Οι εξελίξεις στην προανακριτική επιτροπή επιβεβαιώνουν ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να αντιμετωπίζει την υπόθεση Novartis όχι ως ένα υπαρκτό και μεγάλο σκάνδαλο που χρειάζεται να διερευνηθεί σε όλες τις πτυχές του, αλλά ως ένα πεδίο απόσπασης βραχυπρόθεσμου πολιτικού οφέλους. Είτε βρίσκεται στην πλευρά του κατηγόρου, είτε στην πλευρά του κατηγορούμενου, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιμένει να αντιμετωπίζει εργαλειακά και τους θεσμούς και την όλη πολιτική διαδικασία.

Από την εργαλειοποίηση της δικαιοσύνης…

Το σκάνδαλο Novartis είναι πραγματικό. Αυτό δείχνει το πρόβλημα της εκτίναξης της φαρμακευτικής δαπάνης, αυτό δείχνουν οι καταγγελίες για χρηματισμό γιατρών και για χειραγώγηση του συστήματος τιμολόγησης, αυτό δείχνουν τα μεγάλα ανάλογα σκάνδαλα με φαρμακευτικές εταιρείες στο εξωτερικό.

Στην Ελλάδα είναι σαφές ότι η συγκεκριμένη εταιρεία προσπάθησε καταρχάς να επηρεάσει με αθέμιτο τρόπο τη συνταγογράφηση γιατρών και είχε άμεσο συμφέρον σε σχέση με την πολιτική τιμολόγησης των φαρμάκων. Αυτό το πλαίσιο, που δεν αφορά μόνο αυτή την εταιρεία αλλά ένα ενδημικό πρόβλημα του χώρου της υγείας, μπορούσε να είναι εκκολαπτήριο σκανδάλων.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχει μια διερεύνηση δικαστική στις ΗΠΑ που αφορά το αμερικανικό ενδιαφέρον για τις πρακτικές των μεγάλων πολυεθνικών του φαρμάκου. Εντός αυτής της διερεύνησης υπάρχουν καταθέσεις προστατευόμενων μαρτύρων. Αυτοί είναι άνθρωποι που γνωρίζουν αλλά και συνάμα εμπλέκονται στην υπόθεση και πιθανώς να θέλουν να τύχουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης στις προσωπικές τους δικαστικές περιπέτειες. Οι καταθέσεις αυτές έρχονται σε γνώση των ελληνικών δικαστικών αρχών.

Υπό κανονικές συνθήκες αυτή θα ήταν απλώς η αρχή. Θα έπρεπε να διερευνηθούν, να εξεταστεί ο βαθμός στον οποίο τέτοιες καταθέσεις παραπέμπουν σε μια κατεύθυνση για να συγκαλύψουν μια άλλη, να αναζητηθούν τυχόν διαδρομές πολιτικού χρήματος.

Αντί, όμως, να γίνει αυτό η τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θεώρησε ότι βρήκε το «πιο μεγάλο σκάνδαλο» της νεοελληνικής ιστορίας και ότι μπορούσε να επιτέλους να «κάτσει στο σκαμνί» τους πολιτικούς της αντιπάλους και να υλοποιήσει την υπόσχεση ότι θα έφερνε το διεφθαρμένο μνημονιακό πολιτικό σύστημα αντιμέτωπο με τη δικαιοσύνη.

Εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης

Έτσι, για τη σε βάθος διερεύνηση ενός πραγματικού σκανδάλου, χωρίς κραυγές και εύκολο εντυπωσιασμό, επιλέχτηκε η εργαλειοποίηση της δικαιοσύνης, με ένα φάσμα από παρεμβάσεις και μια προσπάθεια διαπόμπευσης πολιτικών αντιπάλων που στο τέλος αποδείχτηκε από την ίδια την δικαστική έρευνα ότι δεν είχαν σχέση με την υπόθεση.

Κομβικό πρόσωπο σε αυτή την προσπάθεια ο τότε αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος που ανέλαβε το έργο των παρεμβάσεων προς τη δικαιοσύνη ώστε να συμμορφωθεί με αυτή την κατεύθυνση (μη) διερεύνησης αλλά πολιτικής αξιοποίησης του σκανδάλου.

Την ίδια ώρα τόσο ο Παύλος Πολάκης, που ήταν ατύπως το μεγάλο επικοινωνιακό «πιστόλι» του ΣΥΡΙΖΑ και ο οποίος είχε επίσης διατυπώσει τη θεωρία για την ανάγκη «να μπουν και μερικοί στη φυλακή» ώστε να κερδηθούν οι εκλογές, όσο και ο κατεξοχήν οπαδός του επικοινωνιακού «σκληρού ροκ» τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, ανέλαβαν να προβάλουν και να αναπαράγουν τη γραμμή.

Ούτως ή άλλως, στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς ήθελε να βγάλει μερικά εντυπωσιακά πρωτοσέλιδα σε «φιλικά» ΜΜΕ παρά να διερευνήσει σε βάθος την υπόθεση.

Και δεν υπήρξε καλύτερη απόδειξη της διάθεσης πολιτικής αξιοποίησης μιας θεσμικής διαδικασίας, από το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε μεν στη σύσταση της προανακριτικής επιτροπής, έτσι ώστε να αναγκαστούν να παραστούν στη Βουλή ως κατηγορούμενοι οι πολιτικοί του αντίπαλοι, αλλά μετά ανέπεμψε το θέμα στην τακτική δικαιοσύνη, διαπιστώνοντας αναρμοδιότητα της προανακριτικής επιτροπής.

Στην υπονόμευση των θεσμών

Θα ήταν εντυπωσιακή έλλειψη στοιχειώδους κατανόησης των όρων της πολιτικής αντιπαράθεσης, εάν πίστευαν στα ηγετικά κλιμάκια του ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν θα υπήρχε από τη μεριά της νέας κυβερνητικής πλειοψηφίας απάντηση στην στις μεθοδεύσεις που προηγήθηκαν.

Όποιος ανοίγει το φαύλο κύκλο της ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής και δη χωρίς πραγματική διερεύνηση και με παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, εύλογο είναι να περιμένει απάντηση σε όλα αυτά.

Και επειδή η έλλειψη σεβασμού στους θεσμούς ή ο πολιτικός κυνισμός δεν περιλαμβάνεται στις πρακτικές που μπορεί να διερευνήσει μια προανακριτική επιτροπή, επόμενο ήταν η νέα κυβερνητική πλειοψηφία να στραφεί εναντίον εκείνου του υπουργού της κυβέρνησης Τσίπρα που βρέθηκε στο στόχαστρο ανώτερων και ανώτατων δικαστικών λειτουργιών για αθέμιτες παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, δηλαδή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου.

Και αντί ο ΣΥΡΙΖΑ να δοκιμάσει να έστω και εν μέρει να αποστασιοποιηθεί από την προηγούμενη πρακτική αλλά και το ύφος και ήθος που απέπνεαν οι παρεμβάσεις Παπαγγελόπουλου και να επιμείνει στην πραγματική διερεύνηση του σκανδάλου και στην άρνηση συγκάλυψης, αυτό που έχουμε είναι μια συνειδητή σχεδόν υπονόμευση θεσμών, με αποκορύφωμα την όλη εμπλοκή με την παρουσία του Παύλου Πολάκη και του Δημήτρη Τζανακόπουλου στην επιτροπή.

Για να είναι οι βουλευτές εισαγγελείς τουλάχιστον ας τηρούν τους «κανόνες του παιχνιδιού»

Το θεσμικό πλαίσιο για την ποινική ευθύνη των υπουργών παραμένει ιδιαίτερα προβληματικό. Το σχετικό άρθρο του Συντάγματος και η λογική ότι η Βουλή μπορεί να έχει προανακριτικές αρμοδιότητες έχει δεχθεί μεγάλη κριτική. Γιατί η Βουλή είναι πολιτικό και όχι δικαστικό όργανο και οι κανόνες της πολιτικής συζήτησης και της ποινικής δικονομίας δεν ταυτίζονται.

Για παράδειγμα, όντως τα μέλη των προανακριτικών επιτροπών διορίζονται από τις κοινοβουλευτικές ομάδες με πολιτική απόφαση. Όμως, επειδή ασκούν προανακριτικό έργο εύλογο είναι να πει κάποιος ότι πρέπει να τηρούνται ανάλογοι κανόνες. Π.χ. εάν κάποιος είναι μάρτυς δεν μπορεί να είναι και μέλος της επιτροπής.

Προφανώς και υπάρχουν προβληματικά στοιχεία σε αυτό και αυτός είναι ένας λόγος που όντως πρέπει να αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο. Όμως όλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ τα ήξερε, όπως και ήξερε ότι θα καλούνταν και ο Πολάκης και ο Τζανακόπουλος να καταθέσουν.

Γνώριζε επομένως ότι θα έπρεπε να τους εξαιρέσει από την επιτροπή. Και αυτό προφανώς δεν θα αποδυνάμωνε την παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στην επιτροπή, αφού οι συγκεκριμένοι θα μπορούσαν να τροφοδοτούν τους εκπροσώπους του κόμματός τους με υλικά και σημαντικές πρωτοβουλίες, ενώ θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν και την ίδια την εξέτασή τους ως μάρτυρες και για να καταθέσουν στοιχεία και για να αντικρούσουν κατηγορίες και για να υπερασπιστούν την πολιτική του κόμματός τους.

Όμως, φαίνεται ότι στο ΣΥΡΙΖΑ, εν μέρει τουλάχιστον έχει κυριαρχήσει μια λογική που λέει ότι το θέμα δεν είναι η πολιτική παρέμβαση ή η ανάδειξη της ουσίας, αλλά ένα πολιτικό θέαμα, ένα «μπάχαλο» σχεδόν που θα συντηρεί μια εικόνα «κόντρας» και αντιπαράθεσης, θα επιτρέπει ανακοινώσεις και πρωτοσέλιδα για «κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα» και θα δίνει την εντύπωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «θύμα σκευωρίας» από τη μεριά μιας «αυταρχικής δεξιάς».

Κρίση θεσμών

Μόνο που ανεξαρτήτως της όποιας πρόθεσης της κυβερνητικής πλειοψηφίας το μόνο που μένει ως αίσθηση είναι μια εικόνα διαρκούς κρίσης των θεσμών. Ουσιαστικά, είναι η λογική μιας πολιτικής αντιπαράθεσης χωρίς θεσμικό πλαίσιο και χωρίς κανόνες, ένας κοινοβουλευτικός «πόλεμος όλων εναντίον όλων», όπου το κόμμα που έχει την πλειοψηφία κάθε φορά απλώς προσπαθεί να καταφέρει τα μεγαλύτερα πλήγματα στον αντίπαλο και το τελευταίο θα απαντά με χτυπήματα, πάνω και κάτω από τη ζώνη.

Όμως αυτό απλώς συντηρεί την πεποίθηση στην κοινή γνώμη ότι όλα είναι απλώς πολιτικό παιχνίδι, ότι τα κόμματα δεν ενδιαφέρονται για τη διερεύνηση των κακώς κειμένων, ότι τα πραγματικά σκάνδαλα θα μένουν ατιμώρητα στο διηνεκές.

Αυτή είναι η αίσθηση που αφήνουν οι διάφοροι λεονταρισμοί τύπου Πολάκη που δύσκολα μπορούν να καταταχθούν στην κατηγορία της «ασυμβίβαστης στάσης» ενώπιον του «μνημονιακού κατεστημένου», παρά την περί του αντιθέτου επιμονή των φιλικών προς τον ΣΥΡΙΖΑ μέσων.

Και αυτή η αίσθηση απλώς διευκολύνει όσους προβάλλουν τη λογική «όλοι ίδιοι είναι» και όσους επενδύουν στην ακόμη μεγαλύτερη απέχθεια των πολιτών για την πολιτική. Για ένα κόμμα που δηλώνει αριστερό, αυτό μάλλον απέχει από τον ορισμό της αριστερής πολιτικής.