Οι αμερικανικές κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας, το «δόγμα Τραμπ» και ο ρωσικός δάκτυλος
Η ανακοίνωση από τον πρόεδρο Τραμπ κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας, λίγο μετά την ουσιαστική ανοχή στην εισβολή στη Συρία, ήρθε να θυμίσει πόσο περίπλοκη και σύνθετη είναι η τρέχουσα φάση της συριακής κρίσης και η αναζήτηση μιας λύσης για την επόμενη μέρα
- Συγκλονίζει ο 95χρονος γιατρός του Πολυτεχνείου: Καμιά αμφιβολία για τους νεκρούς – Πολλοί τραυματίστηκαν από σφαίρες
- Πώς υποδέχτηκαν την επικοινωνία Σολτς - Πούτιν σε Λονδίνο και Παρίσι - Κινήσεις τακτικής στην σκακιέρα
- Ο Κιμ Γιονγκ Ουν προτρέπει σε βελτίωση των στρατιωτικών δυνατοτήτων για πόλεμο, λέει το KCNA
- Παρέλαση μασκοφόρων ενόπλων νεοναζί στο Οχάιο
Η ανακοίνωση κυρώσεων των ΗΠΑ στην Τουρκία και σε μεμονωμένους τούρκους αξιωματούχους έρχεται να δείξει τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ.
Και αυτός ο τρόπος περιλαμβάνει ένα γενικό καμβά, πάνω στον οποίο ο αμερικανός πρόεδρος παίρνει διάφορες αποφάσεις, ενίοτε αντιφατικές μεταξύ τους και κάποιες φορές σε αντανάκλαση των ίδιων των αντιθέσεων που διαπερνούν το αμερικανικό διπλωματικό και πολιτικό κατεστημένο.
Αυτό αποτυπώθηκε και σε σχέση με τη διαχείριση της τουρκικής εισβολής στη Συρία. Ο γενικός καμβάς, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε η «στρατηγική Τραμπ», ή πιο σωστά η στρατηγική όσων συντάσσονται με τον αμερικανό πρόεδρο, είναι ότι οι ΗΠΑ πρέπει σταδιακά να απεγκλωβιστούν από συγκρούσεις στις οποίες δεν μπορούν να έχουν τον καθοριστικό ρόλο, όπως είναι ορισμένες από τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, να περιορίσουν τα ανοιχτά μέτωπα και να επικεντρώσουν στους μεγάλους οικονομικούς και γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς και κυρίως την αντιπαράθεση με την Κίνα.
Η στρατηγική αυτή είναι διαφορετική από την εναλλακτική λύση που είναι η διαρκής εμπλοκή σε ανοιχτές συγκρούσεις ώστε να κατοχυρώνεται μια αμερικανική παρουσία και να συντηρούνται εστίες που θα αναιρούν την κατοχύρωση άλλων δυνάμεων και κυρίως της Ρωσίας.
Η προώθηση της απεμπλοκής από τη Συρία
Η κατεύθυνση για την απεμπλοκή από τη Συρία, με όρους που θα αποκαθιστούσαν την τραυματισμένη αμερικανοτουρκική σχέση διατυπώθηκε στα τέλη του 2018. Μέχρι τώρα δεν προωθήθηκε, κατά βάση γιατί μια μερίδα του αμερικανικού πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου δεν επέτρεψε να προωθηθεί.
Αυτό που συνέβη ήταν ότι επιλέχτηκε τελικά να δοθεί, από τον ίδιο τον πρόεδρο Τραμπ, το «πράσινο φως» στην Τουρκία να προχωρήσει στην εισβολή και στη διαμόρφωση ζώνης ασφαλείας, με παράλληλη απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων.
Αυτό αναλογούσε και στο γεγονός ότι εδώ και καιρό είχε φανεί ότι ούτε η αλλαγή καθεστώτος μπορούσε να προωθηθεί ούτε πολύ περισσότερο ο διαμελισμός της Συρίας.
Στην πραγματικότητα η τακτική επιλογή του προέδρου Τραμπ αναλογούσε στη διαπίστωση ότι οι εξελίξεις στη Συρία είχαν πια δρομολογηθεί.
Το Ισλαμικό Κράτος είχε αποδιαρθρωθεί από τα χτυπήματα που δέχτηκε όχι μόνο στη Συρία αλλά και στο Ιράκ, την ώρα που οι συριακές κυβερνητικές δυνάμεις με την υποστήριξη της Ρωσίας, της Χεζμπολάχ και του Ιράν είχαν εκκαθαρίσει τους περισσότερους θύλακες των ισλαμιστικών οργανώσεων με την εξαίρεση της περιοχής της Ιντλίμπ και εκεί στο πλαίσιο μιας συνεννόησης με την Τουρκία.
Οι ΗΠΑ υποστήριζαν τις κουρδικές δυνάμεις πολιτοφυλακής στη βορειοανατολική Συρία, όμως ουδέποτε είχαν θέση υπέρ της δημιουργίας κουρδικής κρατικής οντότητας. Άλλωστε, ήταν αυτές που είχαν κάνει σαφές προς τους Κούρδους του Ιράκ ότι το εκεί δημοψήφισμα ήταν ως μη γενόμενο.
Άλλωστε και η αντίρρηση στην επιλογή του προέδρου Τραμπ ήταν μάλλον τακτική παρά στρατηγική. Αφορούσε τη δυνατότητα των ΗΠΑ να επηρεάσουν λίγο παραπάνω τις εξελίξεις στη Συρία, στην πραγματικότητα να καθυστερήσουν τη διαδικασία αποκατάστασης της πολιτικής ενότητας, μέσα από την συντήρηση της κουρδικής οιονεί κρατικής οντότητας στη Βορειοανατολική Συρία.
Μόνο που όσο θα συνέχιζαν να το κάνουν, θα αποξένωναν ακόμη περισσότερο την Τουρκία, που εξαρχής είδε στην αμερικανική υποστήριξη στους Κούρδους έναν μεγάλο και σαφή κίνδυνο. Έτσι, παρότι υπήρξαν και φωνές που κάλεσαν σε παγίωση της ρήξης με την Τουρκία προκρίθηκε η εξεύρεση μιας νέας ισορροπίας.
Η Τουρκία ποτέ δεν πήρε πλήρες «πράσινο φως»
Όμως, αυτό δεν σήμαινε ότι οι ΗΠΑ, ή πιο σωστά εκείνες οι μερίδες στις ΗΠΑ που στηρίζουν την πολιτική Τραμπ έδωσαν και μια πλήρη έγκριση στην Τουρκία να κάνει ό,τι θέλει στη Βορειοανατολική Συρία.
Και αυτό γιατί ανεξαρτήτως ρητορικής ο τουρκικός σχεδιασμός δεν ήταν απλώς για μια ζώνη ασφαλείας αλλά για πολύ πιο επιθετικές κινήσεις κατά των Κούρδων, ώστε να αποδυναμωθούν πλήρως, καθώς και μια μόνιμη στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στην περιοχή.
Μόνο που αυτό θα απειλούσε αφενός τη δυνατότητα να υπάρξει τελικά μια πολιτική λύση αλλά και θα απαξίωνε πλήρως την όποια πολιτικοστρατιωτική επένδυση είχαν κάνει οι ΗΠΑ στην περιοχή, οδηγώντας σε αυτό που συμβατικά αποκλήθηκε «απώλεια αξιοπιστίας».
Όταν λοιπόν φάνηκε ότι η Τουρκία έμπαινε με έναν πιο επιθετικό τρόπο, συμπεριλαμβανομένης και της οβίδας που έπεσε υπερβολικά κοντά σε ένα αμερικανικό φυλάκιο, o τόνος άλλαξε. Η τουρκική επέμβαση έπρεπε να περιοριστεί εντός ορίων και να μεθοδευτεί μια πολιτική λύση.
Εξ ου και η καταδίκη για τις ισλαμιστικές οργανώσεις που είναι σύμμαχες των Τούρκων, όταν στο παρελθόν οι ΗΠΑ εμμέσως είχαν στηρίξει πολύ αντίστοιχες οργανώσεις, όπως και η στήριξη στην εδαφική ακεραιότητα της Συρίας όταν για μεγάλο διάστημα αυτή διακυβευόταν από ένα κουβάρι ξένων επεμβάσεων.
Εδώ είναι που έρχονται οι κυρώσεις που ανήγγειλε ο πρόεδρος Τραμπ, κυρώσεις που περιλαμβάνουν και τη -συμβολική περισσότερο- στοχοποίηση Τούρκων αξιωματούχων και αρκετά σκληρές οικονομικές κυρώσεις, όπως την ακύρωση μιας μεγάλης εμπορικής συμφωνίας και την επαναφορά υψηλότερων δασμών στο χάλυβα που εισάγουν οι ΗΠΑ από την Τουρκία.
Οι ίδιες οι κυρώσεις ήταν πιο ήπιες από αυτές που φοβόντουσαν στην Τουρκία, όμως μπορούν να έχουν ένα κόστος εάν συνδυαστούν με ανάλογες πρωτοβουλίες και άλλων χωρών, όπως π.χ. την καθυστέρηση της επένδυσης της γερμανικής Volkswagen στην Τουρκία όσο διαρκεί η πολεμική εμπλοκή.
Ο στόχος των κυρώσεων είναι ουσιαστικά να στείλουν το μήνυμα στον Ερντογάν ότι η επέμβαση δεν μπορεί να συνεχιστεί από ένα σημείο και μετά και ότι θα πρέπει να δρομολογηθεί κατάπαυση του πυρός και σταδιακή απόσυρση των Τουρκικών δυνάμεων. Από εκεί και πέρα ασαφές παραμένει σε ποιο βαθμό θα παραμείνει αμερικανικό στρατιωτικό στην περιοχή και ποια η σχέση του με τους Κούρσους.
Οι Ρωσικές πρωτοβουλίες
Σε αυτό το επίπεδο, η αμερικανική κίνηση έρχεται να συναντήσει τις ρωσικές πρωτοβουλίες. Η Ρωσία εξαρχής είχε προτείνει στους Κούρδους υποστήριξη έναντι των Τούρκων στο βαθμό που δεν θα επέμεναν σε αυτόνομη κρατική οντότητα και θα έμπαιναν στην πολιτική διαδικασία για μια ενιαία Συρία, με ένα Σύνταγμα που θα μπορούσε να τους έδινε αναβαθμισμένα δικαιώματα.
Οι Κούρδοι πρόκριναν την αμερικανική βοήθεια, αυτή έφτασε στο όριο και τώρα αναζητούν όρους συμμαχίας τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις και άρα και τη Ρωσία. Ήδη η παρουσία συριακών κυβερνητικών δυνάμεων στη Μανμπίτζ, μια πόλη στην περιοχή της οποίας επιχειρούν και οι τουρκικές δυνάμεις, ήρθε να θυμίσει στην Τουρκία άλλο ένα όριο που πρέπει αναγκαστικά να σεβαστεί.
Και αυτό γιατί είναι ένα πράγμα η Τουρκία να βρεθεί βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τις κουρδικές πολιτοφυλακές και μάλιστα χωρίς την ανοιχτή αμερικανική υποστήριξη και άλλο να βρεθούν σε αντιπαράθεση με τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις, που έχουν την υποστήριξη και της Ρωσίας και οι οποίες έχουν ήδη έρθει σε μια πρώτη συμφωνία με τις κουρδικές δυνάμεις.
Στην πραγματικότητα, η Ρωσία σταδιακά αναλαμβάνει να καλύψει το κενό που αφήνουν οι ΗΠΑ ως προς την εγγύηση μιας ορισμένης σταθερότητας στην περιοχή, προσπαθώντας ουσιαστικά να αξιοποιήσει την αλλαγή δεδομένων στην περιοχή που φέρνει ο συνδυασμός ανάμεσα στην πίεση από την τουρκική εισβολή και την μεταστροφή της κουρδικής ηγεσίας προς την αναγκαστικά αναζήτηση συμφωνίας με την κυβέρνηση της Δαμασκού, την οποία δυτικά ΜΜΕ ήδη αναφέρουν ως τη μεγάλη κερδισμένη των πρόσφατων εξελίξεων.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις