Τι κρύβει τελικά η συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης: Το μεγάλο παιχνίδι στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο
Το μνημόνιο συνεργασίας ανάμεσα στην Τουρκία και τη Λιβύη για τη μεταξύ τους οριοθέτηση ΑΟΖ ήρθε να θυμίσει τις πάγιες διεκδικήσεις της Τουρκίας αλλά και τη συνθετότητα και δυσκολία του ζητήματος
Η κίνηση της Τουρκίας να προχωρήσει σε σύναψη Μνημονίου Συνεργασίας για την οριοθέτηση ΑΟΖ με την κυβέρνηση της Λιβύης είναι μια ενέργεια που εντάσσεται σε μια συνολικότερη στρατηγική της Τουρκίας για την προβολή των διεκδικήσεών της στο Αιγαίο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Οι διεκδικήσεις αυτά διαμορφώνονται εδώ και δεκαετίες. Ήδη από τη δεκαετία του 1970 η Τουρκία είχε βγει στο προσκήνιο ως μια «αναθεωρητική» δύναμη σε σχέση με τις διαρρυθμίσεις που αφορούσαν τα σύνορα και τα κυριαρχικά δικαιώματα στην ευρύτερη περιοχή.
Αυτό ήταν το αποτέλεσμα μιας βαθιά ριζωμένης πεποίθησης ότι οι συνθήκες ειρήνης που διαμόρφωσαν τόσο τη σημερινή ελληνική επικράτεια όσο την Τουρκία συνιστούσαν μια «δομική» αδικία σε βάρος της Τουρκίας, με συμβολική αποτύπωση την εικόνα του Αιγαίου ως «ελληνικής θάλασσας».
Απέναντι σε αυτό διατυπώθηκαν μια σειρά από διεκδικήσεις, από την αντίθεση στην επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. και τις «γκρίζες ζώνες» έως τα ζητήματα της υφαλοκρηπίδας και των ΑΟΖ. Ειδικά, τα τελευταία απέκτησαν ξεχωριστή βαρύτητα ήδη από τη δεκαετία του 1970 και τη διαπίστωση ενδεχόμενων υποθαλάσσιων κοιτασμάτων.
Ήδη από τότε η Τουρκία διατύπωσε βασικές θέσεις στις οποίες επιμένει: τα νησιά δεν έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα (και ΑΟΖ) και τα σχετικά όρια πρέπει να χαραχθούν με την αρχή της μέσης γραμμής.
Τι προβλέπει το διεθνές δίκαιο
Στο διεθνές δίκαιο έχουμε δύο έννοιες που αφορούν τα ζητήματα αυτά: την υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Η πρώτη αφορά την εκμετάλλευση του εδάφους και υπεδάφους του βυθού και η δεύτερη αφορά τη θαλάσσια έκταση εντός της οποίας ένα κράτος έχει δικαίωμα έρευνας και εκμετάλλευσης των θαλασσίων πόρων.
Η έκτασή τους ορίζεται με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή 200 ν.μ. από τις ακτές ή με βάση την αρχή της μέσης γραμμής εκεί όπου η απόσταση είναι μικρότερη. Έχουν, όμως, διαφορά ως προς το πώς διαπιστώνονται. Η υφαλοκρηπίδα θεωρείται ότι είναι ένα δικαίωμα εξ υπαρχής και δεν χρειάζεται πράξη ανακήρυξης, ενώ η ΑΟΖ ανακηρύσσεται από μία κυβέρνηση και μάλιστα με σαφή δήλωση των ορίων της και ύστερα από αμοιβαία χάραξη των ορίων και με τις άλλες γειτονικές χώρες.
Η τρέχουσα διεθνής συνθήκη που ρυθμίζει αυτά τα θέματα είναι η Διεθνής Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, την οποία η Ελλάδα έχει υπογράψει και κυρώσει, όχι όμως και η Τουρκία. Η συγκεκριμένη σύμβαση, όπως και όλη η παράδοση του διεθνούς δικαίου, υποστηρίζει ότι τα νησιά έχουν αυτοτελή δική τους υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.
Η Τουρκία δεν αποδέχεται αυτή την αρχή υποστηρίζοντας ότι τα νησιά που βρίσκονται μπροστά από μεγάλους ηπειρωτικούς όγκους δεν έχουν αυτοτελή υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, ιδίως όταν βρίσκονται στη «λάθος πλευρά της γραμμής», δηλαδή στην πλευρά της μέσης γραμμής που είναι προς τη δική της πλευρά.
Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε μια παλαιότερη απόφαση για την υφαλοκρηπίδα ορισμένων νησιών της Μάγχης, που ανήκουν στη Βρετανία αλλά είναι πολύ κοντά στις γαλλικές ακτές, όμως θεωρείται ότι δεν αποτελεί γενικό κανόνα, με αντίθεση με τη ρητή αναφορά της ίδιας της Σύμβασης.
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική πλευρά, ήδη από τη δεκαετία του 1970 έχει προτείνει οι δύο χώρες να προσφύγουν από κοινού στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ώστε αυτό να αποφασίσει για τα όρια της υφαλοκρηπίδας. Ωστόσο, η Τουρκία πάντοτε αρνιόταν μια τέτοια προοπτική.
Μέχρι τώρα η Ελλάδα δεν έχει προχωρήσει σε ανακήρυξη ΑΟΖ. Από τη δεκαετία του 1970 έχει χαράξει τα όρια της υφαλοκρηπίδας στο Ιόνιο με την Ιταλία και βέβαια θεωρεί ότι ως προς την υφαλοκρηπίδα έχει ούτως ή άλλως τα σχετικά δικαιώματα, εξ ου και η κατανομή δικαιωμάτων έρευνας σε θαλασσοτεμάχια και στο Ιόνιο και στην Κρήτη.
Πάντως, μέχρι τώρα η Ιταλία έχει δείξει απροθυμία να προχωρήσει και σε οριοθέτηση και της ΑΟΖ, επικαλούμενη το ότι η Ελλάδα δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει τη συμφωνία με την Αλβανία για τα θαλάσσια σύνορα των δύο χωρών (συμφωνία από την οποία κατ’ επανάληψη έχουν υπαναχωρήσει τα Τίρανα υπό το βάρος και σχετικών παρασκηνιακών πιέσεων της Άγκυρας).
Ας σημειώσουμε πάντως ότι παρότι η ελληνική διπλωματία θεωρεί ότι το διεθνές δίκαιο γενικά μας δικαιώνει ως προς την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ των νησιών, υπάρχει και η εκτίμηση ότι σε μια διαδικασία διευθέτησης ή διαιτησίας είναι πιθανό τελικά να μην αποδιδόταν στην Ελλάδα το σύνολο της έκτασης που οριοθετείται με βάση το Καστελόριζο.
Η Νοτιοανατολική Μεσόγειος και η πάλη για τα κοιτάσματα
Σε πρώτη φάση οι διεκδικήσεις αυτές κυρίως διατυπώθηκαν για το Αιγαίο, όμως αργότερα στο προσκήνιο ήρθε η Νοτιοανατολική Μεσόγειος. Ο λόγος είναι ότι στην περιοχή αυτή εντοπίστηκαν όντως μεγάλα και εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα φυσικού αερίου. Τα πράγματα έγιναν πιο πιεστικά όταν η Κυπριακή Δημοκρατία προχώρησε στην ανακήρυξη της δικής της ΑΟΖ, με βάση τις σχετικές προβλέψεις του διεθνούς δικαίου.
Η Τουρκία αμφισβητεί την Κυπριακή ΑΟΖ σε δύο επίπεδα: από τη μια στο πλαίσιο της γενικής θέσης ότι τα νησιά δεν έχουν αυτοτελή δική τους υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, από την άλλη με βάση τη μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Εξ ου και το ότι η Τουρκία υποστηρίζει ότι έχει προχωρήσει σε συμφωνίες με το ψευδοκράτος της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» για έρευνες εντός της Κυπριακής ΑΟΖ από την τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίου ΤΡΑΟ. Σε αυτό το πλαίσιο, είχαμε τις προσπάθειες δοκιμαστικών γεωτρήσεων εντός της κυπριακής ΑΟΖ αλλά και τις απόπειρες «ωκεανογραφικών» ερευνών εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας (τις οποίες πάντοτε επιτηρεί το ελληνικό ναυτικό).
Οι κινήσεις αυτές εντάσσονται και στην επιδίωξη της Τουρκίας να μην μείνει εκτός του αγώνα δρόμου για τα κοιτάσματα στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στη γενικότερη αντίληψη για διαρκείας προβολές ισχύος, ιδίως από τη στιγμή που η πλευρά Ερντογάν γνωρίζει ότι σε θέματα που εντάσσονται σε μια «εθνικιστική» λογική δεν θα δεχτεί πίεση από την κεμαλική αντιπολίτευση.
Κομβική πλευρά αυτών των προβολών ισχύος η συστηματοποίηση και ενοποίηση όλων των αξιώσεων για τις ΑΟΖ στη Μεσόγειο στους χάρτες της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Η σημασία της Λιβύης
Η Τουρκία για να μπορέσει να κατοχυρώσει τις αξιώσεις της χρειαζόταν να μπορέσει να προχωρήσει σε κινήσεις που να παραπέμπουν στο διεθνές δίκαιο. Αυτό σήμαινε να βρει γειτονικές χώρες που να θέλουν να χαράξουν ΑΟΖ με βάση τη δική της ερμηνεία του δικαίου των θαλασσών. Αυτό προσπάθησε να το κάνει με την Αίγυπτο, αλλά δεν τα κατάφερε και άρα έμενε η Λιβύη.
Ο στόχος της Τουρκίας ήταν να δείξει ότι μπορεί να χαράξει τα όρια της ΑΟΖ της με μια άλλη μεσογειακή χώρα που να αποδέχεται την τουρκική θέση ότι τα νησιά δεν έχουν αυτοτελή ΑΟΖ. Αυτό για την Τουρκία δεν αφορά μόνο το Καστελόριζο αλλά το σύνολο των κυριαρχικών δικαιωμάτων που μπορεί να διεκδικήσει η ελληνική πλευρά με βάση όχι μόνο το Καστελόριζο αλλά κυρίως τη «τόξο» Ρόδος – Κάρπαθος – Κάσος – Ανατολική Κρήτη.
Για την Τουρκία είναι προφανές ότι η ελληνική υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ τελειώνουν πρακτικά στη γραμμή που ορίζεται από τα χωρικά ύδατα της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κάσου και της ανατολικής Κρήτης.
Η αμφισβήτηση δηλαδή δεν αφορά μόνο το εάν η ελληνική ΑΟΖ προς τα ανατολικά φτάνει να εφάπτεται με την Κυπριακή ΑΟΖ αλλά και την ίδια τη δυνατότητα να χαράξει ΑΟΖ η Ελλάδα με την Αίγυπτο.
Επειδή πέραν γενικών αρχών, το δίκαιο σχετικά με τις ΑΟΖ στηρίζεται και την ύπαρξη διμερών συμφωνιών μεταξύ των γειτονικών αρχών, η Τουρκία ελπίζει με αυτό τον τρόπο να πετύχει ένα τετελεσμένο με θεσμική μορφή, με την έννοια ότι σε οποιαδήποτε μελλοντική «τελική» διευθέτηση, είτε με τη μορφή διαπραγμάτευσης είτε με τη μορφή προσφυγής σε διεθνή όργανα θα μπορεί να επικαλείται ότι δεν έδρασε μονομερώς αλλά μέσω συμφωνίας με άλλο κυρίαρχο κράτος.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία από καιρό επένδυσε στο να αποκτήσει καλές σχέσεις με την κυβέρνηση της Λιβύης, αποτελώντας ένα από τα διεθνή της στηρίγματα, έστω και εάν η τελευταία, παρά την αναγνώριση από τον ΟΗΕ, έλεγχε μικρό πραγματικό τμήμα της λιβυκής επικράτειας. Ο υπολογισμός ήταν απλός: συμφωνία με κυβέρνηση αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ, αποτελεί ένα βήμα προς την κατοχύρωση των τουρκικών θέσεων και δυσκολεύει την ελληνική θέση.
Βέβαια από την άλλη πλευρά, η μικρή πραγματική ισχύς της συγκεκριμένης κυβέρνησης, όπως και οι περιορισμοί που έχει ως προς τη δυνατότητα να παίρνει αποφάσεις σε μια χώρα που παραμένει διαιρεμένη, δίνουν και μικρότερο κύρος στην όποια κοινή κίνηση, ιδίως από τη στιγμή που δεν μιλάμε καν για συμφωνία οριοθέτησης αλλά για μνημόνιο συνεργασίας στην κατεύθυνση συμφωνίας.
Η πρόκληση για την ελληνική πλευρά
Παρότι το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών υποστήριξε κατ’ επανάληψη ότι ήταν προετοιμασμένο για αυτό το ενδεχόμενο, εντούτοις είναι προφανές ότι η εξέλιξη φέρνει την ελληνική πλευρά σε μια αρκετά πιεστική θέση, ιδίως εάν σκεφτούμε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις συχνά η έμμεση προτροπή της «διεθνούς κοινότητας» είναι βρείτε τα. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να υποστηρίξει ότι για άλλη μια φορά είχαμε τα αποτελέσματα μιας υπερεπένδυσης στην πολιτική των «τριμερών», που όπως και στο παρελθόν οδήγησε στην υποτίμηση άλλων πλευρών.
Την ίδια στιγμή η ελληνική πλευρά έχει να αντιμετωπίσει μια ιδιαίτερη συγκυρία ως προς την τουρκική πλευρά. Το γεγονός ότι η Τουρκία κατάφερε να εξασφαλίσει τη συναίνεση ή έστω την ανοχή και των ΗΠΑ και της Ρωσίας στη στρατιωτική επιχείρησή της στην βορειοανατολική Συρία, παρά τις αντιφάσεις που μπορεί να οξύνει μεσοπρόθεσμα, έχει δώσει στην κυβέρνηση Ερντογάν μια αίσθηση ισχύος και αυτό αποτυπώνεται στην προσπάθεια «προβολών ισχύος» και σε άλλα πεδία.
Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση Σαράτζ έχει μικρή πραγματική ισχύ και προβλήματα τυπικής και ουσιαστικής νομιμοποίησης. Ελέγχει δε μικρό τμήμα της λιβυκής επικράτειας σε σχέση με το τμήμα που ελέγχει η ανταγωνίστρια κυβέρνηση του στρατηγού Χαλίφα Χαφτάρ.
Η τελευταία έχει τη στήριξη τόσο της Ρωσίας όσο και χωρών φιλικών προς τις ΗΠΑ όπως η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ενώ και οι ΗΠΑ συνομιλούν με αυτή. Όμως, η κυβέρνηση Σαράτζ έχει τη στήριξη της ΕΕ και ιδίως της Ιταλίας και της Γερμανίας. Αυτό έχει να κάνει και με τη σημασία που αποδίδει η ΕΕ στη συνεργασία για την ανακοπή των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών στη Μεσόγειο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σε μια σειρά από διπλωματικά διαβήματα και προς την κυβέρνηση Σαράτζ και προς τις ΗΠΑ και προς το ΝΑΤΟ, αλλά και στη δήλωση ότι θα επιταχυνθούν οι διαδικασίες οριοθέτησης AOZ με την Αίγυπτο, έστω και με επίγνωση ότι μια τέτοια διαδικασία θέλει χρόνο.
Ωστόσο, είναι οποιαδήποτε προσπάθεια αποτροπής μας συμφωνίας για οριοθέτηση ΑΟΖ ανάμεσα σε Τουρκία και Λιβύη και ακύρωσης του τρέχοντος μνημονίου συνεργασίας σημαίνει πίεση προς την ΕΕ να αλλάξει ριζικά στάση έναντι της κυβέρνησης Σαράτζ, αμφισβήτηση της «διεθνούς αναγνώρισης» που τώρα απολαμβάνει και προσπάθεια συνεννόησης και συμπόρευσης στο συγκεκριμένο θέμα με τις χώρες που ούτως ή άλλως δεν την αναγνώριζαν.
Ωστόσο, και αυτή η εξέλιξη επαναφέρει το ερώτημα για το εάν υπάρχει ένα πιο στρατηγικό σχέδιο για τον ορισμό, τη διεκδίκηση αλλά και διαπραγμάτευση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σε σχέση με αυτά τα ζητήματα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις