Μία λέξη… σιδηρόδρομος γύρω από την γαστρονομία που περιγράφει ο Αριστοφάνης στην κωμωδία «Εκκλησιάζουσες» αποτελεί μέχρι σήμερα έναν άλυτο γρίγρο.

Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, οι γυναίκες, για να γλιτώσουν το Δήμο από την κακοδαιμονία στην οποία τον καταδίκασαν οι άνδρες, παίρνουν στα χέρια τους την εξουσία και επιβάλλουν το πρόγραμμά τους, την κοινοκτημοσύνη δηλαδή των αγαθών αλλά και των ερωτικών συντρόφων.

Ο ποιητής με το έργο του σατιρίζει τις ρηξικέλευθες ιδέες που υποστηρίζουν ορισμένοι επιφανείς συμπολίτες του.

 Η κωμωδία τελειώνει με φαγοπότι, κοινό βεβαίως για όλους τους πολίτες, στο οποίο προσφέρονται λαχταριστές και ακριβές τροφές, τις οποίες ο Αριστοφάνης περιγράφει με μία μόνο λέξη, που όμως καταλαμβάνει επτά ολόκληρους στίχους: «λεπαδοτεμαχοσελαχογαλεκρανιολειψανοδριμυποτριμματοσιλφιοτυρομελιτοκατακεχυμενοκιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστεραλεκτρυονοπτεκεφαλιοκιγκλοπελειολαγωοσιραιοβαφητραγαλοπτερυγών».
Η… λέξη – σιδηρόδρομος αποτέλεσε σπαζοκεφαλιά για πολλούς φιλέρευνους φιλολόγους αλλά και ελληνομαθείς γαστρονόμους.
Κάποιοι θεώρησαν πως πρόκειται για την περιγραφή των συστατικών ενός και μόνο εδέσματος και πιο συγκεκριμένα μιας πίτας με θαλασσινά, πουλερικά και κρέατα, την οποία βάλθηκαν μάλιστα να παρασκευάσουν.