βρετανία, τη Δανία, τον Καναδά και την Ιρλανδία.
Οι μισοί υποβλήθηκαν σε ακτινοθεραπεία ακριβώς μετά το χειρουργείο, ενώ οι άλλοι μισοί απλώς παρακολουθούνταν από τους ειδικούς, με τη μέθοδο της ακτινοθεραπείας να παραμένει ως επιλογή, αλλά μόνο για την περίπτωση επανεμφάνισης του καρκίνου.
Τι δείχνουν οι μελέτες
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι την επόμενη πενταετία η επιβίωση χωρίς επανεμφάνιση της νόσου προσέγγιζε το 85% στα άτομα που είχαν λάβει ακτινοθεραπεία και το 88% στα άτομα που δεν είχαν λάβει.
Ακράτεια ούρων δήλωσε το 5,3% των ασθενών που είχαν κάνει ακτινοθεραπεία, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους πάσχοντες που δεν έκαναν ήταν 2,7%.
Τέλος, στένωση της ουρήθρας παρατηρήθηκε μόνο στο 8% των ατόμων της πρώτης ομάδας ενώ μόλις στο 5% της δεύτερης.
Μια μετα-ανάλυση της συγκεκριμένης έρευνας (ARTISTIC collaboration meta-analysis) επιβεβαίωσε αυτά τα ευρήματα.
Σε δείγμα 2.151 ανδρών δε φάνηκε να υπάρχει διαφορά στα ποσοστά επιβίωσης χωρίς εξέλιξη της νόσου τα επόμενα πέντε χρόνια από την επέμβαση ανάμεσα σε εκείνους που έκαναν ακτινοθεραπεία προληπτικά αμέσως μετά το χειρουργείο και σε εκείνους που δεν έκαναν και θα ακολουθούσαν αυτήν τη θεραπευτική μέθοδο μόνο σε περίπτωση που νοσούσαν εκ νέου.
Ο Ξαβιέ Μαλντονάντο του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Vall d’Hebron υπογραμμίζει ότι με βάση τα αποτελέσματα αυτά η μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία θα μπορούσε να παραλειφθεί ή να καθυστερήσει σε ορισμένους ασθενείς.
Αυτό, κατά τον ίδιον, είναι σημαντικό αφενός επειδή η διάρκεια της θεραπείας των πασχόντων περιορίζεται και αφετέρου είναι ωφέλιμο για τη δημόσια υγεία, δεδομένου ότι αυτή η θεραπεία είναι ιδιαίτερα ακριβή.
Ο Μαλντονάντο πάντως δεν υποτιμά, αλλά αντιθέτως θεωρεί πλήρως απαραίτητη τη στενή παρακολούθηση των ασθενών μετεγχειρητικά.
Ο ίδιος ευελπιστεί ότι μελλοντικές έρευνες θα μπορέσουν να ταυτοποιήσουν συγκεκριμένα γονίδια με βάση τα οποία οι γιατροί θα μπορούν να κρίνουν ποια είναι η αποτελεσματικότερη και καταλληλότερη εξατομικευμένη θεραπευτική προσέγγιση για τον κάθε ασθενή.
(Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ)
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις