Η κουραστική μοχθηροκρατία
«Τι κλαψουρίζεις, καημένε; Σε έσυρε κανένας με το ζόρι στα social media;
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Να σας πω την αμαρτία μου, κουράστηκα. Μπαΐλντισα, πώς το λένε. Σίγουρα παίζει ρόλο και η ηλικία. Αλλες αντοχές έχεις στα εξήντα σου – τα έκλεισα την περασμένη εβδομάδα -, άλλες στα σαράντα, πόσω μάλλον στα τριάντα ή στα είκοσι. Δεν νομίζω, όμως, πως αυτός είναι ο κύριος λόγος. Φοβάμαι ότι και στα είκοσί μου θα παρουσίαζα ανάλογα συμπτώματα κόπωσης εάν βρισκόμουν επί μακρόν εκτεθειμένος σε παρόμοιο τοξικό περιβάλλον.
Στο περιβάλλον όπου βρισκόμαστε εκτεθειμένοι όλοι μας από την ημέρα (εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια) που ο κύριος Ζάκερμπεργκ αποφάσισε να μας καλωδιώσει και να μας προξενέψει. Εκτοτε, ο μεν κύριος Ζάκερμπεργκ απέκτησε πλούτη που θα χρειαστεί τις ζωές πολλών απογόνων του για να τα σπαταλήσει, εμείς δε κολυμπάμε σε έναν βάλτο κακεντρέχειας από όπου είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ξεκολλήσουμε. Δεν είναι ακριβώς δημοκρατία, ούτε είναι ακριβώς δικτατορία. Είναι μοχθηροκρατία.
Ξέρω, ξέρω. Ακούγομαι σαν πρεζόνι στον πρωινό συρμό του μετρό, που όλο και θέλει να σας πείσει ότι δεν είναι πρεζόνι, αλλά κατά βάθος αδιαφορεί αν θα σας πείσει, το μόνο που ονειρεύεται είναι πότε θα συμπληρώσει τα φραγκοδίφραγκα για την επόμενη δόση του. Οσοι ευλογημένοι δεν ήρθαν ουδέποτε σε επαφή με τα τοξικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν έτοιμη την απάντηση στο πιάτο: «Τι κλαψουρίζεις, καημένε; Σε έσυρε κανένας με το ζόρι στα social media;
Μήπως σε υποχρέωσε κανένας να ξημεροβραδιάζεσαι στο Facebook; Σε κρέμασε κανένας από το ταβάνι ή σου έπρηξε τα πέλματα με φάλαγγα προκειμένου να ξεράσεις χαρτί και καλαμάρι όλα τα προσωπικά σου δεδομένα, όλα εκείνα τα data που έβαλες το άλλο το κορόιδο, τον νομοθέτη, να σκαρφιστεί χίλιους τρόπους για να σου τα προστατεύει; Μόνος σου δεν τα ανάρτησες; Μόνος σου δεν τα παρέδωσες σε κοινή θέα; Τι παραπονιέσαι; Απενεργοποίησε τον λογαριασμό σου και άντε στην ευχή της Παναγίας. Βρες την υγειά σου. Σε έναν, σε δύο, σε τρεις μήνες το πολύ, όλοι θα σε έχουν ξεχάσει».
Εχουν δίκιο· έχουν κι άδικο. Για υποκείμενα σαν κι εμένα, που τραβούσε ο οργανισμός μου τη σύγκρουση και την ένταση, το δίκιο τους φθάνει έως τον ουρανό: ήθελές τα κι έπαθές τα. Δίπλα σε κάτι τυπάκια σαν κι ελόγου μου, ωστόσο, που πηγαίνουν γυρεύοντας, πορεύονται και απολύτως αξιοπρεπείς άνθρωποι που ποτέ δεν ασχολήθηκαν με τα social media, δεν πείραξαν ποτέ κανέναν, δεν προκάλεσαν, έλιωσαν τα βρακιά τους κάνοντας τη δουλειά τους και μόνο.
Μήπως αυτοί τουλάχιστον γλίτωσαν τον δημόσιο διασυρμό; Αμ δε. Αρκεί να γκουγκλάρετε τα ονόματά τους και θα διαπιστώσετε πως το κάθε αναλφάβητο τσουτσέκι, από εκείνα που δεν μπορούν να συντάξουν μια πρόταση δίχως να την καταποντίσουν από τα ορθογραφικά λάθη, δεν διστάζει να τους περάσει από γενεές δεκατέσσερις, να τους καθυβρίσει, να τους λοιδορήσει και να τους συκοφαντήσει, με την ανωνυμία του προφυλαγμένη πίσω από ένα ψευδώνυμο ή έναν ψεύτικο λογαριασμό ή μια ψεύτικη ύπαρξη στο φινάλε. Η επικοινωνία ως αφόδευση.
Θέλετε το πιο τραγελαφικό; Αρχισαν να κουράζονται και τα τσουτσέκια. Οσο περνάει ο καιρός διακρίνω στις υλακές τους μια δημοσιοϋπαλληλική πατίνα, τη μανιέρα του τραμπούκου που, πριν ξαμοληθεί να τρομοκρατήσει, αναγκάζεται να περάσει από την υπηρεσία και να χτυπήσει κάρτα. Πόσο μακριά μπορεί να προχωρήσει μια κοινωνία που όχι μόνο δεν προστατεύει τους εκλεκτούς της από την κακοποίηση των ηλιθίων, αλλά ακόμη και οι κακοποιοί της βαριούνται ενόσω κακοποιούν;
Την περιγράφει μια λέξη – και δεν είναι όμορφη: σήψη.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις