Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 (πιθανότατα και παλαιότερα) σπανίως θεατρική επιθεώρηση (δημοφιλέστατο είδος εκείνη την εποχή) δεν περιείχε τουλάχιστον ένα νούμερο «ψαρεμένο» από την κατάσταση που επικρατούσε – και εξακολουθεί να επικρατεί – στα δημόσια νοσοκομεία. Από την Ελεύθερη Σκηνή έως το Δελφινάριο και από τον Λαζόπουλο έως τον Ψάλτη.

Πότε το αλαλούμ με τα ράντζα, πότε οι μεγάλες αναμονές, πότε η «γριά» που, μέσα στην αναμπουμπούλα, την έβαλαν για εγχείρηση προστάτη, θυμάμαι και τον Γιάννη Φέρτη σε κάποιο νούμερο που είχε βοηθό τη νοσοκόμα «αδελφή Κατσιμίχα». Γελάσαμε, αστειευτήκαμε, βγάλαμε ατάκες. Μέχρι που τα έφερε έτσι η ζωή και βρεθήκαμε οι ίδιοι ή κάποιος δικός μας άνθρωπος στα «επείγοντα». Για να συνειδητοποιήσουμε πως οι συνθήκες της πραγματικότητας δεν εξαντλούνται σε έστω ευφυή αστεία ούτε παραπέμπουν στον «αστραφτερό πόνο» των αντίστοιχων τηλεοπτικών σειρών.

Χρόνια τώρα οι ίδιες ιστορίες, το ίδιο αλαλούμ. Εύκολο να συντάξεις κατηγορητήριο, ακόμη πιο εύκολο να ρίξεις το ανάθεμα. Φτάνει να μην έχεις εμπειρία από εφημερία νοσοκομείου. Απ’ ό,τι έχω ζήσει εγώ και από όσα έχω ακούσει από γνωστούς και φίλους, γιατροί, νοσοκόμοι, εκαβίτες δίνουν έναν αγώνα με το ανέφικτο. Με την έλλειψη προσωπικού, υλικών, κρεβατιών, χώρων, υποδομών. Εγκλωβισμένοι ανάμεσα στον πόνο του ασθενούς, την αγωνία του συγγενούς, την προοπτική του θανάτου και… τα ντουβάρια της πραγματικότητας.

Κακά τα ψέματα. Κανένας δεν επιλέγει ασυνείδητα «νοσοκομειακά» επαγγέλματα. Ξέρει τι τον περιμένει. Αλλά ακόμη και αν βρεθεί τυχαία σε αυτά, δεν αντέχει να παραμείνει για πολύ χωρίς να έχει κάνει κάποιες εσωτερικές υπερβάσεις. Και αν πάλι δεν έχει άλλη επιλογή, σιγά σιγά η συνείδησή του εκπαιδεύεται. Εντάξει, πιθανότατα να υπάρχουν κάποιες λίγες, ελάχιστες εξαιρέσεις. Αν όμως, παράλληλα με τις συνθήκες που επικρατούν εδώ και δεκαετίες στα νοσοκομεία μας, είχαμε να κάνουμε και με ασυνείδητο προσωπικό, το σύστημα Υγείας θα είχε προ πολλού τιναχθεί στον αέρα.