Χρήστος Κισατζεκιάν: Ενας ροκάς… πατριάρχης της μουσικής φωτογραφίας
Πιθανότατα ο μοναδικός Έλληνας που μπορεί να καυχιέται ότι έχει δει ζωντανά και έχει απαθανατίσει τους μεγαλύτερους θρύλους της ροκ -και όχι μόνο- σκηνής
- Νέο περιστατικό bullying σε σχολική εκδρομή - Μαθητές έβαλαν σακούλα στο κεφάλι συμμαθητή τους
- Πώς θα πέσουν περισσότερα ακίνητα στην αγορά - Οι προτάσεις των servicers
- Μειώσεις φόρων, φοροαπαλλαγές και κίνητρα το 2025 για ιδιοκτήτες ακινήτων
- Συνεχίζει τις «εκκαθαρίσεις» ο Ερντογάν - Καθαίρεσε 3 φιλοκούρδους δημάρχους με κατηγορίες για «τρομοκρατία»
Του Άγγελου Σκορδά
Πολυσχιδής προσωπικότητα, αγνός λάτρης της μουσικής, συλλέκτης δίσκων και στιγμών, μουσικός, μάχιμος φωτορεπόρτερ και πιθανότατα ο μοναδικός Έλληνας που μπορεί να καυχιέται ότι έχει δει ζωντανά και έχει απαθανατίσει τους μεγαλύτερους θρύλους της ροκ -και όχι μόνο- σκηνής. Όλες οι παραπάνω ιδιότητες (και μερικές ακόμα) συνθέτουν την προσωπικότητα του Χρήστου Κισατζεκιάν, του (χωρίς καμία υπερβολή) πατριάρχη της μουσικής φωτογραφίας σε μια χώρα με τουλάχιστον ελλειμματική καλλιτεχνική παιδεία, ιδίως τις δύο τελευταίες δεκαετίες.
Γεννημένος στα Πατήσια των mid 60s, τότε που η Ευρώπη πάλλονταν από επαναστατικούς ρυθμούς. Πόλεμος του Βιετνάμ, αμερικανικό φοιτητικό κίνημα, Μάης του ’68 και Άνοιξη της Πράγας, είχαν αποτελέσει (και ταυτόχρονα εμπνευστεί από αυτές) αφορμές για μια άνευ προηγουμένου μουσική ενδοσκόπηση, στον απηυδισμένος από τις μεταπολεμικές νουθεσίες νεαρόκοσμο. Στο παράλληλο ελληνικό σύμπαν, ωστόσο, οι 20άρηδες έμπαιναν στον γύψο, μαζί και όποια διάθεση για ανατρεπτική δημιουργία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της καταστολής που βίωσε το νεολαιίστικο κίνημα της εποχής, η βίαιη διακοπή από τα όργανα της τάξης της συναυλίας των Rolling Stones στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, μόλις τέσσερις ημέρες πριν τα άρματα κατακλύσουν τους αθηναϊκούς δρόμους και η χώρα βυθιστεί στην επταετή χακί αισθητική της φουστανέλας και της χλαμύδας, υπό των «λεβέντικο» ήχο -πάντα- των κλαρίνων.
Αυτό ήταν το πλαίσιο στο οποίο ο Χρήστος άρχισε να αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Με γονείς Αιγυπτιώτες, αρμένικης καταγωγής και με καλλιτεχνικές φλέβες, οι μουσικές μπερδεύονταν από νωρίς στα αυτιά του, εγείροντας την περιέργεια του.
«Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο πήγα στα Εκπαιδευτήρια Δούκα. Με το που αποφοίτησα όμως και άρχισα τις πρώτες μου αυτόνομες διακοπές, η αείμνηστη θεία μου Μαρία Φωτεινού γνωρίζοντας τις δυο μεγάλες μου αγάπες, μουσική και φωτογραφία, μου πρότεινε μια επαγγελματική ευκαιρία που θα στιγμάτιζε την υπόλοιπη ζωή μου: Να ξεκινήσω ως μαθητευόμενος φωτορεπόρτερ στην εφημερίδα ‘Έθνος’ όπου ήταν υπεύθυνη του καλλιτεχνικού και τηλεοπτικού τμήματος. Να σημειωθεί πως αυτό συνέβη το 1983 με την ιστορική -φιλοκυβερνητική τότε- εφημερίδα στα ντουζένια της όπως και το ΠΑ.ΣΟ.Κ.! Μεγάλο Σχολειό για έναν δεκαεπτάχρονο λοιπόν. Συγχρόνως, έως τη θητεία μου στον Στρατό, τελείωσα και την Κινηματογραφική Σχολή Χατζίκου ως cameraman/ φωτογράφος», περιγράφει ο ίδιος στο in.gr, ενθυμούμενος τα πρώτα… μακρυμάλλικα χρόνια του. Με τον καιρό το «ψάρωμα» έφυγε, τα μαλλιά ποτέ!
Ας τον αφήσουμε, όμως, να σολάρει!
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να ασχολείται εντατικά με τη ροκ και τη μέταλ μουσική στην Ελλάδα και να μη γνωρίζει το όνομα σου… Κυρίως είσαι γνωστός στους κύκλους «ροκάδων» «μεταλλάδων» λόγω των -κυριολεκτικά- εκατομμυρίων «κλικ» σου στις μεγαλύτερες συναυλίες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό αλλά και λόγω της τεράστιας δισκοθήκης που διαθέτεις. Φωτογραφία και μουσική είναι οι δύο μεγάλες αγάπες σου. Ποιο ήταν το έναυσμα για την ενασχόληση σου με αυτούς τους δύο τομείς;
Πρώτιστα το DNA! Από την ώρα που απέκτησα τη συνείδηση του εγώ, ζούσα σε ένα σπίτι πολύ ιδιαίτερο για τα δεδομένα της Ψωροκώσταινας όπως αυτή ήταν στα 60s… Ο πατέρας μου ξεκίνησε ως ζωγράφος και βιολιστής μα όταν αποφάσισε να κάνει οικογένεια έγινε διαφημιστής, και μάλιστα κορυφαίος. Έτσι, λοιπόν, φωτογράφιζε προϊόντα still life μα και διαφημιστικές καμπάνιες στην ύπαιθρο με μοντέλα με μια διοπτική Rolleiflex που μου κληροδότησε. Ο αείμνηστος Βύρωνας, ο κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερος αδελφός μου δε, πλημμύριζε καθημερινά το παιδικό μας δωμάτιο με ήχους από την αφρόκρεμα της επανάστασης του rock’n’roll, με μια δισκοθήκη-μάλαμα, μα και με το ερασιτεχνικό μουσικό σχήμα που διατηρούσε με συμμαθητές του από τη σχολή Μωραΐτη, με όργανα ακουστικά. Όμως και αυτός είχε μια Minolta με την οποία εξασκούσε τη φωτογραφική τέχνη πάνω μου, αφού κυριολεκτικά με έντυνε, με έστηνε και με έβαφε(!) cowboy ή ινδιάνο και άλλα πολλά, κατά βούληση.
Όντας γέννημα θρέμμα Αθηναίος -και δη της Πλατείας Καραμανλάκη- θεωρείς ότι η «γεωγραφία» έπαιξε και αυτή ρόλο στην κλήση σου στη μουσική;
Σε τεράστιο βαθμό! Η ευρύτερη περιοχή υπήρξε κυριολεκτικά μια από τις κοιτίδες της ντόπιας σκηνής του rock, γειτονιά και «πατρίδα» θρυλικών σχημάτων όπως οι MGC του Πουλικάκου, οι Σπυριδούλα, Apocalypsis, Nemesis κ.α. Σε απόσταση αναπνοής η Πλατεία Αμερικής και η Πλατεία Φωκίωνος Νέγρη, ένας τόπος γεμάτος rock clubs, live clubs, επαγγελματικά studios ηχογραφήσεων μα και ερασιτεχνικά προβάδικα που νοικιάζαμε και μονώναμε με χαρτόνινες αυγουλοθήκες, όπως και θρυλικές κινηματογραφικές αίθουσες όπως το «Φιλίπ», ο «Αχιλλέας», η «Άντζελα» λίγο πιο πέρα όπου κάθε Κυριακή πρωί έσφυζαν από ροκάδες για τις συναυλίες που ξεκίνησε τότε να διοργανώνει ο Νίκος Μαστοράκης.
Ποιοι ήταν οι μουσικοί μέντορες σου;
Ο Βύρωνας κυριολεκτικά καθόρισε καταρχάς ακούσια και στη συνέχεια εκούσια όλη μου τη ζωή με τις απίστευτα πολύτιμες μουσικές επιλογές του!
Γιατί ακούσια; Όντας πιτσιρικάς, ρούφηξα σα «στεγνό σφουγγάρι» τα έργα και τις ημέρες ιερών σχημάτων και καλλιτεχνών όπως οι Beatles, Rolling Stones, Cream, Hendrix, Santana, Wishbone Ash, Elton John, Simon & Garfunkel, Grand Funk, μα και των Μαρκόπουλου, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Σαββόπουλου, Λοΐζου κ.α. Μα σα να μην έφτανε αυτό, όπως προανέφερα, ήμουν ο μόνος από την οικογένεια που είχε free pass ή access all areas όταν τζαμάριζαν και διασκεύαζαν τους ήρωες τους αυτός και οι συμμαθητές του.
Γιατί εκούσια; Με το που μεγάλωσα λιγάκι, Χριστούγεννα του ‘77, με πήρε από το χέρι και πήγαμε στα δισκάδικα του κέντρου της Αθήνας όπου μου έκανε δώρο τα εξής κομβικά έως και μνημειώδη albums: Help (The Beatles), Gimme Shelter (The Rolling Stones), The Rockin’ Days (Elvis Presley), ένα Best Of του Wilson Pickett, ένα Best Of του Jimi Hendrix, και το Περιβόλι του Τρελού του Διονύση Σαββόπουλου. Κάθε τόσο τα βάζω να γυρίσουν στο πικ-απ και χαζεύω την αφιέρωση του εκλιπόντα πια, ειδικά μετά τον πρόωρο χαμό του το 2017… Όμως πολύ σύντομα ακολούθησε και δεύτερος σημαντικότατος καθοδηγητής, ο παιδικός μου φίλος ο Φωκίωνας που προηγείτο ηλικιακά τέσσερα χρόνια-ειδοποιός διαφορά τότε!
Αυτός λοιπόν ο άκρως ενημερωμένος γείτονας με έμπασε μια για πάντα στο progressive rock (Manfred Mann’s Earth Band, Genesis, Camel, Yes, King Crimson), τη jazz rock fusion (Mahavishnu Orchestra, Return to Forever), και το hard rock (Deep Purple, Kiss, Blue Oyster Cult), δυο πολυκατοικίες πιο πάνω οι μουσικές μαζώξεις μας. Μα σα να μην έφταναν όλα αυτά, ήταν αυτός που με έχωσε στον μαγικό κόσμο των αυτοσχεδιαστικών βραδιών με το αυτοσαρκαζόμενο σχήμα των Apohetefsis, αρχικά στον υπόγειο «τάφο» (έτσι αποκαλούσαμε το πρώτο μας προβάδικο) και μετά στην θρυλική «Ροπή» (πρώην φροντιστήριο θετικών επιστημών που μεταμορφώθηκε σε rehearsal multiplex εποχής). Υπήρξα το λοιπόν για κάνα χρόνο μόνο δειλά-δειλά τραγουδιστής, μα από τα δεκατρία μου κιόλας αναζήτησα τις χαμηλές συχνότητες και τον ενωτικό, γεφυροποιό και θεμελιώδη χαρακτήρα του ηλεκτρικού μπάσου.
Η πρώτη συναυλία που κάλυψες ως φωτογράφος;
Ήταν 12 Φεβρουαρίου του 1989 που πάντρεψα επιτέλους τα δυο διακαή μου πάθη: Μουσική & Φωτογραφία, μετρώντας ήδη έξη χρόνια πορείας. Ήταν στην επεισοδιακή συναυλία του αείμνηστου Johnny Thunders (New York Dolls) που έγινε στο ιστορικό Tessera Club του φίλτατου Τάκη Γκοβόστη. Για όσους δε γνωρίζουν, ο Τάκης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους drummers της Ελλάδας για τους σημαντικότερους μουσικοσυνθέτες των 60’ς-70’ς περιοδεύοντας παγκοσμίως, μα και ένας από τους πρωτοπόρους του Ήχου και της Εικόνας, δημιουργώντας αυτό τον μοναδικό Quadraphonic χώρο…
Όμως όπως όλοι όσοι έχουν όραμα και πρωτοπορούν στην Ψωροκώσταινα, έτσι κι αυτός «έχαιρε» θερμού και ψυχρού πολέμου από τους «καταξιωμένους» διοργανωτές συναυλιών μα και τους ιδιοκτήτες συναυλιακών χώρων που καιροφυλακτούσαν «προστατεύοντας» το μονοπώλιο τους, ως που αναγκάστηκε σύντομα να μεταμορφώσει το παλιό σινεμά αρχικά σε κραταιό dance club και κατόπιν σε ναό του Striptease… Ήταν αυτή λοιπόν η πρώτη μου φορά λοιπόν που μπήκα στα photo pits σε rock’n’roll συναυλία. Κι από τότε τα θεωρώ…home sweet home.
Δεν μετρώ ως πρώτη κείνη του 1984 που φωτογράφισα τον Billy Ocean σε discotheque της Αθήνας, αφού ήταν με flash e.t.c. Δεν υπολογίζω ούτε καν την μνημειώδη συναυλία-αφιέρωμα στο Μάνο Λοΐζο που δόθηκε μετά θάνατον στο Ολυμπιακό Στάδιο την Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 1985 και κράτησε 3,5 περίπου ώρες, παρότι ήμουν ο νεότερος πάνω στη σκηνή μαζί με δυο-τρεις ακόμη τυχερούς βετεράνους φωτορεπόρτερς. Είχα μάλιστα την τιμή να με προσκαλέσει η γυναίκα του αείμνηστου συνθέτη σπίτι τους για να της δώσω τα καλύτερα slides μου που, ίσως, κοσμούν την ζωντανή ηχογράφηση της ΜΙΝΟΣ-ΕΜΙ. Slides παρακαλώ. Τα αδίστακτα slides που δε συγχωρούν το παραμικρό λάθος στο φωτογράφο. Και ως πανάκριβα films, κάθε σου κλικ έπρεπε να αποδώσει τα μέγιστα, με manual focus, manual everything, με NIKON FM2… Πόσο τυχερός; Σχολείο!
Όπως υπήρξα τυχερός που η τότε κοπέλα μου, η γνωστή και μη εξαιρετέα Jane Σαμπανίκου, όντας συντάκτρια του αγαπημένου μου Metal Hammer μου έκλεισε ραντεβού to 1991 με τον πλέον φίλτατο Χάρη Καραολίδη, το διευθυντή του περιοδικού. Αυτό ήταν. Ο κύβος ερρίφθη. Η πόρτα αυτή με έβαλε στην Μουσικοεκδοτική Α.Ε. και ήταν θέμα εβδομάδων να ανοίξω πλέον μόνος μου τις αντίστοιχες του από πάνω ορόφου: Του ΠΟΠ&ΡΟΚ, του ΠοπΚόρν και αργότερα έγινε μόνιμος φωτογράφος στο Δίφωνο και το πολυαγαπημένο μου ZOO…
Blood, Sweat & Tears: Τούτο λοιπόν το τρίδυμο που η ομώνυμη, λατρεμένη μπάντα της Νέας Υόρκης επέλεξε ως σημαία, είναι εδώ και 30 χρόνια και δική μου «σημαία», αφού ψάχνω ακόμη να παγώσω-αιχμαλωτίσω μοναδικές στιγμές καλλιτεχνικής έκφρασης επί σκηνής. Και αυτές, κακά τα ψέματα, τις χαρίζει απλόχερα αυτό που ξεκίνησε από τους ορυζώνες και τα βαμβακοχώραφα των ΗΠΑ και έχει φτάσει έως και να βρυχάται βδελυρά (βλέπε extreme metal).»
Πόσες συναυλίες ακολούθησαν;
Εφόσον ξεκίνησα 30 χρόνια πριν με ρυθμούς που (για τα εικοσιπέντε από αυτά) με ήθελαν κατά μέσον όρο τρεις με τέσσερεις φορές την εβδομάδα στα λαϊβάδικα και κάθε καλοκαίρι σε διεθνή και εγχώρια φεστιβάλ όπου συμμετέχουν δεκάδες σχήματα, έχω απαθανατίσει κυριολεκτικά χιλιάδες ονόματα, και αρκετά από αυτά, όπως π.χ. οι Saxon, πάνω από δεκαπέντε φορές. Κάνε τον πολλαπλασιασμό!
Ποιες είναι οι live εμφανίσεις που έχεις καλύψει και έχουν αποτυπωθεί εντονότερα στη μνήμη σου και γιατί;
Είναι πάρα πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω κάποιες ως κομβικές για τα γούστα μου, αφού έχω βιώσει απίστευτες νύχτες και ταξίδια … Οπότε θα επιλέξω κάποιες από εκείνες που άνοιξαν τη βρύση των ματιών μου ή δοκίμασαν τα όρια των φωνητικών χορδών μου κι πήγα για ύπνο βραχνιασμένος.
Πρώτη-πρώτη βάζω κείνη των λατρεμένων μου Camel στις 14 Οκτωβρίου του 2000. Χίλια πεντακόσια άτομα, sold-out, οι μισοί κλαίγαμε, μαζί με τον ανυπέρβλητο Andrew Latimer από σκηνής. AC/DC στο Wembley Arena του Λονδίνου δυο μήνες αργότερα, και την επανένωση της αυθεντικής σύνθεσης των Black Sabbath αρχές Δεκεμβρίου του 1997 στην έδρα τους, στο NEC Arena του Birmingham! Θα πω αμέσως μετά τρεις από τις πρώτες της ζωής μου που με σημάδεψαν: Rory Gallagher, Dr.Feelgood & Billy Cobham (1981). Από το Ρόδον θα διαλέξω με το πιστόλι στον κρόταφο τις συναυλίες της αυθεντικής σύνθεσης των Wishbone Ash (1988), Keziah Jones (1992), John Campbell (1993), Accept (1993), Porcupine Tree & Paul Rodgers (1995). Και με μεγάλο ζόρι, αφήνοντας έξω πάμπολλες αγαπημένες, θα κλείσω με τις βραδιές των Thunder (London Astoria 2003), της Shirley Bassey στο Λυκαβηττό, την πρώτη της παρουσίασης του The Wall από τον Roger Waters στο κλειστό του Ο.Α.Κ.Α. και των τριών ανατριχιαστικών εμφανίσεων των Black Sabbath στη χώρα μας, μια με τον Ozzy και δυο με τον αείμνηστο Ronnie. Τέλος, το κορυφαίο διεθνές φεστιβάλ μέχρι σήμερα που τρύπωσε μια για πάντα στην καρδιά μου είναι το High Voltage Festival στο Victoria Park του Λονδίνου το Καλοκαίρι του 2010.»
Αντίστοιχα, από τους εκατοντάδες καλλιτέχνες που έχεις φωτογραφίσει ποιοι είναι αυτοί που ξεχώρισες;
Για την βαθιά τους ευγένεια και ταπεινοφροσύνη, θα πω εύκολα τους Andrew Latimer (Camel), Jon Lord (Deep Purple, Whitesnake e.t.c.), Peter Hammill (Van Der Graaf Generator) και Ronnie James Dio (Rainbow, Black Sabbath). Υπήρξαν (ο γηραιός Peter ως και σήμερα) ζωντανό παράδειγμα του ότι, όποιος είναι πράγματι χαρισματικός, πατά γερά τα πόδια του στη γη και νιώθει ευγνώμων χαρίζοντας απλόχερα αγάπη.
Ποιος είναι ο συναυλιακός χώρος που έχεις ξεχωρίσει όλα αυτά τα χρόνια της ενασχόλησης σου με τη φωτογραφία;
Το Ρόδον υπήρξε τεράστιο κεφάλαιο της εγχώριας μουσικής ψυχαγωγίας χαρίζοντάς μας βραδιές μνημειώδεις σαν κι αυτές που προανέφερα! Μάλιστα, στο ιστορικό και πλέον συλλεκτικό λεύκωμα που εξέδωσε η Άνωση του Φώτη Μπόμπολα με το που έκλεισε ο χώρος, 138 φωτογραφίες είναι δικές μου, πάνω από τις μισές. Μα όπως συμβαίνει πάντα με κάθε τι που «πεθαίνει πρόωρα», έχει εξιδανικευτεί επισκιάζοντας χώρους ανάλογης προσφοράς, όπως το πανέμορφο Θέατρο Λυκαβηττού που δυστυχώς εδώ και χρόνια παραμένει κλειστό λόγω αντιμαχόμενων συμφερόντων.
Γιατί, τι ζήσαμε στο κλειστό του Σπόρτινγκ κι ας μας ήθελε η κάκιστη ηχητική του με ένα κεφάλι καζάνι. Το μακροβιότερο και ιστορικό ΑΝ; Το θρυλικό Κύτταρο; Το μεταγενέστερο μα επιμένων Gagarin 205; Το Αθηνά Live, ο ναός του fusion; Βέβαια ως φωτογράφος, ανέκαθεν αγαπούσα κείνους τους χώρους που είχαν καλό φωτιστή, άρα και φωτισμό, να τα λέμε και αυτά!
Υπήρξε ποτέ η σκέψη να εγκαταλείψεις την Ελλάδα και να εργαστείς ως σε κάποια άλλη χώρα, περισσότερο «καλλιεργημένη» μουσικά;
Μια και δυο; Εδώ και τρεις δεκαετίες που έκανα την τρέλα μου επάγγελμα έχω ερωτηθεί πάμπολλες φορές από φίλους μα και άγνωστους, καλοπροαίρετους αναγνώστες των περιοδικών που υπήρξα μόνιμος φωτογράφος. Οι ευκαιρίες στις Η.Π.Α., την Μ. Βρετανία μα και στην κλασικοροκάδικη Γερμανία θα ήταν για μένα υπερπολλαπλάσιες, αφού θα είχα τους εισαγόμενους ήρωές μου έξω από την πόρτα μου όπως είχα εδώ τον Πούλικα, τον Σπαθα, το Σιδηρόπουλο και τους Σπυρόπουλους, κι όχι ως εκπρόσωπος ναι μεν των σημαντικότερων μουσικών εντύπων της χώρας μας, μα του φτωχού σε πωλήσεις Ελληνιστάν… Τι με κράτησε εδώ, ε; Οι λατρεμένοι μου φίλοι, η εκάστοτε εκλεκτή της καρδιάς μου, η γαμημένη μοναδική φυσική ομορφιά του τόπου μας -το «φιλέτο» της υδρογείου- και ναι, τα όσα πανέμορφα όνειρά μου άγγιξα παραμένοντας στα Πατήσια.
Πιστεύεις ότι έχει παρέλθει η εποχή του καλού ροκ για την Ελλάδα;
Από πού και ως πού; Μπορεί να μοιάζει πως έχουν «ειπωθεί» πλέον όλα μετά από πενήντα χρόνια προσφοράς, μπορεί και εγώ ο ίδιος να βάζω διαρκώς στο πλατό το ανεπανάληπτο «Σε Άλλους Κόσμους» του αυθεντικού Ηρακλή Τριανταφυλλίδη από τα 1974 παρά να ψαχτώ στην μπάντα των FM, όμως αυτό με τίποτα δε σημαίνει πως πέθανε η ελπίδα για εμπνευσμένη καλλιτεχνική έκφραση, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Ίσα-ίσα. Για αυτήν ακριβώς ανυπομονώ! Για την επόμενη έκπληξη, για άλλη μια ανατριχίλα!
Ποια είναι τα ελληνικά συγκροτήματα που είδες;
Λόγω ηλικίας, οι μόνοι που δεν πρόλαβα να απολαύσω και ζηλεύω θανάσιμα όποιον πρόλαβε είναι οι Aphrodite’s Child και οι PLJ Band! Και δεν είναι μόνο τα 25 συναπτά έτη στα κραταιά μουσικά περιοδικά που μου το χάρισαν όλο αυτό! Είναι και ότι το ένα φέρνει το άλλο, πράγμα που με θέλει να έχω συνεργαστεί για δισκογραφικές κυκλοφορίες δεκάδων ντόπιων καλλιτεχνών και σχημάτων, από τους Socrates έως και τους Rotting Christ, από τους Spitfire και τους Human Touch έως τους Πυξ Λαξ και το Σαββόπουλο. Είναι τέλος και το ότι υπήρξα μπασίστας σε γηγενή σχήματα που συμμετείχαν σε ομοσπονδίες συγκροτημάτων (Μου.Συν.Κα και Α.Ε.ΤΑ) που θεμελίωσαν μορφές όπως ο Ηρακλής Τριανταφυλλίδης και ο Άσιμος, με τους οποίους παίζαμε μαζί σε φεστιβάλ, κάναμε συνελεύσεις και γιορτές… Πόσο ευγνώμων μπορώ να νιώθω έχοντας μεταξύ άλλων ανοίξει με τους Mirage το show για τον Σιδηρόπουλο στο Rodeo Club το 1985;
Εκτός από συναυλίες, όμως, έχεις ασχοληθεί και με την επικαιρότητα, εργαζόμενος ως φωτορεπόρτερ επί σειρά ετών για ΜΜΕ. Ποια είναι τα φωτορεπορτάζ που σε συγκλόνισαν;
Τι να πρωτοδιαλέξω πάλι από το 1983 μέχρι σήμερα; Σίγουρα όλες οι τραγικές καταστροφές -φωτιές, σεισμοί, πλημμύρες- με ήθελαν παγωμένο πίσω από το σκόπευτρο, με την φωτογραφική μηχανή να «προστατεύει» τα γόνατά μου από το να λυγίσουν… Όμως κάποιες φορές -μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού- έχω ειλικρινά πλαντάξει στο κλάμα μπροστά στο μεγαλείο της ανθρωπιάς, με πιο πρόσφατη αυτή στο Γηροκομείο Αθηνών με την φίλτατη Εύη Απολλωνάτου δίπλα μου να ζει μια απ’ τα ίδια… Έλα. Για να το ελαφρύνω λιγάκι, η κάλυψη των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας του αείμνηστου Αγγελόπουλου (Η Σκόνη του Χρόνου) στην πρώην Αμερικάνικη βάση του Ελληνικού, είναι πράγματι θησαυρός ξεχωριστός για μένα.
Πέρα από τις εκατομμύρια φωτογραφίες που έχεις τραβήξει σε συναυλίες, έχεις πραγματοποιήσει και έναν εξίσου εντυπωσιακό αριθμό συνεντεύξεων. Μίλησε μας και για αυτή την επαγγελματική εμπειρία σου.
Άλλο ένα όνειρο μου που αγγίχτηκε, πράγματι… Ξεκινώντας το διττό μου ρόλο (συντάκτης και φωτογράφος) στο θρυλικό ΠΟΠ & ΡΟΚ μα και στο μακροβιότερο περιοδικό της Ελλάδας, το αειθαλές Metal Hammer στα 1993-94, απέκτησα άλλο ένα συλλεκτικό χούι: Να εκμαιεύω ανείπωτες ιστορίες από τους παιδικούς μου ήρωες! Αποτέλεσμα; Σήμερα μετρώ 619 συνεντεύξεις με μουσικοσυνθέτες της ηλεκτροδοτούμενης μουσικής, με έμφαση στο hard & heavy rock μα και τη jazz-fusion. Κάποια στιγμή πίστεψα πως είχα ξεπεράσει τις χίλιες, μα η πρόσφατη ψηφιοποίηση/ αρχειοθέτηση τους μου επέδειξε το παραπάνω νούμερο. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος συνάδελφος στη χώρα μας με τόσες, μα το Θεό. Μακάρι!
Υπάρχει στα σχέδια σου το ενδεχόμενο να εκδόσεις κάποιο έργο με τις εμπειρίες σου πίσω από την κάμερα;
Αυτό που έχω βάλει, λοιπόν, στα σκαριά εδώ και κάνα χρόνο είναι να δημοσιοποιηθεί όλος αυτός ο κρυφός θησαυρός, εγκυκλοπαιδικός (συνεντεύξεις) μα και φωτογραφικός, σε ένα πρώτο Αγγλόφωνο λεύκωμα από διεθνή εκδοτικό οίκο επονομαζόμενο One by One, όπως ονομαζόταν η μόνιμη στήλη μου στο Metal Hammer. Ιδού λοιπόν γιατί δεν τα έχω καταφέρει ακόμη. Το ονειρεύομαι διεθνές όχι από στεγνή φιλοδοξία, μα αφού είναι διεθνείς και όσοι το αποτελούν, ήτοι και το κοινό τους παρέα με το Ελληνικό! Όμως τα γρανάζια των εξειδικευμένων ατζέντηδων της Μ. Βρετανίας απαιτούν να περάσεις πρώτα από το κατώφλι τους αν θες να τα καταφέρεις… Ίδωμεν. Το σίγουρο είναι ένα: Δεν θα σηκώσω τα χέρια ψηλά όσο ζω!
Θεωρείς ότι το να κάνεις την καψούρα σου επάγγελμα είναι ένας από τους δρόμους προς την ευτυχία;
101%! Μα τι να λέμε, τα αυτονόητα; Με το που ξεκίνησα τη συναυλιακή φωτοειδησεογραφία έλυσα μια για πάντα το λουράκι του ρολογιού μου και το παρόπλισα, ούτε ξέρω πού είναι!
Ας πάμε και στα βινύλια… Πόσα κομμάτια αριθμεί η συλλογή σου και για ποια από αυτά είσαι περισσότερο υπερήφανος;
Έφτασα αισίως τα 7.422 βινύλια, έτσι ο τοίχος του σαλονιού μου έπηξε και ο φίλος μου ο καλός ο Κώστας, ο ξυλουργός, μου έφτιαξε άλλα δυο έπιπλα στην κρεβατοκάμαρα… Συν 11.099 cds.
Υπερήφανος; Αν πω πως είμαι για όλα τους περήφανος πειράζει; Μα για σκέψου: Αν ως αγοράκι κάπνιζα ένα πακέτο τσιγάρα τη μέρα από τα δεκαπέντε-δεκαέξι μου και το συνόδευα ως είθισται με ένα καφέ, και λίγα λέω, έβγαλα τη δισκοθήκη μου μα το Θεό!
Οκ, θα πω έναν για τον οποίο πραγματικά είμαι πολύ χαρούμενος, μα και περήφανος. Το συλλεκτικό Spiral Circus (500 αριθμημένα αντίτυπα παγκοσμίως) των πολυαγαπημένων μου Porcupine Tree για λόγους πολλούς. Πρώτα από όλα, ήταν η πρώτη μου διεθνής συνεργασία για επίσημη κυκλοφορία, αφού η εικόνα του εξωφύλλου είναι δική μου, από την πρώτη τους επίσκεψη στην Ελλάδα, επί σκηνής του Ρόδον. Έτσι λοιπόν το έχω υπογεγραμμένο από όλα τα μέλη της «αυθεντικής» τους σύνθεσης, μαζί με ευχαριστήρια επιστολή του Richard Allen, του ιδιοκτήτη της Delerium Records. Και εφόσον διεθνώς εκτιμάται από 550 ως και 800 ευρώ, με όλα τα παραπάνω καταντά ανεκτίμητος και αντικειμενικά.
Αγαπημένες μπάντες;
Άντε λοιπόν, πάλι με το πιστόλι στον κρόταφο όπως συνηθίζω να λέω σε τέτοιες περιπτώσεις, επιλέγω Beatles, Stevie Ray Vaughan, Camel. AC/DC, Pink Floyd, Black Sabbath, Kansas, Frank Marino & Mahogany Rush και σταματώ με χειρόφρενο.
Ανάμεσα σε όλα τα άλλα είσαι και ιδρυτικό μέλος των συγκροτημάτων What’s the Buzz?, Infidel & Double Treat. Θεωρείς εαυτόν μουσικό, συλλέκτη, καλλιτέχνη ή απλώς ροκά;
Ναι, τα παραπάνω σχήματα είναι αυτά με τα οποία αισίως δισκογράφησα μέχρι σήμερα, ως μπασίστας και ιδρυτικό τους μέλος. Ευλογία και χαρές. Όμως πέρα από τους πρωτόλειους Apohetefsis που προανέφερα, υπήρξα και μέλος των Mirage του φίλτατου Σοφοκλή Παππά που συνεχίζει το δρόμο του ως εμπειρότατος παραγωγός και ενορχηστρωτής, όπως και των Time Out του αείμνηστου Γιάννη Ζεντέλη στον Κολωνό, που αργότερα υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες και παραγωγούς διαφημιστικών jingles.
Όσο για το δεύτερο σκέλος της ερώτησης…αυτό που έχει δείξει η όλη φάση ως σήμερα είναι πως επέλεξα ως κοινό παρονομαστή όλων των εκφάνσεων της ζωής μου τη μουσική. Αυτό. Μουσική παντού και πάντα, σε κάθε της έκφανση, είτε ερασιτεχνικά, είτε ημιεπαγγελματικά, είτε εντελώς βιοποριστικά.
Έτσι παίζω μουσική με «φωνή» μου το μπάσο, έχω συνθέσει αρκετά τραγούδια μα έχω συγγράψει ελάχιστους στίχους, επιλέγω μουσικές σε rock clubs ως dj από το 1990, έχω κάνει λίγο ραδιόφωνο, γράφω για μουσική σε έντυπα και websites έχοντας πλέον και το δικό μου στέκι, μιλώ για μουσική με μορφές του χώρου της rock μέσα από συνεντεύξεις, φωτογραφίζω μουσική επί σκηνής μα και σε studio/outdoor sessions, συλλέγω μουσική, και την ακούω σε βάση καθημερινή ωσάν ψυχοθεραπεία… Music Over My Head που λέει και το αγαπημένο άσμα των King’s X.
Δεν είναι λοιπόν υπερβολή να πούμε ότι η μουσική είναι η ζωή σου… Εκτός από τη rock’n’roll, ποια είναι η σχέση σου με τα άλλα δύο στοιχεία του τρίπτυχου Sex, Drugs and Rock n’ Roll;
Τα δύσκολα για το τέλος, ε; (γέλια) Όμως πάω πάσο, αφού το έχω επιχειρήσει κι εγώ αρκετές φορές! Λοιπόν. Όσο απέχω από το δεύτερο συνθετικό του, όχι μόνο εκ πεποιθήσεως, μα και εφόσον δεν υπήρξα ούτε μια μέρα καπνιστής ώστε να αντέχω π.χ. τουλάχιστον τη φούντα, στον αντίποδα θα έλεγα πως έχω αφεθεί πολλάκις στην παραζάλη του Έρωτα… Με πάθος. Μα μονογαμικά! Με ένα τρόπο λοιπόν εντελώς διαφορετικό από κείνον του Lemmy, του Jagger, του Simmons, που αντιπροσωπεύουν τούτο το τρίπτυχο ολοσχερώς!
Πως θα προσδιόριζες τον «rock τρόπο ζωής»;
Αλήθεια τώρα, υπάρχει προσδιορισμός ικανός να σκιαγραφήσει έστω και περιφραστικά κάτι τόσο (εν τέλει) υποκειμενικό; Για την γλυκύτατη κυρία Φερίκολγου από την Πόλη που μένει με τον γιό της στον τρίτο όροφο είναι φαντάζομαι πολύ rock που με βλέπει ακόμη ανύπαντρο, να παίζω σε συγκροτήματα, να μαζεύω φίλους καλούς και να ακούμε τσίτα μουσική, να καβαλώ καθημερινά τη μοτοσυκλέτα μου και όπου φύγει-φύγει με αέρα στα -ασημένια πια- μαλλιά μου. Την ίδια στιγμή ο Mick θα με κοιτούσε και θα έβλεπε ένα λούτρινο γατάκι! Άρα; Είναι για κάποιο λόγο rock το δερμάτινο μπουφάν και το τσιγαριλίκι από μόνα τους, ακουμπισμένα στην κρεμάστρα και το τασάκι; Ή πάλι όποιος τα χειρίζεται ορθά γίνεται αυτομάτως rock’n’roller;
Παρόλα αυτά, αν πρέπει να απαντήσω (καταρχάς στον ίδιο μου τον εαυτό), θα πω πως rock τρόπος ζωής ίσως είναι τελικά το να αντιστέκεσαι στον καθησυχασμό! Να ξεβολεύεσαι διαρκώς και να ξεβολεύεις όποιον το χρειάζεται και στο ζητά. Και να αυτοσαρκάζεσαι.
Ραντεβού, λοιπόν, στο επερχόμενο θερμό συναυλιακό καλοκαίρι…
Για κάθε ενδιαφερόμενο, ιδού οι ιστότοποι που αφορούν τα συμφραζόμενα:
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις