Το τέλος της αυτοεξαίρεσης
Περισσότερο και από τόποι μαρτυρίου, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν τόποι ψυχρής όσο και μαζικής θηριωδίας
- Για αυτό τον λόγο η βασίλισσα Ελισάβετ αντιπαθούσε τον Ντόναλντ Τραμπ
- Η δυσαρέσκεια εργαζομένων χτυπάει κόκκινο, πιθανότητα μαζικών παραιτήσεων
- Τι φταίει και δεν φτάνει ο προϋπολογισμός για φάρμακα στα νοσοκομεία
- Οι παράγοντες που καθορίζουν τις τιμές στη φέτα - «Είναι πλέον αδικαιολόγητες» λένε οι παραγωγοί
Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα πέταγε κανείς το περίβλημα του συμβολισμού για να σταθεί στην πολιτική ουσία της κίνησης. Γιατί έγινε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ο πρώτος έλληνας Πρωθυπουργός που επισκέφθηκε έναν τόπο μαρτυρίου για να συμμετάσχει σε εκδηλώσεις μνήμης; Μα επειδή η Αθήνα προσβλέπει στη δημιουργία ενός άξονα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία και το Ισραήλ. Και μια τέτοια επίσκεψη δεν υπηρετεί παρά αυτή ακριβώς την ατζέντα – όπως την υπηρετεί και η δήλωση του έλληνα Πρωθυπουργού.
Δεν είναι όμως αυτή η περίπτωση του Αουσβιτς. Περισσότερο και από τόποι μαρτυρίου, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν τόποι ψυχρής όσο και μαζικής θηριωδίας. Από αυτήν την άποψη και μόνο, οφείλει να αγνοήσει κανείς τον τακτικισμό που υποτίθεται πως επιβάλλει η γεωπολιτική συγκυρία και να σταθεί στον υψηλό συμβολισμό. Οχι μόνο. Οφείλει ακόμη να αναρωτηθεί γιατί έπρεπε να περάσουν 75 ολόκληρα χρόνια από την απελευθέρωση του κολαστηρίου του Αουσβιτς για να βρεθεί εκεί έλληνας Πρωθυπουργός. Γιατί η Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος ήταν σαν να αφορά πάντα τους άλλους, τους θύτες και τα θύματα όλης της υπόλοιπης Ευρώπης, αλλά όχι τους θύτες και τα θύματα αυτής εδώ της χώρας.
Μια απάντηση έδωσε ο ίδιος ο έλληνας Πρωθυπουργός υπενθυμίζοντας κάτι που είχε γράψει ο ιστορικός Ιαν Κέρσοου: «Ο δρόμος προς το Αουσβιτς χτίστηκε από το μίσος, αλλά είναι στρωμένος από την αδιαφορία». Η απάντηση είναι σωστή. Αλλά είναι σωστή και για μια χώρα που επί δεκαετίες ολόκληρες αισθανόταν αόρατη στον ευρωπαϊκό χάρτη του αντισημιτισμού και είχε αυτοεξαιρεθεί από τις ευθύνες της και την αναμέτρησή της με το παρελθόν, παρά το γεγονός πως ούτε το αντισημιτικό μίσος τής ήταν άγνωστο ούτε η αδιαφορία απέναντι στους 65.000 Ελληνες Εβραίους που χάθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα. Ακόμη χειρότερα, εκείνοι οι λίγοι που κατάφεραν να επιστρέψουν ζωντανοί στην πατρίδα τους δεν βρήκαν μόνο ένα αδιάφορο κράτος απέναντί τους. Δεν βρήκαν μόνο ένα κράτος που ήθελε να το ξεχάσουν και να τους ξεχάσει. Αλλά και ένα κράτος σχεδόν εχθρικό.
Υπάρχει ένας αδιάψευστος μάρτυρας αυτής της πραγματικότητας και είναι το πείσμα των γεγονότων. Η πιο εβραϊκή πόλη της χώρας δεν έσβησε μόνο με έναν σχεδόν συστηματικό τρόπο τα εβραϊκά της ίχνη χτίζοντας ακόμη και το πανεπιστήμιό της στο εβραϊκό της νεκροταφείο. Επιπλέον άφησε να κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι της λήθης για να τιμήσει με ένα μνημείο τους χαμένους Εβραίους της. Το Μνημείο Ολοκαυτώματος στήθηκε στη Θεσσαλονίκη μόλις το 1997, όταν πια η βαρβαρότητα δεν ήταν παρά μια θολή ανάμνηση. Στήθηκε πολλά χρόνια αφότου η Ελλάδα είχε πάψει να είναι μια μεταπολεμική χώρα μεγάλης ανέχειας και αδελφοκτόνου αίματος για να μπορέσει να σηκώσει στους ώμους της το βάρος κι άλλου αίματος.
Μπορεί να δει κανείς την αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη στους 65.000 Ελληνες Εβραίους που χάθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ως το τέλος εκείνης της θλιβερής αυτοεξαίρεσης από τον χάρτη των θυμάτων. Αλλά και να διαβάσει τη φράση του πως «στη Δημοκρατία μας δεν έχουν θέση το μίσος, οι διακρίσεις και η μισαλλοδοξία» ως την αρχή μιας έστω και έμμεσης αλλά πάντως οδυνηρής παραδοχής πως αυτή η χώρα δεν εξαιρείται ούτε από τον χάρτη των θυτών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις