Γιατί Τραμπ και Πούτιν δεν ήθελαν ψήφισμα καταδίκης της τουρκικής εισβολής
Η διπλή αντίρρηση ΗΠΑ και Ρωσίας στην προοπτική να υπάρξει καταδικαστικό ψήφισμα για την τουρκική εισβολή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ήρθε να θυμίσει πόσο σύνθετες είναι οι ισορροπίες γύρω από τη συριακή κρίση
Το να συμφωνούν σε κάτι ΗΠΑ και Ρωσία και δη σε ένα όργανο όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι κάτι μάλλον σπάνιο. Άλλωστε, όλοι μιλούν για τον «Νέο Ψυχρό Πόλεμο», δηλαδή την ολοένα και κλιμακούμενη πόλωση ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη μόνη χώρα που εξακολουθεί να διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιο «υπερδύναμης».
Ας μην ξεχνάμε ότι σημαντικό μέρος του πολιτικού κατεστημένου των ΗΠΑ αντιμετωπίζει τη Ρωσία ως απειλή, συχνά κατά τρόπο ανάλογο της ΕΣΣΔ, υπάρχουν κυρώσεις με αφορμή την Κριμαία και ουσιαστικά βρισκόμαστε ξανά σε συνθήκη «κούρσας των εξοπλισμών».
Γι’ αυτό το λόγο έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία μπλόκαραν ουσιαστικά στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ το ψήφισμα καταδίκης της τουρκικής εισβολής στη βορειοανατολική Συρία.
Ουσιαστικά και οι δύο χώρες έκαναν σαφές ότι σε αυτή τη φάση δεν υποστηρίζουν τη λογική να δοθεί το μήνυμα ότι η διεθνής κοινότητα καταδικάζει τις τουρκικές ενέργειες. Προφανώς και καμία χώρα δεν υποστήριξε τις τουρκικές ενέργειες, αλλά η μη καταδίκη δίνει ένα σαφές μήνυμα, την ώρα που εξασφαλίζει ότι δεν τίθεται θέμα κυρώσεων. Και αυτό παρότι στις ΗΠΑ ένα ευρύ διακομματικό φάσμα πολιτικών επιμένει στην ανάγκη να υπάρξουν κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας.
Στην πραγματικότητα έστω και από διαφορετικές αφετηρίες η στάση αυτή παραπέμπει σε κοινές αναγκαστικές παραδοχές για την επόμενη μέρα στη Συρία
Η προετοιμασία της επόμενης μέρας για τη Συρία
Ως προς το βασικό επίδικο του συριακού εμφυλίου πολέμου αλλά και του πλήθους παρεμβάσεων ξένων δυνάμεων, δηλ. του εάν θα υπάρξει «αλλαγή καθεστώτος», ο συσχετισμός έχει κριθεί. Η κυβέρνηση της Δαμασκού με την υποστήριξη της Ρωσίας και του Ιράν μπόρεσε να κατισχύσει εναντίον του κύριου όγκου παραλλαγών της ένοπλης ισλαμιστικής αντιπολίτευσης.
Αυτό σημαίνει ότι στην επόμενη μέρα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η κυβέρνηση Άσαντ θα είναι τμήμα της πολιτικής διαδικασίας της επόμενης μέρας. Ήδη άλλα κράτη της περιοχής από την Αίγυπτο έως μοναρχίες του κόλπου προσανατολίζονται στα έργα της ανοικοδόμησης της Συρίας.
Ωστόσο, υπάρχουν δύο ανοιχτά μέτωπα στη Συρία. Το πρώτο αφορά την ευρύτερη περιοχή της Ιντλίμπ, ουσιαστικά τον τελευταίο μεγάλο θύλακο όπου συγκεντρώνονται ισλαμιστές στο πλαίσιο της πρακτικής των «ζωνών αποκλιμάκωσης».
Εκεί η Τουρκία έχει ζητήσει να μην υπάρξει άμεση επέμβαση από τις Ρωσικές και τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις, καθώς στην περιοχή εκείνη βρίσκονται και οι οργανώσεις τις οποίες η ίδια εντάσσει στην «μετριοπαθή αντιπολίτευση». Το άλλο ανοιχτό μέτωπο είναι η βορειοανατολική Συρία, με την ισχυρή παρουσία των Κούρδων, που έχουν και μορφές αυτοκυβέρνησης και υποστήριξη των ΗΠΑ στην πάλη κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Γύρω από αυτά τα μέτωπα είχαν διαμορφωθεί οι ακόλουθες δυναμικές. Η Ρωσία πίεζε για να γίνει η ολοκληρωθεί η διαδικασία ουσιαστικά εκκαθάρισης και αφοπλισμού των ισλαμιστικών οργανώσεων στην Ιντλίμπ, σε πείσμα των αντιρρήσεων της Τουρκίας.
Σε σχέση με τη Βορειοανατολική Συρία οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν επενδύσει στη στήριξη των Κούρδων απέναντι στο Ισλαμικό Κράτος αλλά και ως έναν τρόπο να έχουν ένα ρόλο στις εξελίξεις στη Συρία.
Όμως, στο βαθμό που δεν μπορούσαν να προτείνουν μια συνολική πολιτική λύση, ή να αναλάβουν το κόστος της εφαρμογής της, ωρίμαζε σε τμήματα του αμερικανικού διπλωματικού και στρατιωτικού κατεστημένου η λογική της απεμπλοκής. Αυτό έθετε ένα ζήτημα «ημερομηνίας λήξης» για την υποστήριξη στους Κούρδους. Αυτό ενισχυόταν και από την διάθεση να αποφευχθεί μια συνολική ρήξη με την Τουρκία.
Όμως, εντός μια μεταβατικής φάσης συνολικά για το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, έντονα στοιχεία διαιρέσεων και πόλωσης, αυτή η κατεύθυνση συναντά και αντιθέσεις και αυτό εξηγεί και τις εκφράσεις συμπάθειας προς του Κούρδους, από πολιτικούς που δύσκολα μπορούν να χαρακτηριστούν «διεθνιστές» και τις αντιρρήσεις στις επιλογές Τραμπ.
Την ίδια στιγμή η Ρωσία έκανε διαρκώς σαφές ότι η πολιτική λύση μπορεί να περιλαμβάνει δικαιώματα και εγγυήσεις ασφαλείας για τους Κούρδους, όμως υπό την προϋπόθεση της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας άρα του ελέγχου του συνόλου της επικράτειας από την κυβέρνηση της Δαμασκού.
Παράλληλα και το Ιράν σε πρώτη φάση δεν είχε μεγάλες αντιρρήσεις στην εισβολή, στο βαθμό που ούτε και αυτό έβλεπε με καλό μάτι την προοπτική δημιουργίας αυτόνομης κρατικής οντότητας.
Η ιδιότυπη «ανοχή» έναντι της τουρκικής εισβολής από ΗΠΑ και Ρωσία
Σε αυτό το τοπίο εμφανίστηκε το φαινόμενο της ιδιότυπης ανοχής προς την εισβολή από ΗΠΑ και Ρωσία. Καμία δύναμη δεν υποστήριξε την εισβολή και σε διάφορους τόνους διαμήνυσαν τη αντίθεσή τους. Όμως, δεν έκαναν κάτι για να την αποτρέψουν. Οι ΗΠΑ απέσυραν το στρατιωτικό προσωπικό τους από την εγγύτητα της ζώνης ασφαλείας και η Ρωσία κράτησε «ψύχραιμη» στάση, δηλώνοντας διαφωνία με τις επεμβάσεις γενικά και όχι ρητή καταδίκη της τουρκικής εισβολής.
Άλλωστε, με έναν τρόπο η αποδοχή ότι η Τουρκία μπορούσε να κάνει «προσωρινές» πολεμικές ενέργειες ήταν κάτι είχε διατυπωθεί από πριν. Άλλωστε υπήρξε το προηγούμενο της ανοχής στην εισβολή στην Αφρίν.
Όμως, το κλειδί είναι ότι αυτή η ανοχή έχει όρους. Αυτό κυρίως αφορά και τη διάρκεια και το χαρακτήρα της τουρκικής παρουσίας, που καλείται να είναι σύντομη και ταυτόχρονα να δώσει εγγυήσεις ότι μπορεί να χειριστεί το ζήτημα με τους μαχητές του Ισλαμικού Κράτους.
Ειδικά η Ρωσία έχει κάνει σαφές ότι αυτή η επιχείρηση πρέπει σύντομα και από εκεί και πέρα προέχει η δρομολόγηση της πολιτικής λύσης, δηλαδή της εδαφικής και πολιτικής ενότητας της Συρίας με όρους που να εξασφαλίζουν και την αντιμετώπιση των ένοπλων ισλαμιστικών οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένων των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρώσος πρόεδρος θέλοντας να υπογραμμίσει τα όρια (αλλά και τους κινδύνους) της τουρκικής κίνησης υπογράμμισε τον κίνδυνο να βρεθούν απελευθερωμένοι οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους που βρίσκονται σε χώρους κράτησης που ελέγχουν οι Κούρδοι.
Η δύσκολη εξίσωση της «πολιτικής λύσης»
Μόνο που η διαμόρφωση της πολιτικής λύσης δεν είναι εύκολη.
Ούτε οι ΗΠΑ ούτε άλλοι παίκτες στην περιοχή θέλουν να δουν τη Ρωσία να κατοχυρώνεται ως εγγυητής, έστω και εάν έμπρακτα της παραχωρούν σημαντικό ρόλο.
Η Τουρκία δοκιμάζει μια «προβολή ισχύος» γύρω από ένα ζήτημα, το Κουρδικό, που αποτελεί το μεγαλύτερο «υπαρξιακό» της πρόβλημα και δεν είναι δεδομένο ότι θα κινηθεί υποχρεωτικά σε μια κατεύθυνση «αυτοσυγκράτησης», σε πείσμα των σχετικών ρωσικών υποδείξεων.
Οι Κούρδοι είναι ένα ερώτημα πόσο εύκολα να παραχωρήσουν τα όποια βήματα έκαναν προς μια οιονεί κρατική οντότητα, την ώρα που διαθέτουν εμπειροπόλεμους μαχητές που μπορούν να κάνουν δύσκολη τη ζωή των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, που με τη σειρά τους μπορούν να καταφέρουν πολύ σημαντικά πλήγματα. Την ίδια ώρα είναι ένα ερώτημα ποιο είναι το πολεμικό κόστος που μπορεί να ανεχθεί η τουρκική κοινωνία.
Την ίδια στιγμή η διαδρομή για την πολιτική λύση θα απαιτήσει και άλλες κινήσεις. Για παράδειγμα, είναι πιθανό η Ρωσία να απαιτήσει από την Τουρκία να άρει την αντίρρησή της στο να εκκαθαρίσουν οι κυβερνητικές δυνάμεις τον θύλακα της Ιντλίμπ από τις ένοπλες ισλαμιστικές οργανώσεις που ακόμη βρίσκονται εκεί. Από εκεί και πέρα υπάρχει τπ ερώτημα με ποιους όρους θα προχωρήσει και η διαδικασία της Συνταγματικής Επιτροπής, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, που υποτίθεται ότι είναι το πεδίο όπου θα διαμορφωθεί το συνταγματικό και πολιτικό πλαίσιο της επόμενης μέρας.
Βέβαια, όσο συνεχίζονται αυτές οι πολιτικές διαπραγματεύσεις, θα συνεχίζονται και οι πολεμικές επιχειρήσεις. Με θύματα σε μεγάλο βαθμό αμάχους. Υπενθυμίζοντας ότι ο κυνισμός εξακολουθεί να αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο του διεθνούς τοπίου.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις