Η ΝΔ κρατά τα κλειδιά του πολιτικού σκηνικού, αλλά η κοινωνία περιμένει περισσότερα
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δείχνει, προς το παρόν, να διατηρεί τον έλεγχο των ρυθμών των πολιτικών εξελίξεων και να μεθοδεύει μια συνολική αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού
- Washington Post: Αιμοραγεί ο Ισραηλινός στρατός – «Προτιμώ την οικογένειά μου από τον πόλεμο»
- Διακινούσαν υλικό παιδικής πορνογραφίας στο διαδίκτυο - Πλάνα σοκ με κακοποίηση νηπίων
- Τι αλλάζει στην παγκόσμια οικονομία - Πώς διαμορφώνεται το νέο μοντέλο
- Ακρίτα: Αν εκλεγεί ο Πολάκης, θα παραδώσω την έδρα στον ΣΥΡΙΖΑ και θα πάω σπίτι μου
Η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να προτείνει την Πρόεδρο του ΣτΕ Αικατερίνη Σακελλαροπούλου για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας συνιστά άλλο ένα βήμα στην προσπάθεια αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού και εμπέδωσης του πολιτικού συσχετισμού που διαμορφώθηκε στις βουλευτικές εκλογές του καλοκαιριού.
Με την επιλογή αυτή ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιδιώκει διάφορες σκοπιμότητες. Προτείνει μια προσωπικότητα, που αποπνέει μια «κεντρώα» χροιά (οι θέσεις της ως δικαστικού είχαν μια σταθερή «ενδοσυστημική» κατεύθυνση), που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παραταξιακή της ΝΔ, που δημιουργεί δυσκολία στο ΚΙΝΑΛ και τον ΣΥΡΙΖΑ εάν δεν την υπερψηφίσουν.
Ξεμπερδεύει με την πίεση από τα ιστορικά ρεύματα στη ΝΔ, ας πούμε σχηματικά τις προσπάθειες συσπείρωσης γύρω από το πρόσωπο του Κώστα Καραμανλή και του Αντώνη Σαμαρά, αποφεύγοντας την πρόκληση να πρέπει να επιλέξει τους μεν και να δυσαρεστήσει τους δε, στέλνοντας ταυτόχρονα και το μήνυμα ότι αυτός τελικά θα σφραγίσει τη φυσιογνωμία της Νέας Δημοκρατίας στον 21ο αιώνα σε μια παραλλαγή (νέο)φιλελεύθερου κέντρου. Εξισορροπεί το θόρυβο από μια πιο σκληρή (και συντηρητική εκδοχή) δεξιάς που κατά καιρούς βγαίνει στο προσκήνιο, επιλέγοντας, για πρώτη φορά γυναίκα για ΠτΔ.
Την ίδια στιγμή κατάφερε μην ανοίγοντας τα χαρτιά μέχρις ότου το έκρινε ο ίδιος σκόπιμο, να αφήσει τόσο τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΚΙΝΑΛ να εγκλωβιστούν στις δικές τους επιλογές.
Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ θεώρησε ότι προτείνοντας τον Προκόπη Παυλόπουλο ασκούσε πίεση στη κυβέρνηση, παραβλέποντας ότι ίσως και λόγω συγκυρία ο νυν ΠτΔ δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει το προφίλ του Προέδρου που ένα κόμμα δεν μπορεί να αρνηθεί (κάτι που για παράδειγμα είχε καταφέρει ο Κ. Στεφανόπουλος το 2000) και άρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορούσε χωρίς κόστος να επιλέξει άλλη υποψηφιότητα.
Το δε ΚΙΝΑΛ πρόβαλε μεν την αντίληψη του «κεντροαριστερού» Προέδρου, παρουσιάζοντας το όμως λιγότερο ως συναινετική λύση και περισσότερο ως εφαλτήριο της δικής του επιστροφής ή και δικαίωσης, εξ ου και η διαρροή ονομάτων που εξαιτίας της άμεσης πολιτικής εμπλοκής τους στις μεγάλες πολώσεις της δεκαετίας που μόλις τελείωσε δύσκολα θα μπορούσαν να έχουν «προεδρικό προφίλ».
Αποτέλεσμα αυτού του εγκλωβισμού ότι αντί να ασκήσουν τελικά πίεση, απλώς σπεύδουν να προσυπογράψουν την επιλογή του πρωθυπουργού για την προεδρία.
Και βέβαια θετικό για τον πρωθυπουργό συνεπακόλουθο ότι η κυβέρνησή του έχει τη δυνατότητα να ορίσει και την ηγεσία και του ΣτΕ, μία παράμετρος πάντα κρίσιμη στην άσκηση κυβερνητικής εξουσίας.
Ο έλεγχος του πολιτικού χρόνου
Την ίδια στιγμή ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε ότι μπορεί ακόμη να ελέγχει τους ρυθμούς της πολιτικής δημοσιότητας. Επιταχύνοντας την ανακοίνωση της υποψηφιότητας της κ. Σακελλαροπούλου κατάφερε να διαμορφώσει αυτός και όχι η αντιπολίτευση την ατζέντα των επόμενων εβδομάδων, δίνοντας και πάλι αυτός το βηματισμό.
Προφανώς και στη σκέψη του επιτελείου του μέτρηση και μια επιθυμία να στραφούν οι προβολείς της δημοσιότητας τόσο από το μεταναστευτικό, όπου οι συνεχείς αλλαγές των βασικών αρμοδιοτήτων για το μεταναστευτικό θα μπορούσαν να θεωρηθούν εάν όχι αποτυχία, σίγουρα πραγματική δυσκολία (και έλλειψη προετοιμασίας), όσο και από το πραγματικά δύσβατο τοπίο των διεθνών σχέσεων με την αναβάθμιση της κλίμακας και έντασης των τουρκικών «προβολών ισχύος».
Όμως, η θεωρία του «επικοινωνιακού αντιπερισπασμού» που προάγει κυρίως η αντιπολίτευση, κινδυνεύει να χάσει την πιο συνολική διάσταση της απόπειρα ελέγχου του συνολικού πολιτικού βηματισμού.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, που προφανώς και έχει συναντήσει αρκετές δυσκολίες και δεν έχει τηρήσει το σύνολο των δεσμεύσεών της, έχει καταφέρει να ορίζει την ακολουθία των βημάτων, προκρίνοντας εκείνες τις επιλογές που μπορούν να διαμορφώσουν το αφήγημα της «νέας κανονικότητας».
Πέρασε τις αλλαγές με το επιτελικό κράτος, ακόμη και εάν η πρακτική αποτελεσματικότητα μένει να αποδεχτεί. Έκανε τις αλλαγές στον ποινικό κώδικα για να δείξει ότι τηρεί τις δεσμεύσει που είχε πάρει για μεγαλύτερη έμφαση σε πολιτικές «νόμου και τάξης». Έκανε αλλαγές στη φορολογία που είχαν και χαρακτήρα ελάφρυνσης ενώ έδωσε και τη δική του παραλλαγή «κοινωνικού μερίσματος». Τυπικά ολοκλήρωσε τις θεσμικές πλευρές των επενδύσεων τύπου Ελληνικού (ανεξαρτήτως του κινδύνου να μπουν για ένα διάστημα στο πλέγμα των δικαστικών αντεγκλήσεων).
Ολοκλήρωσε τη Συνταγματική Αναθεώρηση εξασφαλίζοντας αυτά που ήθελε σε σχέση με την εκλογή ΠτΔ και την ψήφο των εκτός επικράτειας εκλογέων, ενώ πέρασε με την απαιτούμενη πλειοψηφία το πρώτο νομοσχέδιο που θεσπίζει την ψήφο των αποδήμων, έστω και με περιορισμούς. Ετοιμάζεται να περάσει τον εκλογικό νόμο, λύνει χωρίς κόστος το θέμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Παράλληλα, φέρνει αλλαγές στο ασφαλιστικό με τέτοιο τρόπο που θα θεωρηθούν βελτίωση της σημερινής κατάστασης.
Στα θέματα της Παιδείας, όπου είχε και τις εντονότερες αντιδράσεις, φαίνεται ότι η κ. Κεραμέως θα φέρει τμηματικά τις αλλαγές στα πανεπιστήμια για να μπορέσει να χειριστεί και τις αντιδράσεις, την ώρα που μπορεί να υπάρχει ο θόρυβος για τη ρύθμιση που κάνει δεκτά τα πτυχία των Κολεγίων, όμως την ίδια στιγμή έχουμε την πρώτη προκήρυξη για μόνιμους διορισμούς στην εκπαίδευση μετά από πολλά χρόνια.
Ακόμη και στα εθνικά θέματα, όπου οι κίνδυνοι δείχνουν πραγματικοί και μεγαλύτεροι ο κ. Μητσοτάκης, ανεξαρτήτως τακτικών χειρισμών του ΣΥΡΙΖΑ, δεν αντιμετωπίζει από την αξιωματική αντιπολίτευση σοβαρή διαφωνία ούτε ως προς τον πυρήνα της αναβάθμισης των σχέσεων με τις ΗΠΑ ούτε ως προς την επιλογή συμπόρευσης με το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Μια πολιτική προσαρμοσμένη στην εποχή των «μειωμένων προσδοκιών»
Προφανώς και όλα αυτά δεν παραπέμπουν σε μεγάλες ανατροπές ούτε σε μια ραγδαία βελτίωση της κατάστασης της κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμη και η υποχώρηση της ανεργίας συνεχίζεται με το σταθερό ρυθμό των προηγούμενων χρόνων.
Όμως, όπως έχει γραφτεί συχνά είμαστε στην εποχή των μειωμένων προσδοκιών. Η ελληνική κοινωνία δείχνει να μην εμπνέεται ούτε από μεγάλα οράματα ευημερία, που γκρεμίστηκαν στην περίοδο της κρίσης, ούτε από σχέδια πολιτικής ανατροπής, που ηττήθηκαν το 2015. Σε αυτή την επιθυμία κυρίως τα πράγματα να μην γίνονται χειρότερα και απλώς να υπάρχουν μικρές επιμέρους διορθώσεις, ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε αυτή την πρώτη φάση δείχνει να ανταποκρίνεται και αυτό μπορεί να εξηγήσει και γιατί κατέχει μια κυρίαρχη θέση στο πολιτικό σκηνικό.
Η επιθυμία πολιτικής σταθεροποίησης
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν δείχνει μόνο να θέλει να κυριαρχήσει σε αυτό το σκηνικό, θέλει και να το προσαρμόσει στη δική του κατεύθυνση.
Η μετατόπιση της συζήτησης προς το Κέντρο, με το τελευταίο να ορίζεται ως μίγμα οικονομίας της αγοράς, κοινοβουλευτισμού, ευρωπαϊσμού και ατλαντισμού, η έμφαση σε έναν νέο τεχνοκρατισμό (ανεξαρτήτως της πραγματικής τεχνικής αποτελεσματικότητας) και η λογική της υπέρβασης των προηγούμενων πολώσεων και των προηγούμενων παραλλαγών «ακραίων τοποθετήσεων», είναι οι βασικές παράμετροι της μετατόπισης που μπορεί να επάγει.
Αυτή με τη σειρά της συμπίπτει, ανεξαρτήτως ρητορικών εξάρσεων, με την ανάλογη μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς το Κέντρο μέσω Προοδευτικής Συμμαχίας, κίνηση που στην ως προς τη γενική διάρθρωση του πολιτικού σκηνικού δεν είναι αντίθετη στους σχεδιασμούς του πρωθυπουργού.
Οι «αδύναμοι κρίκοι»
Όμως, θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι η κυριαρχία ως προς τον προσδιορισμό των παραμέτρων της πολιτικής σκηνής σημαίνει και μια πλήρη κατίσχυση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η ελληνική κοινωνία διαπερνάται από έντονες συγκρούσεις που μπορούν να έχουν και πολιτική επίπτωση.
Καταρχάς υπάρχει το ανοιχτό ερώτημα των αντιδράσεων με το προσφυγικό. Η ΝΔ, συνειδητά ή ασύνειδα μικρή σημασία έχει, καλλιέργησε στο δικό της ακροατήριο αυξημένες προσδοκίες «σκληρής» γραμμής στο μεταναστευτικό και το προσφυγικό, που αποτυπώνονται στις «τοπικές» αντιδράσεις στα κυβερνητικά σχέδια. Αυτές τώρα έρχονται σε σύγκρουση με τις ίδιες τις ανάγκες για την εφαρμογή της πολιτικής της, ενώ δείχνουν να είναι και το βασικό πεδίο πάνω στο οποίο επιδιώκουν να (ανα)συγκροτηθούν ακροδεξιές διεκδικήσεις.
Έπειτα υπάρχουν τα εθνικά θέματα. Και εδώ το θέμα δεν είναι η αντιπολίτευση, καθώς μπορεί π.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ να δηλώνει ότι δεν θα υπερψηφίσει τη νέα αμυντική συμφωνία με τις ΗΠΑ, όμως επί της ουσίας δεν διαφοροποιείται από τον πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής. Το ζήτημα αφορά ένα νέο και αχαρτογράφητο τοπίο όπου παραδοσιακές κινήσεις αποτροπής της τουρκικής επιθετικότητας δεν δείχνουν να αποδίδουν, την ώρα που οι όποιες προσπάθειες διαπραγμάτευσης αφενός κινδυνεύουν να μην βρουν ανταπόκριση, αφετέρου να θεωρηθούν ως «ενδοτικές».
Παράλληλα, πάντα υπάρχει και το ζήτημα των δυναμικών της παγκόσμιας οικονομίας και τυχόν αντίκτυπου στην ελληνική οικονομία. Παρότι η ελληνική οικονομία κυρίως κινείται με βάση το δικό της ρυθμό ανάκαμψης, μια επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού κλίματος θα ανακόψει και την αναπτυξιακή δυναμική στη χώρα.
Όμως, η πιο μεγάλη αντίφαση, αφορά τα ίδια τα όρια της «νέας κανονικότητας». Δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι τα όποια οφέλη θα μοιραστούν ισότιμα σε όλες τις γενιές. Ούτε και σε όλες τις κατηγορίες εργαζομένων. Ειδικά οι νεώτερες γενιές (που έχουν και διαφορετική εκλογική και ιδεολογική συμπεριφορά από τις μεγαλύτερες) δεν είναι βέβαιο ότι θα βλέπουν διαρκώς ως θετική μια συνθήκη επισφάλειας την ώρα που έχουν διαφορετική πρόσληψη των αυταρχικών πλευρών των μέτρων «νόμου και τάξη» σε σχέση με τις μεγαλύτερες ηλικίες.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις