Ελλάδα – Τουρκία: Είμαστε σε πολεμικό κλίμα; – Ποιες είναι πλέον οι προκλήσεις
Η συνάντηση του έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιβεβαίωσε τα προβλήματα που υπάρχουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τα διλήμματα που αντιμετωπίζει η ελληνικής πλευρα
- Παραδέχθηκε τους «λευκούς γάμους» η Ειρήνη Μουρτζούκου – «Χρειάζεται ψυχολόγο» λέει η δικηγόρος της
- «Στο έλεος των fund» – Σε υπερήλικα με σύνταξη 395 ευρώ, του ζητούν 800€ για να μην βγει σε πλειστηριασμό το σπίτι του
- Washington Post: Αιμορραγεί ο Ισραηλινός στρατός – «Προτιμώ την οικογένειά μου από τον πόλεμο»
- «Έχουμε μάθει να ζούμε με τον πόνο» - Ραγίζει καρδιές η μητέρα της Έμμας
Μπορεί κανείς να πει ότι ήταν αναμενόμενο. Άλλωστε δεν είχε υπάρξει κανένα σημάδι το προηγούμενο διάστημα ότι η Τουρκία επρόκειτο να αναθεωρήσει τη στάση της ή να κάνει κάποια υποχώρηση από αυτά που θεωρεί ότι είναι δεδομένα για την έναρξη οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης.
Με αυτή την έννοια η συνάντηση μπορεί να έδειξε ότι η ελληνική πλευρά επιμένει σε μια διαδικασία διαλόγου χωρίς να εγκαταλείπει τις πάγιες θέσεις της, όμως δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει κάποιο άλλο αποτέλεσμα πέραν της διαπίστωσης ότι υπάρχουν βαθιές διαφωνίες και της δέσμευσης ότι θα συνεχιστεί ο ούτως ή άλλως ενεργός διάλογος για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης (που όμως, ας μην το ξεχνάμε, αφορά τη διαμόρφωση εδάφους για τον ουσιαστικό διάλογο και καθαυτός δεν αγγίζει τα ανοιχτά θέματα ανάμεσα στις δύο χώρες).
Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα τοπίο όπου η ελληνική κυβέρνηση καλείται ταυτόχρονα να απαντήσει στις τουρκικές πρωτοβουλίες αλλά και να κάνει μια συνολικότερη αποτίμηση και σχεδιασμό για το μεταίχμιο στο οποίο βρίσκονται οι σχέσεις των δύο χωρών.
Η πραγματική θέση της Τουρκίας
Στην ελληνική δημόσια σφαίρα συχνά αντιμετωπίζουμε την Τουρκία με κριτήρια αρκετά στερεοτυπικά που κατατείνουν στην προσπάθεια να παρουσιαστεί η γειτονική χώρα και η κυβέρνησή της ως πιο αδύναμη ή απομονωμένη από όσο είναι.
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Το ίδιο το γεγονός ότι η Τουρκία έχει πραγματοποιήσει εισβολή σε ξένη χώρα, τη Συρία και αυτή δεν έχει καταδικαστεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με συμφωνία μάλιστα των ΗΠΑ και της Ρωσίας είναι ενδεικτικό του τρόπου που αντιμετωπίζεται. Το ίδιο ισχύει και για το ότι στην ίδια τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο περιθώριο της οποίας έγινε η συνάντηση των δυο ηγετών, η Τουρκία κάθε άλλο παρά απομονωμένη βρέθηκε τελικά, ιδίως από τη στιγμή που επέλεξε και μια σχετικά ευέλικτη στάση στο ζήτημα της ΝΑΤΟϊκής προστασίας των Βαλτικών κρατών. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τελικά πιο απομονωμένη ήταν η χώρα που κατεξοχήν άσκησε οξεία κριτική στην Τουρκία, δηλ. η Γαλλία.
Αυτό οφείλεται στο ότι η Τουρκία μέχρι τώρα στηρίζεται στην παραδοχή σημαντικού μέρους του αμερικανικού πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου ότι είναι ένα αναντικατάστατο μέλος του ΝΑΤΟ, παραδοχή που υπερισχύει των φωνών στο Κογκρέσο (αλλά και ορισμένων συμμάχων των ΗΠΑ) που σπρώχνουν για ρήξη και οδήγησε και στην τελική επιλογή να δεχτούν την τουρκική εισβολή στη Συρία και να εγκαταλείψουν εν μέρει τους Κούρδους. Την ίδια στιγμή η αναγκαστική συμπόρευση με τη Ρωσία και το Ιράν της επέτρεψε να αποφύγει τα χειρότερα και τώρα να έχει λόγο στις μεταπολεμικές εξελίξεις.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκία δεν διαπερνάται από σημαντικές αντιφάσεις. Υπάρχει σαφής πολιτική και πολιτισμική αντίθεση ανάμεσα στα παράλια και την ενδοχώρα που έρχεται συχνά στο προσκήνιο. Ο κουρδικός πληθυσμός είναι ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού της χώρας και δεν περιορίζεται μόνο στις κουρδικές περιοχές, χωρίς να δείχνει μέχρι τώρα η καταστολή να αποδίδει. Η οικονομία συχνά εμφανίζει φαινόμενα υπερθέρμανσης.
Την ίδια ώρα όμως ο Ερντογάν ξέρει να χειρίζεται την εξωτερική πολιτική ως στοιχείο νομιμοποίησης και κατορθώνει στις βασικές επιλογές του να έχει τη στήριξη όχι μόνο των εθνικιστών που ανήκουν στον κυβερνητικό συνασπισμό αλλά και της κεμαλικής αντιπολίτευσης. Επιπλέον, παρότι ο ευρωπαϊκός δρόμος δείχνει να έχει κλείσει από χρόνια, η Τουρκία έχει αναπτύξει ένα πλέγμα περιφερειακών οικονομικών σχέσεων και με την Κεντρική Ασία και με χώρες του Κόλπου όπως το Κατάρ.
Η τουρκική τακτική και η προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων
Η «αναθεωρητική» στάση της Τουρκίας σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά και εσχάτως σε σχέση με τα ζητήματα που αφορούν την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο, αποτελεί μια πάγια πλευρά της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Βασική πλευρά αυτής της τακτικής είναι η δημιουργία τετελεσμένων που μπορεί να αντίκεινται στις προβλέψεις του διεθνούς δικαίου, όμως διαμορφώνουν καλύτερο συσχετισμό για την Τουρκία στην όποια διαπραγμάτευση τελικά μεθοδευτεί. Αυτό είχε φανεί ούτως ή άλλως με την τακτική των «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο. Τώρα αυτό επεκτείνεται στο θέμα των ΑΟΖ.
Η Τουρκία γνωρίζει ότι αυτό που κάνει δεν στηρίζεται στο δίκαιο της θάλασσας. Όμως, γνωρίζει ότι τα θέματα αυτά δεν αφορούν ποτέ την απλή απόφαση ενός διεθνούς δικαστηρίου αλλά έναν ευρύτερο συσχετισμό. Σε τέτοια θέματα η τάση όχι μόνο των μεγάλων χωρών αλλά και των ίδιων των δικαιοδοτικών οργάνων είναι να αναζητήσουν συμβιβασμούς και όχι να εφαρμόζουν κατά γράμμα την όποια πρόβλεψη των διεθνών συμβάσεων.
Αντίστοιχα η Τουρκία γνωρίζει ότι η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης δεν είναι απαραίτητα και η κυρίαρχη και ότι παρότι η Τουρκική Εθνοσυνέλευση θα κυρώσει την καταρχήν συμφωνία για την οριοθέτηση ΑΟΖ με τη Λιβύη, το αντιπολιτευόμενο Λιβυκό Κοινοβούλιο μάλλον δεν το κάνει. Όμως, κυρώνοντας και αποστέλλοντας στους διεθνείς οργανισμούς τη συμφωνία θα έχει κάνει ένα βήμα για την όποια πραγματική μελλοντική διαπραγμάτευση. Δεν έχει σημασία η τυπική ισχύς της, γιατί στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης ή έστω της προσφυγής σε κάποιο διεθνή οργανισμό, θα παίξει το ρόλο του.
Και βέβαια είναι πιθανό να μην περιοριστεί μόνο στην τυπική ανακήρυξη της ΑΟΖ αλλά και να δοκιμάσει να την επικυρώσει στην πράξη πιθανώς μέσα από την προσπάθεια ερευνών εντός των ορίων της, πρώτα «ωκεανογραφικών» και από ένα σημείο και μετά και με δοκιμαστικές γεωτρήσεις.
Τα όρια των ελληνικών αντιδράσεων
Μέχρι τώρα η Ελλάδα έχει προσπαθήσει να απαντήσει κυρίως μέσα από τη διαμόρφωση ενός κλίματος ότι σημαντική μερίδα της διεθνούς κοινότητας καταδικάζει ή θεωρεί παράνομη μια τέτοια πρακτική.
Όμως, αυτό μέχρι τώρα έχει όρια. Μπορεί η αμερικανική και ρωσική διπλωματία να επισήμαναν την ανάγκη τήρησης της νομιμότητας όμως αυτό δεν αναιρεί ότι και οι δύο χώρες αυτή τη στιγμή δεν πρόκειται να προχωρήσουν σε κάποια συνολικότερη ρήξη με την Τουρκία.
Η ευρωπαϊκή αντίδραση δύσκολα θα μπορέσει να προχωρήσει πέρα από συμβολικές χειρονομίες ιδίως όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει στηρίξει ένα μέρος της πολιτικής της για το προσφυγικό και το μεταναστευτικό στη συνεργασία με την διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης. Μπορεί η Γαλλία να αντιδρά, όμως μέχρι στιγμής ούτε η Ιταλία ούτε η Γερμανία θα δοκιμάσουν να διακυβεύσουν αυτή τη συμφωνία.
Το ΝΑΤΟ ούτως άλλως ποτέ δεν έχει πάρει θέση σε τέτοιες «διμερείς αντιπαραθέσεις» και άρα δύσκολα μπορεί να πάρει και τώρα θέση, όπως και φάνηκε στην πρόσφατη σύνοδο.
Η Ελλάδα είναι αλήθεια ότι θα μπορούσε να πιέσει ακριβώς ως προς το ζήτημα του ποια είναι η πραγματική κυβέρνηση της Λιβύης, αναδεικνύοντας την ανάγκη πίεσης σε αυτή τη βάση στη διεθνώς αναγνωρισμένη και ανοίγοντας δίαυλο συνεννόηση ως προς την αντίπαλη πλευρά (που έχει και τη στήριξη του Λιβυκού κοινοβουλίου), όμως αυτή τη στιγμή δεν είναι δεδομένο ότι θα αλλάξει άρδην η στάση τόσο της ΕΕ όσο και των ΗΠΑ ως προς το ποια πλευρά εξακολουθούν να αναγνωρίζουν στο λιβυκό εμφύλιο πόλεμο.
Την ίδια στιγμή, όπως φάνηκε και με την αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας από την ΑΟΖ, δεν είναι καθόλου δεδομένο εάν χώρες όπως η Γαλλία είναι διατεθειμένες να κάνουν κάποιο βήμα πέρα από την φραστική καταδίκη των τουρκικών ενεργειών.
Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι σε όλη αυτή την περίοδο η διατήρηση εν ισχύ της «Κοινής Δήλωσης» ΕΕ και Τουρκίας για το προσφυγικό παραμένει ακρογωνιαίος λίθος της ευρωπαϊκής πολιτικής για το προσφυγικό, κάτι που το γνωρίζει και η Άγκυρα «εργαλειοποιώντας» συχνά το ζήτημα των προσφυγικών ροών.
Τα όρια της διπλωματίας των «τριμερών»
Μέχρι τώρα η Ελλάδα έχει επενδύσει ιδιαίτερα στη διαμόρφωση ενός πεδίου οικονομικής, πολιτικής και αμυντικής συνεργασίας με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, με παράλληλη ένταξη και της Κύπρου σε αυτό το πλαίσιο. Η τακτική στηριζόταν στη διαπίστωση μιας ρήξης ανάμεσα στην Τουρκία και τις δύο αυτές ισχυρές δυνάμεις της ευρύτερης περιοχής.
Ωστόσο, μέχρι τώρα αυτή η επιλογή δεν έχει δείξει να μπορεί να λειτουργεί αποτρεπτικά για την Τουρκία, που παρ’ όλα τα προβλήματα που είχε από την εμπλοκή της στη συριακή κρίση τελικά κατάφερε να βγει χωρίς πολύ μεγάλο κόστος. Το Ισραήλ μπορεί να είναι μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη και να είναι σε αντιπαράθεση με την τουρκική πολιτική, ιδίως από τη στιγμή που διαμορφώνεται μια συνεργασία της Τουρκία, της Ρωσίας και του Ιράν, όμως την ίδια στιγμή δεν είναι σε ρήξη με τη Ρωσία (από τη στιγμή που η τελευταία του προσφέρει εγγυήσεις ασφαλείας σε σχέση με τις εξελίξεις στη Συρία) και σίγουρα δεν μπορεί με έναν άμεσο τρόπο να ασκήσει επιρροή ή πίεση στην Τουρκία. Την ίδια ώρα δεν πρέπει να υποτιμάμε την πολιτική κρίση στο Ισραήλ και τη δυσκολία σχηματισμού κυβέρνησης
Η Αίγυπτος από την άλλη, που παραμένει σύμμαχος των ΗΠΑ αλλά χωρίς να ταυτίζεται με αυτές, μπορεί να εχθρεύεται τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης και διακηρυκτικά να αποδέχεται τις ελληνικές θέσεις για τα όρια των ΑΟΖ στην περιοχή, όμως, δεν έχει φανεί συνεργάσιμη στο θέμα της χάραξης ΑΟΖ με την Ελλάδα, ενώ δεν είναι δεδομένο ότι επιθυμεί μια συνολική ρήξη με την Τουρκία, έστω και εάν η κυβέρνηση Σίσι δεν ξεχνά τη συνεργασία Ερντογάν και της υποστηριζόμενης από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα κυβέρνησης Μόρσι.
Τα διλήμματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής
Όμως, πέραν των συγκεκριμένων ζητημάτων υπάρχει και ένα βαθύτερο δίλημμα με το οποίο αναμετρώνται όλες οι πρόσφατες ελληνικές κυβερνήσεις.
Από τη μια, ο τρόπος που κινείται η Τουρκία δείχνει να αφήνει ως μόνο περιθώριο απάντησης μια αντίστοιχη κλιμάκωση και της ελληνικής απάντησης. Όμως, για ξεπεράσει αυτό την απλή επιδίωξη συγκέντρωσης φραστικών καταδικών των τουρκικών κινήσεων θα έπρεπε να ακολουθήσει και άλλους δύο δρόμους, που δεν είναι δεδομένοι. Ο ένας θα ήταν ένας συνολικότερος αναπροσανατολισμός προς την ανάπτυξη σχέσεων με χώρες που θα μπορούσαν να έχουν όντως μεγαλύτερη ικανότητα πίεσης προς την Τουρκία, όπως είναι για παράδειγμα η Ρωσία. Αυτό, όμως, θα σήμαινε μια συνολική αλλαγή προσανατολισμού που είναι έξω από τον τρέχοντα στρατηγικό ορίζοντα της ελληνικής διπλωματίας. Ο άλλος θα ήταν η προσπάθεια προάσπισης κυριαρχικών δικαιωμάτων με κάθε τρόπο, ακόμη και manu militari. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να έχει πολύ μεγάλο κόστος και ανεξέλεγκτες συνέπειες, την ώρα που δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι μια «θερμή» αντιπαράθεση θα διαμόρφωνε καλύτερους όρους διαπραγμάτευσης.
Από την άλλη, υπάρχει πάντα ο δρόμος της διαπραγμάτευσης με ορίζοντα αμοιβαίες υποχωρήσεις και συνεκμετάλλευση των σχετικών ορυκτών πόρων, μια κατεύθυνση την οποία θα επικροτούσε και η «διεθνής κοινότητα» και που μπορεί να περιόριζε εστίες έντασης. Ωστόσο, ο τρόπος που προβάλλει τις δικές της αξιώσεις η Τουρκία, την κάνει πάρα πολύ δύσκολη. Επιπλέον, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι αυτό δεν θα θεωρείτο ανεπίτρεπτος στο εσωτερικό της Ελλάδας. Το πρόσφατο παράδειγμα της έντασης που προκάλεσε η Συμφωνία των Πρεσπών (που σημειωτέον δεν αφορούσε διαπραγμάτευση υλικών κυριαρχικών δικαιωμάτων) δείχνει τη δυσκολία να περάσει και στο ελληνικό πολιτιό ακροατήριο ένας συμβιβασμός που θα καταγγελθεί πιθανότητα ως μειοδοσία (οι αντιδράσεις όποτε ακούγεται η λέξη «συνεκμετάλλευση» είναι ενδεικτικές).
Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι οι τακτικοί χειρισμοί έχουν τα όρια τους. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η ελληνική κυβέρνηση (όπως και συνολικά το ελληνικό πολιτικό σύστημα) καλούνται κάποια στιγμή να συζητήσουν με πιο στρατηγικούς όρους.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις