Τελικά μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ελευθερία μιας πριγκίπισσας;
Μετά την είδηση του «Megxit» οι συγκρίσεις της Μέγκαν Μαρκλ με την Κέιτ Μίντλετον αλλά και την πριγκίπισσα Νταϊάνα έγιναν πιο έντονες από ποτέ
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
- Ο Τραμπ διορίζει τον παραγωγό του «Apprentice», ως ειδικό απεσταλμένο στη Μεγάλη Βρετανία
Η είδηση της αποποίησης των βασιλικών καθηκόντων εκ μέρους του πρίγκιπα Χάρι και της συζύγου του, Μέγκαν Μαρκλ, έσκασε σαν βόμβα. Έκτοτε, οι φήμες έχουν οργιάσει: Είναι πράγματι δυνατό η βασίλισσα να μην είχε ενημερωθεί για τις προθέσεις τους; Η απόφασή τους ήρθε ως αποτέλεσμα της στάσης των media απέναντι στο ζευγάρι ή εξαιτίας της (φερόμενης ως) τεταμένης σχέσης τους με τη βασιλική οικογένεια;
Δημοσιογράφοι, ειδικοί σε ζητήματα βασιλικής οικογένειας και σαβουάρ βιβρ, αλλά και χρήστες των social media δεν έχουν χάσει την ευκαιρία να εκφράσουν τη γνώμη τους επί του θέματος.
Οι απόψεις σε γενικές γραμμές μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες.
Η πρώτη περιλαμβάνει εκείνους που κρίνουν ότι η βασιλεία είναι ούτως ή άλλως ένας απαρχαιωμένος, καταπιεστικός θεσμός και σαν αποτέλεσμα τόσο οι δικαιολογημένες αποφάσεις όσο και τα καπρίτσια των μελών της δεν θα έπρεπε να μας αφορούν και τόσο. Στη δεύτερη συγκαταλέγονται εκείνοι που στο πρόσωπο της Μέγκαν Μαρκλ αναγνωρίζουν μια ανανεωτική δύναμη και συντάσσονται μαζί της στην αναζήτηση μιας πιο υγιούς καθημερινότητας. Τέλος, υπάρχουν φυσικά και οι υπέρμαχοι της βασιλείας, οι οποίοι θεωρούν πως η Μαρκλ «ήξερε πού έμπλεκε». Σαν συνέπεια αυτού, την αντιμετωπίζουν ως απόλυτα υπεύθυνη για την κοινή με τον σύζυγό της απόφαση να εγκαταλείψουν τα πριγκιπικά τους καθήκοντα, ενώ της χρεώνουν έλλειψη σεβασμού όχι μόνο απέναντι στο παλάτι, αλλά και στην ίδια τη χώρα.
Παράλληλα, η αμφιλεγόμενη επιστροφή της Μέγκαν στην επικαιρότητα, πυροδότησε εκ νέου τη σύγκρισή της, τόσο με την κουνιάδα της, Κέιτ Μίντλετον, όσο και με την πριγκίπισσα Νταϊάνα, της οποίας η δύσκολη σχέση με τα media είχε σαν αποτέλεσμα τον τραγικό θάνατό της.
Εκτός των εξ αγχιστείας συγγενικών δεσμών, τις τρεις γυναίκες ενώνει – αλλά και χωρίζει – μια μεγάλη σειρά πραγμάτων.
«Κοινές θνητές» που παντρεύτηκαν πρίγκιπες, όμορφες και φωτογενείς, με εκτεταμένη φιλανθρωπική δράση και φαινομενικά πάντα στο επίκεντρο των δημοσιογράφων, η κάθε μια τους είχε τη δική της ξεχωριστή ιστορία και τον δικό της τρόπο να αλληλεπιδρά με τον συχνά ασφυκτικό ρόλο της.
Η «θλιμμένη πριγκίπισσα» Νταϊάνα
Γεννημένη το 1961, η Νταϊάνα έγινε μέλος της βασιλικής οικογένειας μέσω του γάμου της με τον πρίγκιπα Κάρολο, όταν ήταν ακόμη μόλις 19 ετών. Η γνωριμία τους είχε γίνει τρία χρόνια νωρίτερα, όταν ο πρίγκιπας έβγαινε με… την αδερφή της.
Μια γαλαζοαίματη θνητή
Αν και έχει καταχωρηθεί στην συλλογική συνείδηση ως «κοινή θνητή», στην πραγματικότητα η Νταϊάνα είχε τον τίτλο της Λαίδης ήδη πριν από τον βασιλικό της γάμο. Η οικογένειά της, οι Σπένσερ, εκτός από τίτλους ευγενείας διατηρούσαν και μια αρκετά στενή σχέση με το παλάτι. Μεταξύ άλλων, ιδιοκτήτρια του σπιτιού που ενοικίαζαν ήταν η βασίλισσα Ελισάβετ, ενώ όταν ήταν παιδί η Νταϊάνα έπαιζε με τα μικρότερα αδέρφια του Κάρολου, τους πρίγκιπες Άντριου και Έντουαρντ. Ο Κάρολος ήταν 13 χρόνια μεγαλύτερός της.
Ο γάμος του αιώνα
Ο έρωτάς της με τον πρίγκιπα κατέληξε στον παραμυθένιο γάμο τους μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο. Υπολογίζεται ότι σχεδόν ένα δισεκατομμύριο άτομα παρακολούθησαν την τηλεοπτική μετάδοση της τελετής, η οποία χαρακτηρίστηκε «ο γάμος του αιώνα». Το νυφικό της Νταϊάνα ήταν στολισμένο με 10.000 μαργαριτάρια και ένα πέπλο μήκους 7,5 μέτρων, το οποίο μόλις που χωρούσε στην άμαξα που τη μετέφερε στον ναό. Χρειάστηκαν 3,5 λεπτά για να καταφέρει να ανέβει τα σκαλιά της εκκλησίας. Κατά την παραδοσιακή ανταλλαγή των όρκων τους, η Νταϊάνα παρέλειψε το κομμάτι στο οποίο η νύφη συνηθιζόταν να λέει πως θα «υπακούει» τον σύζυγό της. Το παράδειγμά της ακολούθησαν τόσο η Κέιτ Μίντλετον, όσο και η Μέγκαν Μαρκλ.
Η πριγκίπισσα του λαού
Με την πρώτη ματιά, η ιστορία της Νταϊάνα έμοιαζε με πραγματικό παραμύθι: Μια ντροπαλή κοπέλα, σχεδόν έφηβη, με ευγενικό παρουσιαστικό και άψογο στυλ – ακόμη και η Ριάνα έχει δηλώσει πως την θαύμαζε για την αλάνθαστη αίσθηση του γούστου της – που παντρεύτηκε τον εκλεπτυσμένο, σοβαρό πρίγκιπα. Δεν ήταν μόνο το χαμόγελό της που την έκανε αγαπητή. Το φιλανθρωπικό της έργο, το οποίο κινήθηκε εκτός των παραδοσιακών τομέων με τους οποίους καταπιανόταν η βασιλική οικογένεια και άγγιξε ζητήματα όπως τα ναρκοπέδια, το AIDS και η νόσος του Χάνσεν (λέπρα), έγινε συχνά αντικείμενο συζήτησης. Μάλιστα, η βασίλισσα Ελισάβετ φαίνεται πως της είχε ζητήσει να ασχοληθεί «με κάτι πιο ευχάριστο». Η ίδια, όμως, επέμεινε να εστιάζει στα θέματα που έβρισκε πιο σημαντικά, αγκαλιάζοντας μάλιστα αυθόρμητα ασθενείς που έπασχαν από AIDS σε μια εποχή που δεν ήταν ακόμη γνωστός ο ακριβής τρόπος μετάδοσής του. Τέτοιες κινήσεις, σε συνδυασμό με την προσηνή της στάση που συχνά άφηνε στην άκρη τους κανόνες του πρωτοκόλλου, της χάρισαν τον χαρακτηρισμό «πριγκίπισσα του λαού».
https://www.instagram.com/p/B7anwv4FKgg/
Μια κακή αρχή
Στην πραγματικότητα, αυτό το παραμύθι ήταν αρκετά πιο σκοτεινό. Ήδη λίγο καιρό πριν από τον γάμο της με τον Κάρολο, η Νταϊάνα συνειδητοποίησε πως ο έρωτάς του για την Καμίλλα Πάρκερ Μπόουλς παρέμενε ζωντανός. Τότε σκέφτηκε σοβαρά να ακυρώσει τον γάμο, όμως τα αδέρφια της τής είπαν πως πλέον ήταν πολύ αργά για κάτι τέτοιο. Την ημέρα των αρραβώνων τους, ένας δημοσιογράφος είχε ρωτήσει το ζευγάρι αν είναι ερωτευμένο. Η Νταϊάνα είχε σπεύσει να απαντήσει «Φυσικά και είμαστε». Όμως ο Κάρολος είχε γελάσει σαρκαστικά και είχε συμπληρώσει «Ό,τι και αν σημαίνει να είναι κανείς ερωτευμένος».
Μόλις λίγο καιρό μετά τον γάμο τους – κατά την Νταϊάνα εντός του πρώτου χρόνου – ο Κάρολος επέστρεψε στον δεσμό του με την Καμίλλα. Σύντομα η Νταϊάνα ακολούθησε το παράδειγμά του, διατηρώντας αρκετές εξωσυζυγικές σχέσεις κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Κατά τη διάρκεια του 1992 και του 1993 διέρρευσαν στα media τηλεφωνικές συνομιλίες του ζευγαριού, οι οποίες είχαν υποκλαπεί και παρουσίαζαν τόσο τον πρίγκιπα όσο και την πριγκίπισσα με αρκετά μελανά χρώματα. Τον Δεκέμβριο του 1992, ο τότε πρωθυπουργός Τζον Μέιτζορ ανακοίνωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων πως το ζευγάρι είχε πάρει συναινετικά την απόφαση να βρεθεί σε διάσταση.
https://www.instagram.com/p/B7aeYtxIan_/
Η συνέντευξη που σόκαρε
Το 1995, η Νταϊάνα μίλησε στο BBC και την εκπομπή Panorama σε μια σοκαριστική συνέντευξη. Εκεί μεταξύ άλλων είπε πως ο γάμος της «περιλάμβανε τρία άτομα, οπότε θα μπορούσε κανείς να πει ότι επικρατούσε πολυκοσμία», αμφισβήτησε την ικανότητα του Καρόλου να αναλάβει τη βασιλεία, ενώ παραδέχτηκε πως αντιμετώπιζε προβλήματα ψυχικής υγείας. Συγκεκριμένα, η Νταϊάνα μίλησε για τη μάχη της με την κατάθλιψη, για τις απόπειρες αυτοκτονίας, για την τάση της να αυτοτραυματίζεται με ξυράφια, αλλά και για το γεγονός πως έπασχε από βουλιμία. Μάλιστα, για τη διατροφική της διαταραχή κατηγόρησε τον Κάρολο, ο οποίος στην αρχή του γάμου τους την είχε πιάσει από τη μέση και της είχε πει «Έχουμε λίγα παραπάνω κιλάκια εδώ, ε;». Έκτοτε, σύμφωνα πάντα με τις δηλώσεις της, κάτι άλλαξε μέσα της.
Ένα μήνα μετά τη συνέντευξη, η βασίλισσα έστειλε επιστολές τόσο σε εκείνη όσο και στον Κάρολο, συμβουλεύοντάς τους να πάρουν διαζύγιο, όπως και έγινε το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου. Μετά τον χωρισμό της, η Νταϊάνα έχασε τον τίτλο της «Βασιλικής Υψηλότητος», όμως διατήρησε τον τίτλο της πριγκίπισσας της Ουαλίας και παρέμεινε μέλος της βασιλικής οικογένειας ως μητέρα του μελλοντικού βασιλιά. Λέγεται πως η Ελισάβετ ήθελε να της επιτραπεί η χρήση του τίτλου «Βασιλική Υψηλότης» και πως ο λόγος που τον στερήθηκε ήταν η εκδικητικότητα του Καρόλου. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε να ζει στο παλάτι και διατήρησε μεγάλο μέρος των βασιλικών της προνομίων μέχρι το τέλος της ζωής της.
Το τραγικό τέλος
Το 1997 άρχισε να βγαίνει με τον Ντόντι Φαγιέντ. Στις 31 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν από τους παπαράτσι κατά την παραμονή τους στο Παρίσι, ο οδηγός του αυτοκινήτου στο οποίο επέβαιναν έχασε τον έλεγχο και τόσο ο Φαγιέντ όσο και η πριγκίπισσα έχασαν τη ζωή τους. Η Νταϊάνα ήταν τότε μόλις 36 ετών. Ο θάνατός της συγκλόνισε τον κόσμο ενώ έγινε αφορμή για ένα πλήθος θεωριών συνωμοσίας. Οι τελευταίες αντιμετώπιζαν το θάνατό της ως δολοφονία, ενορχηστρωμένη είτε από το παλάτι, είτε από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες.
Μια πριγκίπισσα που άφησε ιστορία
Παρά το γεγονός ότι έζησε μια σύντομη και ταραγμένη ζωή, με τα λάθη και τις αδυναμίες της να βρίσκονται πάντα εκτεθειμένα στο κοινό – ή μάλλον ακριβώς για αυτό – η Νταϊάνα παρέμεινε εξαιρετικά δημοφιλής μέχρι το τέλος της ζωής της. Φυσικά, υπήρξαν φωνές που την επέκριναν ως εγωκεντρική, ιδιοτελή, απρόβλεπτη και χειριστική, ενώ απέδωσαν την αποτυχία του γάμου της με τον Κάρολο στην άρνησή της να ακολουθήσει φαρμακευτική ή συμβουλευτική θεραπεία για τη βελτίωση της ψυχικής της υγείας. Ωστόσο, στα μάτια του κοινού εξακολουθούσε να είναι η «χλωμή θλιμμένη πριγκίπισσα». Άλλωστε λέγεται πως μέρος των προστριβών της με τον Κάρολο οφειλόταν στην τάση του να τη μειώνει εξαιτίας της ζήλιας του για την δημοτικότητά της. Αναμφίβολα, η παρουσία της άλλαξε ριζικά τις προσδοκίες του κόσμου από τη βασιλική οικογένεια. Η πορεία καθεμιάς από τις συζύγους των παιδιών της το αποδεικνύει.
Κέιτ: Μια πριγκίπισσα στην… αναμονή
Ο γάμος της Κέιτ Μίντλετον με τον πρίγκιπα Γουίλιαμ το 2011 σίγουρα δεν αποτέλεσε έκπληξη για κανέναν. Το ζευγάρι βρισκόταν ήδη σε σχέση επί οκτώ ολόκληρα χρόνια, ενώ μπορεί η – ιδιαιτέρως ευκατάστατη – οικογένειά της να μην κατείχε κάποιον τίτλο, όμως διατηρούσε στενούς δεσμούς με την βρετανική αριστοκρατία ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Παράλληλα, από το γενεαλογικό της δέντρο δεν λείπουν οι βασιλείς, συγκεκριμένα ο βασιλιάς Εδουάρδος Γ’ και ο βασιλιάς Εδουάρδος Δ’. Με άλλα λόγια, το κατά πόσον η Μίντλετον είναι «κοινή θνητή» μάλλον εξαρτάται από το ποιον θα ρωτήσεις.
Το ζευγάρι γνωρίστηκε στο Πανεπιστήμιο του St Andrews, όταν και οι δύο ήταν πρωτοετείς φοιτητές. Αρχικά η σχέση τους ήταν φιλική, μέχρι που ο πρίγκιπας είδε την Κέιτ να συμμετέχει σε μια επίδειξη μόδας που έγινε στο πανεπιστήμιο για φιλανθρωπικό σκοπό, φορώντας ένα ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό φόρεμα. Ο Γουίλιαμ εντυπωσιάστηκε και την προσέγγισε το ίδιο κιόλας βράδυ, όμως εκείνη βρισκόταν ήδη σε σχέση. Ένα χρόνο αργότερα, όταν χώρισε από τον τότε σύντροφό της, το ζευγάρι άρχισε να βγαίνει, ενώ σύντομα βρέθηκαν να μοιράζονται το ίδιο διαμέρισμα, μαζί με άλλους δύο φίλους τους.
Από τον περίγελο στον θαυμασμό
Από τον γάμο της με τον πρίγκιπα Γουίλιαμ και μετά, η Δούκισσα του Κέιμπριτζ, όπως είναι ο επίσημος τίτλος της, έχει γίνει η αγαπημένη των media. Αποθεώνεται τακτικά για το στυλ, τους λεπτούς τρόπους της, την ευλαβική τήρηση του πρωτοκόλλου, αλλά και για το φιλανθρωπικό της έργο, το οποίο περιλαμβάνει πρωτοβουλίες για την ψυχική υγεία των παιδιών, την καταπολέμηση των εθισμών και την προώθηση των τεχνών. Σε γενικές γραμμές, φαίνεται πως οι Βρετανοί δημοσιογράφοι συμφωνούν: Η Κέιτ έχει όλα τα προσόντα για να γίνει μια εξαιρετική βασίλισσα.
Ωστόσο, η σχέση της με τον Τύπο δεν ήταν ανέκαθεν τόσο ανέφελη. Η Μίντλετον βρέθηκε στο επίκεντρο της προσοχής των media όταν ο φωτογραφικός φακός των παπαράτσι τη συνέλαβε το 2004 σε μια εκδρομή για σκι με τη βασιλική οικογένεια. Μέχρι το 2005, είχε πλέον γίνει η αγαπημένη των ταμπλόιντ, με την ενασχόληση των δημοσιογράφων με το πρόσωπό της να κορυφώνεται την εποχή των 25ων γενεθλίων της, το 2007. Τότε, οι δικηγόροι της είχαν απειλήσει με μηνύσεις.
Λίγο αργότερα, το ζευγάρι (φαίνεται πως) χώρισε. Σύμφωνα με ορισμένους, στην πραγματικότητα ο χωρισμός τους δεν ήταν παρά ένα τέχνασμα για να αποφύγουν τους δημοσιογράφους, απέναντι στους οποίους ο Γουίλιαμ είναι ιδιαιτέρως διστακτικός εξαιτίας του τραγικού τέλους της μητέρας του. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι σε εκείνο το διάστημα ο Γουίλιαμ δεχόταν πιέσεις από τη βασίλισσα είτε να ζητήσει την Κέιτ σε γάμο είτε να την χωρίσει, καθώς η σχέση τους κρατούσε ήδη πέντε χρόνια. Ορισμένοι, μάλιστα, υποστηρίζουν ότι την χώρισε… από το τηλέφωνο.
Η Κέιτι που περιμένει
Σε κάθε περίπτωση, σύντομα αποκατέστησαν τη σχέση τους. Η πρόταση γάμου, όμως, θα αργούσε τρία ολόκληρα χρόνια ακόμη. Εκείνο το διάστημα, τα δημοσιεύματα που αφορούσαν την Κέιτ δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν κολακευτικά. Οι δημοσιογράφοι της «χάρισαν» το ψευδώνυμο «Waity Katie», αναφερόμενοι στο γεγονός ότι ο πρίγκιπας δεν έμοιαζε να βιάζεται για το επόμενο βήμα. Ταυτόχρονα, δέχθηκε πολλές επικρίσεις για το γεγονός ότι μέχρι και τον γάμο της με τον Γουίλιαμ, σε ηλικία 30 ετών, δεν είχε τη δική της καριέρα. Φυσικά, μια μέλλουσα βασίλισσα – έστω και υπό αμφισβήτηση – δεν κινείται στην αγορά εργασίας με τους όρους των κοινών θνητών. Η δουλειά της έπρεπε να της επιτρέπει να παρευρίσκεται σε εκδηλώσεις στο πλευρό του Γουίλιαμ, αλλά και να διαθέτει αρκετό κύρος ώστε να είναι αποδεκτή από το παλάτι.
Η αναμονή, πάντως, μάλλον δεν προβλημάτισε μόνο τους δημοσιογράφους, αλλά και τη μητέρα της. Σύμφωνα με την ανταποκρίτρια του παλατιού, Κέιτι Νίκολ, η Κάρολ Μίντλετον είχε αρχίσει να ανησυχεί αρκετά τα Χριστούγεννα του 2009, καθώς «η Κέιτ κόντευε τα 30 και εξακολουθούσε να μην φορά βέρα».
Δεν χρειάζεται μεγάλη ανάλυση για να διακρίνει κανείς τις μισογυνικές πτυχές όλων αυτών των σχολίων για την… αναμονή. Σε κάθε περίπτωση, μέχρι το τέλος εκείνης της χρονιάς, ο Γουίλιαμ ζήτησε την Κέιτ σε γάμο, χρησιμοποιώντας μάλιστα το δαχτυλίδι αρραβώνων της μητέρας του.
Ένα αλάνθαστο ζευγάρι
Έκτοτε, το ζευγάρι έχει αποκτήσει τρία παιδιά: Τον πρίγκιπα Τζορτζ, την πριγκίπισσα Σάρλοτ και τον πρίγκιπα Λούις. Παρά το γεγονός ότι τηρούν το πρωτόκολλο σε σχέση με τις δημόσιες εμφανίσεις τους και μοιράζονται μεγάλο μέρος της ζωής τους με το κοινό, το βασιλικό ζεύγος έχει ζητήσει από τους δημοσιογράφους να επιδεικνύουν σεβασμό απέναντι στις προσωπικές στιγμές τους.
Πάντως, τα βρετανικά media σε γενικές γραμμές βλέπουν στην Κέιτ μια γυναίκα που δεν μπορεί να κάνει τίποτα λάθος. Ενδεχομένως γιατί έχουν πλέον ανακαλύψει τον αποδιοπομπαίο τράγο που χρειάζονται στο πρόσωπο της πιο πρόσφατης νύφης της βασιλικής οικογένειας.
Μέγκαν Μάρκλ: Η Δούκισσα που δίχασε τους Βρετανούς
Ηθοποιός, διαζευγμένη, κόρη μιας Αφροαμερικανίδας κοινωνικής λειτουργού και ενός λευκού διευθυντή φωτογραφίας και φωτισμού, η Μέγκαν Μαρκλ είναι αναμφίβολα η πλέον αμφιλεγόμενη προσθήκη στην βρετανική βασιλική οικογένεια. Γεννημένη στο Λος Άντζελες το 1981, ήδη από την ηλικία των 11 ετών επέδειξε ακτιβιστική δραστηριότητα, καταγγέλλοντας μια διαφήμιση ως σεξιστική και επιτυγχάνοντας την αναθεώρησή της.
Μια αυτοδημιούργητη σταρ
Αποφοίτησε το 2003 από το πανεπιστήμιο Northwestern με πτυχίο θεατρικών σπουδών και διεθνών σχέσεων και έκτοτε ξεκίνησε να οικοδομεί την καριέρα της ως ηθοποιός. Αν και κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών συνάντησε δυσκολίες – η ίδια έχει δηλώσει ότι το δέρμα της ήταν πολύ λευκό για ρόλους μαύρων και πολύ μαύρο για ρόλους λευκών – από το 2011 προστέθηκε στο καστ της επιτυχημένης τηλεοπτικής σειράς «Suits». Το περιοδικό Fortune υπολογίζει πως η Μαρκλ πληρωνόταν 50.000$ ανά επεισόδιο, αποκομίζοντας συνολικά 450.000$ ανά έτος. Παράλληλα, η προσωπική της ιστοσελίδα, The Tig, σημείωσε σημαντική επιτυχία και εκτιμάται πως της απέφερε περί τα 80.000$ ανά έτος από χορηγίες και διαφημίσεις.
Ο ακτιβισμός της Μαρκλ δεν σταμάτησε στην ηλικία των 11 ετών.
Στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016, είχε πάρει ανοιχτά θέση υπέρ της Χίλαρι Κλίντον, ενώ είχε περιγράψει τον Ντόναλντ Τραμπ ως έναν μισογύνη ο οποίος λειτουργούσε διασπαστικά. Επιπλέον, είχε εκφράσει τη δυσαρέσκειά της για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το Brexit. Η στάση της σε αυτά τα ζητήματα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κάποτε είχε προτείνει στο κοινό της ένα βιβλίο του Νόαμ Τσόμσκι, είχαν οδηγήσει την Guardian στο να περιγράψει την Μαρκλ ως «το πιο αριστερό μέλος της βασιλικής οικογένειας».
Η σχέση της με τον πρίγκιπα Χάρι ξεκίνησε το 2016, όταν μια κοινή τους φίλη τους έφερε σε επαφή στα πλαίσια ενός ραντεβού στα τυφλά. Το ζευγάρι έγινε από την αρχή αντικείμενο ρατσιστικών και σεξιστικών σχολίων και δημοσιευμάτων, οδηγώντας την βασιλική οικογένεια στην έκδοση μιας σχετικής ανακοίνωσης.
Μια υπόσχεση ανανέωσης
Ο αρραβώνας τους, ωστόσο, αντιμετωπίστηκε με σαφώς θετικότερη διάθεση. Η καταγωγή και η φεμινιστική δράση της Μέγκαν, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήταν αυτοδημιούργητη, δημιούργησαν την αίσθηση ότι η παρουσία της θα έφερνε έναν αέρα ανανέωσης στο πάντοτε άκαμπτο παλάτι. Ο γάμος της με τον πρίγκιπα Χάρι, που τελέστηκε από έναν Αφροαμερικανό ιερέα και στον οποίο συμμετείχε μια χορωδία γκόσπελ, προσέλκυσε σχεδόν δύο δισεκατομμύρια τηλεθεατών από όλο τον κόσμο.
Οικογενειακά δράματα
Ήδη από τις ημέρες που προηγήθηκαν της εντυπωσιακής τελετής, ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν και τόσο ρόδινα για το ζευγάρι. Το πρώτο πρόβλημα προέκυψε με τη μορφή μιας κρίσης στη σχέση της Μέγκαν με τον πατέρα της, ο οποίος αποκαλύφθηκε πως είχε σκηνοθετήσει φωτογραφίες του, όπου υποτίθεται πως προετοιμαζόταν για τον γάμο, προκειμένου να τραβήξει επάνω του τα φώτα της δημοσιότητας.
Η αποκάλυψη της μάλλον μικροπρεπούς συμπεριφοράς του, τον οδήγησε στο να αρνηθεί την πρόσκλησή του στον γάμο της κόρης του, προκειμένου να περιορίσει την ντροπή. Η Μέγκαν κατάφερε αρχικά να τον μεταπείσει και η κρίση έμοιαζε να αποσοβείται, όμως η κατάσταση της υγείας του τον κράτησε πράγματι μακριά από την τελετή.
Παράλληλα, τα ετεροθαλή αδέρφια της Μέγκαν από την πλευρά του πατέρα της έκαναν ό,τι μπορούσαν για να δώσουν τροφή στον κίτρινο τύπο. Ο αδερφός της, μάλιστα, απηύθυνε ανοιχτή επιστολή στον πρίγκιπα Χάρι μέσω του Τύπου, ζητώντας του να ξανασκεφτεί τον γάμο του με την Μαρκλ και περιγράφοντάς την ως μια «ρηχή γυναίκα» που θα γελοιοποιούσε τον ίδιο και τη βασιλική οικογένεια.
Μια αντισυμβατική πριγκίπισσα
Λίγο καιρό μετά τον γάμο ξεκίνησαν και οι φήμες ότι η βασιλική οικογένεια, η οποία έμοιαζε αρχικά να έχει υποδεχτεί θερμά τη Μέγκαν, δεν ήταν και τόσο ενθουσιασμένη με τη νέα σύζυγο του Χάρι. Άλλωστε η Δούκισσα του Σάσσεξ, όπως είναι ο επίσημος τίτλος της, σύντομα φάνηκε πως θα δυσκολευόταν να ανταποκριθεί στους τύπους που επέβαλλε ο νέος της ρόλος. Από την μάλλον χαλαρή στάση της απέναντι στο πρωτόκολλο μέχρι τις φήμες ότι πιέζεται έντονα από τη νέα της ζωή και την επιφύλαξή της, αργότερα, να παρουσιάσει τον γιο της στους δημοσιογράφους, ήταν σαφές ότι η συμπεριφορά της δεν ενθουσίαζε το παλάτι.
Ο ρατσισμός των βρετανικών media
Ταυτόχρονα, οι ρατσιστικές αντιδράσεις στην παρουσία της πλήθαιναν. Από το σχόλιο της Ρέιτσελ Τζόνσον, αδερφής του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον ότι η Μέγκαν έχει «πλούσιο και εξωτικό DNA», μέχρι το tweet ενός σχολιαστή του BBC, που παρουσίαζε τον νεογέννητο Άρτσι ως χιμπατζή (!) και τα άρθρα που παρουσίαζαν την μάλλον μεσοαστή Μαρκλ ως προϊόν των αμερικανικών γκέτο, μεγάλο μέρος των Βρετανών φάνηκε ανέτοιμο να υποδεχθεί μια Αφροαμερικανίδα πριγκίπισσα. Ανάμεσα στα πιο χυδαία δημοσιεύματα, εμφανίστηκε και ένα που ειρωνευόταν την Μαρκλ για το γεγονός ότι από την πλευρά της μητέρας της έλκει την καταγωγή της από σκλάβους των ΗΠΑ.
Η μεγάλη έξοδος
Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά τα συμβάντα, δεν είναι να απορεί κανείς με την απόφαση του ζευγαριού να εγκαταλείψει τα βασιλικά του καθήκοντα και να διεκδικήσει μια πιο φυσιολογική ζωή για τους ίδιους και το παιδί τους. Άλλωστε, η κίνησή τους δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Οι φήμες για μια τέτοια πιθανότητα οργίαζαν εδώ και αρκετούς μήνες.
Φυσικά, στη βάση της ανακοίνωσής τους μπορούν να διατυπωθούν πολλά εύλογα ερωτήματα – αν και όχι εκείνο του βιοπορισμού τους, καθώς η προσωπική περιουσία του ζευγαριού ανέρχεται στα 30 εκατομμύρια δολάρια. Για παράδειγμα, πόσο φυσιολογική μπορεί να είναι η ζωή ενός (έστω και τέως) πριγκιπικού ζεύγους; Ή ακόμη και της οικογένειας μιας διάσημης σταρ; Σε τι βαθμό οφείλουμε ή μπορούμε να αισθανθούμε συμπάθεια για το δράμα δύο ανθρώπων τόσο προνομιούχων;
Η σημασία του Megxit
Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε απάντηση στα παραπάνω είναι καταδικασμένη στην υποκειμενικότητα και δεδομένα εξαρτημένη από τις πολιτικές μας πεποιθήσεις. Αυτό που είναι πιο χειροπιαστό και που εντέλει όντως έχει σημασία, είναι ο αντίκτυπος του «Megxit» στην Μεγάλη Βρετανία και τον υπόλοιπο κόσμο. Ο έρωτας της Μέγκαν και του Χάρι, που αναπτύχθηκε εξ αρχής στην σκιά του Brexit, ήταν μοιραίο να γίνει πεδίο διαξιφισμών περί «Βρετανικότητας». Είναι ενδεικτικό ότι οι νεότεροι σε ηλικία και πιο φιλελεύθεροι Βρετανοί, οι οποίοι ψήφισαν κυρίως υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε. δείχνουν κατανόηση απέναντι στην προσπάθεια του ζευγαριού να διεκδικήσει την ιδιωτικότητά του. Αντιθέτως, η συντηρητική γενιά των γονιών τους, η οποία ψήφισε υπέρ της αποχώρησης, φαίνεται εντελώς απρόθυμη να αποδεχτεί το ενδεχόμενο δυο άνθρωποι να «περιφρονούν» έναν από τους πιο υπερήφανους θεσμούς τους.
Άλλωστε, η μοναρχία βγήκε σίγουρα πιο ισχυρή από το Brexit, συμβολίζοντας μια εποχή στην οποία η Μεγάλη Βρετανία ήταν η αδιαμφισβήτητη παγκόσμια δύναμη, η αυτοκρατορία στην οποία ο ήλιος δεν έδυε ποτέ. Έτσι, είναι δύσκολο για μέρος των Βρετανών να συγχωρήσουν τον πρίγκιπα που… από έρωτα εξέπεσε.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις