«Απέκαμα. Αλλ’ όμως θα παραμείνω στη χαλάστρα μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής μου, κι ας κινδυνεύω να χαθώ. Ούτε ο φόβος των μηχανορραφιών και των ραδιούργων ούτε οι συκοφαντικές στήλες εφημερίδων θα με παρεκκλίνουν από την πορεία που χάραξα στη ζωή μου. Ας λέγουν και ας γράφουν ό,τι θέλουν: Θα έλθει όμως κάποτε καιρός που οι άνθρωποι θα κρίνονται όχι με όσα ειπώθηκαν ή γράφτηκαν για τις πράξεις τους, αλλά με αυτή την ίδια τη μαρτυρία των πράξεών τους. Με αυτή την πίστη έζησα μέσα στον κόσμο, με θεμέλιο αυτές τις πνευματικές αρχές μέχρι τώρα που βρίσκομαι στη δύση της ζωής μου, και υπήρξα πάντοτε ευχαριστημένος γι’ αυτό. Μου είναι πλέον αδύνατον να αλλάξω τώρα. Θα συνεχίσω εκπληρώνοντας πάντοτε το χρέος μου, ουδόλως φροντίζοντας για τον εαυτό μου, και ας γίνει ό,τι γίνει».

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ – ΓΑΒΡΙΗΛ ΕΫΝΑΡΔΟ

Ο Ιωάννης – Γαβριήλ Εϋνάρδος (1775 – 1863) ήταν ελβετός τραπεζίτης και φιλέλληνας (επέδειξε έμπρακτα τον φιλελληνισμό του το 1847, όταν πλήρωσε μισό εκατομμύριο χρυσά φράγκα για να ικανοποιήσει ένα μέρος του δανείου το 1832 των άγγλων τραπεζιτών προς την Ελλάδα) και στενός φίλος του Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Κυβερνήτης γράφει στον φίλο του από το Ναύπλιο, την πρωτεύουσα μιας κουτσουρεμένης αναγεννημένης χώρας, στις 14 Σεπτεμβρίου 1831, μόλις δεκατρείς ημέρες πριν δολοφονηθεί.

Ο Κυβερνήτης γνωρίζει ότι θα δολοφονηθεί – ίσως γι’ αυτό και στην επιστολή μιλάει για τη «δύση της ζωής» του, παρότι δεν έχει κλείσει ακόμη τα πενήντα έξι του χρόνια κι εντελώς διαφορετικά έχει ονειρευτεί τη «δύση» του δικού του βίου: θέλει να αποσυρθεί από τα δημόσια πράγματα, στην Κέρκυρα, τον γενέθλιο τόπο του, στην τότε αγγλοκρατούμενη Επτάνησο (μια Αγγλία που αυτόν, τον «Ρώσο», τον επιφανή πρώην υπουργό Εξωτερικών δύο Τσάρων, τον μισεί θανάσιμα και τον θεωρεί Δούρειο Ιππο των ρωσικών συμφερόντων στη Μεσόγειο). Ο Κυβερνήτης έχει ήδη ενημερωθεί πως η ετερόκλητη αλλά πανίσχυρη Αντιπολίτευση έκανε έρανο και μάζεψε δύο χιλιάδες ισπανικά τάλιρα για να χρηματοδοτήσει το «συμβόλαιο θανάτου». Ο στρατηγός Σνάιντερ είναι πρόθυμος να διαθέσει πεντακόσιους γάλλους στρατιώτες ως προσωπική του φρουρά, αλλά ο Καποδίστριας περήφανα και ακατάδεχτα του απαντάει: «Ανήκει στους Ελληνες να με φυλάξουν». Πολλοί δικοί του άνθρωποι – ανάμεσά τους και η Μαντώ Μαυρογένους, που περιφέρεται ημίτρελη και οικονομικά κατεστραμμένη στο Ναύπλιο – τον προειδοποιούν ότι οι Μαυρομιχαλαίοι έχουν αποφασίσει να ξεπλύνουν το άγος προς τον πάτερ φαμίλια τους, τον Πετρόμπεη (ο Κυβερνήτης, με τη σύμπραξη του Κολοκοτρώνη, προσπαθεί να καταστείλει την ανταρσία του στη Μάνη και τον έχει φυλακίσει), με τον μοναδικό τρόπο που γνωρίζουν: με το αίμα. Μια τελευταία απόπειρα για να επιτευχθεί ένας συμβιβασμός κυριολεκτικά την υστάτη – 26 Σεπτεμβρίου 1831 – ακυρώνεται όταν ο Καποδίστριας διαβάζει στον «Ταχυδρόμο του Λονδίνου» ένα δημοσίευμα γύρω από την «τυραννική διοίκησή» του και τον «άδικο διωγμό» των Μαυρομιχαλαίων. Στον ρώσο ναύαρχο Ρίκορντ θα δηλώσει ότι «είναι υποχρεωμένος να προστατεύσει την αξιοπρέπειά του». Η προστασία της αξιοπρέπειάς του – το ξέρει πια καλά – κοστίζει μια «λίβρα σάρκας» από το δικό του κορμί. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης είναι ο δικός του σαιξπηρικός Σάιλοκ.

Αυτές είναι λίγες από τις ψηφίδες, με τις οποίες η Καρολίνα Μέρμηγκα, στο νέο της βιβλίο «Κάτι κρυφό μυστήριο» (εκδόσεις Μελάνι, 2019), συνθέτει μια επιβλητική παλίμψηστη μυθιστορηματική επιφάνεια. Ο τίτλος του βιβλίου είναι δανεικός από τον «Κρητικό» του Διονύσιου Σολωμού: «Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση / Κάθε ομορφιά να στολιστή και το θυμό ν’ αφήση». Αυτό το «κάτι κρυφό μυστήριο» – το σύντομο (τρία χρόνια, οκτώ μήνες και είκοσι μία ημέρες) όσο και καθοριστικό πέρασμα του Ιωάννη Καποδίστρια από την πολιτική μας σκηνή – ενισχύεται από τη δήλωση του Τ.Σ. Ελιοτ για την πλοκή του «Murder in the Cathedral» που παραθέτει ως μοτίβο η Μέρμηγκα στην αρχή του βιβλίου της: «Ενας άνθρωπος επιστρέφει στην πατρίδα του πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν». Πράγματι, έτσι μπορεί να συνοψίζεται (και να ερμηνεύεται;) ιδανικά το «μυστήριο» του Κυβερνήτη που, εδώ και σχεδόν δύο αιώνες, ταλανίζει τους έλληνες και ξένους ιστορικούς. Γιατί προτίμησε να θυσιάσει μια λαμπρή σταδιοδρομία στη ρωσική αυλή (κάποιο χρονικό διάστημα, την επαύριον της ναπολεόντειας συντριβής, εθεωρείτο ως ένας από τους κορυφαίους διπλωμάτες της Ευρώπης, το μόνο πιθανόν «αντίπαλον δέος» που ο καταχθόνιος Μέτερνιχ φοβόταν και υπολόγιζε) και να προσδεθεί στο άρμα μιας εν πολλοίς «χαμένης υπόθεσης», όπως ο ίδιος θεωρούσε την ελληνική επανάσταση, αφ’ ης στιγμής ξέσπασε κατά την πιο δυσμενή «αντεπαναστατική» διεθνή συγκυρία;

Ο βαθύς, ανόθευτος πατριωτισμός του είναι σίγουρα ένα σημαντικό τμήμα της απάντησης – κάτι που παραδέχεται έως και ο ιστορικός και πολιτικός Σπυρίδων Τρικούπης, που τον αντιπολιτεύτηκε όσο ελάχιστοι: «Οιαδήποτε και αν ήτον η προς την ρωσσικήν αυλήν κλίσις του, ουδενός Ελληνος καρδία ήτον ελληνικωτέρα». Γιατί όμως δεν θέλησε να προστατεύσει ούτε τον εαυτό του, ενώ είχε πλήρη συναίσθηση – και το διεμήνυσε στον Γιώργη Μαυρομιχάλη, τον έναν από τους δύο φονιάδες του – ότι όποιος τον δολοφονήσει, «θα σκοτώσει μαζί μ’ εμένα και την πατρίδα»;

Η Καρολίνα Μέρμηγκα, προκειμένου να περικυκλώσει το «κάτι κρυφό μυστήριο» του Καποδίστρια αλλά και να σεβαστεί μέχρι τέλους το μεδούλι του μυστηρίου, δίνει το «μικρόφωνο» σε πολλούς από τους πρωταγωνιστές της αυτοεκπληρούμενης προφητείας – «πιστεύει ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν» -,  φωτίζει το δράμα από κάθε πιθανή και απίθανη οπτική γωνία: στη Ρωξάνδρα Στρούτζα, τον μοναδικό πλατωνικό έρωτα του Κυβερνήτη, στη Δωροθέα Λίβεν, την ερωμένη του Μέτερνιχ, στον Νικόλα Δραγούμη, τον νεαρό γραμματέα του Καποδίστρια κ.ο.κ.

Σε μια από τις πιο «αποκαλυπτικές» συζητήσεις του Κυβερνήτη με την αμερικανογαλλίδα Δούκισσα της Πλακεντίας – κι ενόσω η Δούκισσα νταραβερίζεται ήδη με «αντικυβερνητικούς» κύκλους, γεγονός που ο Καποδίστριας γνωρίζει – ο Κυβερνήτης ξανοίγεται στη Δούκισσα και της παραδίδει το κλειδί του «μυστηρίου»: για έναν δημόσιο άνδρα (και ο Κυβερνήτης αναμφίβολα θεωρείται ως ένας από τους πιο επιφανείς δημόσιους άνδρες, στο μεταίχμιο της προνεωτερικής με τη νεωτερική εποχή), το βάρος των ιδεών, όσο υψιπετών, δεν μπορεί ποτέ να μπει στην ίδια ζυγαριά με το βάρος των πράξεων. Γιατί δεν διαφυλάσσει όμως τις πράξεις του – και το βάρος τους – περιφρουρώντας τον πιο πολύτιμο φορέα των πράξεων, που δεν είναι άλλος από τον εαυτό του; Εκεί δεν αποκλείεται να έχει θέση και η κοφτή του εισαγωγή στην επιστολή του προς τον Εϋνάρδο: «Απέκαμα».