Το συχνότερα εμφανιζόμενο αφροδίσιο νόσημα και πώς θα το αντιμετωπίσετε
Η λοίμωξη από χλαμύδια αποτελεί σήμερα το συχνότερα εμφανιζόμενο αφροδίσιο νόσημα
Η λοίμωξη από χλαμύδια αποτελεί σήμερα το συχνότερα εμφανιζόμενο αφροδίσιο νόσημα. Προκαλείται από το βακτήριο Chlamydia trachomatis και παρουσιάζεται συχνότερα σε νεαρά άτομα που έχουν έντονη σεξουαλική ζωή, και ιδίως πολλούς συντρόφους. Η ονομασία του βακτηρίου αυτού προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «χλαμύδα» (που σημαίνει «μανδύας») λόγω της μορφής του, αφού μοιάζει να τυλίγει σαν μανδύας τον πυρήνα του μολυσμένου κυττάρου.
Η μετάδοση της λοίμωξης μπορεί να γίνει με κάθε μορφή σεξουαλικής πράξης (κολπικό, πρωκτικό και στοματικό έρωτα), καθώς και με τα χέρια μετά την επαφή τους με τα γεννητικά όργανα, ενώ μπορεί να μεταδοθεί και από τη μολυσμένη μητέρα στο μωρό κατά τον φυσιολογικό (κολπικό) τοκετό, κατά τη διέλευση του μωρού μέσα από το γεννητικό σωλήνα.
Η ενθαρρυντική πλευρά της νόσου αυτής είναι η ύπαρξη αποτελεσματικής θεραπείας, ενώ η ανησυχητική πλευρά της είναι η ανυπαρξία σε πολλές περιπτώσεις συμπτωμάτων, άρα και η δυσκολία έγκαιρης διάγνωσης, καθώς και οι σοβαρές επιπτώσεις που μπορεί να έχει, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα.
Συμπτώματα σε γυναίκες και άντρες
Η χλαμυδιακή λοίμωξη χαρακτηρίζεται «σιωπηρή νόσος» (silent epidemic), επειδή σε μεγάλο ποσοστό ασθενών είναι ασυμπτωματική. Ιδιαίτερα στις γυναίκες η νόσος δεν εμφανίζει συμπτώματα στο 70-80% των περιπτώσεων και για το λόγο αυτό μπορεί να διαπιστωθεί πολύ καιρό μετά τη μόλυνση του ατόμου. Αρχικά, προκαλεί τραχηλίτιδα και στη συνέχεια μπορεί να επεκταθεί στις σάλπιγγες και τα άλλα γεννητικά όργανα. Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν βλεννοπυώδεις κολπικές εκκρίσεις, ανώμαλη αιμορραγία της μήτρας ή αιμορραγία μετά την επαφή, κοιλιακό πόνο, πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή (δυσπαρεύνια), πυρετό, πόνο κατά την ούρηση, συχνοουρία, τοπική ερυθρότητα, κνησμό ή οίδημα του κόλπου.
Στους άντρες, ποσοστό 50% δεν εμφανίζει καθόλου συμπτώματα, ενώ στο υπόλοιπο 50% εμφανίζονται συμπτώματα ουρηθρίτιδας (λοίμωξης της ουρήθρας), με συνηθέστερα τον πόνο ή το κάψιμο κατά την ούρηση, ασυνήθιστες εκκρίσεις από το πέος, πρησμένους ή μαλακούς όρχεις ή πυρετό. Αν το βακτήριο εξαπλωθεί στους όρχεις, προκαλεί επιδιδυμίτιδα, η οποία σπανίως μπορεί να προκαλέσει ακόμη και στειρότητα, αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως. Επίσης, τα χλαμύδια μπορούν να προκαλέσουν προστατίτιδα.
Θεραπεία των χλαμυδίων
Η θεραπευτική αντιμετώπιση των χλαμυδίων γίνεται με τη λήψη βακτηριοστατικών αντιβιοτικών: μακρολίδες (αζιθρομυκίνη, κλαριθρομυκίνη, ερυθρομυκίνη κ.ά.) ή τετρακυκλίνες (δοξυκυκλίνη, τετρακυκλίνη κ.ά.), ενώ στις έγκυες και τις θηλάζουσες γυναίκες συνιστώνται κυρίως η ερυθρομυκίνη και εναλλακτικά η αμοξικιλλίνη. Κατά κανόνα, συνιστάται να πάρει θεραπεία και ο/η σύντροφος.
Αν η νόσος δεν αντιμετωπιστεί, μπορεί να προκαλέσει σοβαρά αναπαραγωγικά και άλλα προβλήματα υγείας, όπως παθήσεις στα μάτια (τράχωμα), στους πνεύμονες και στα αυτιά. Ειδικότερα, στη γυναίκα μπορεί να προκαλέσει:
- χρόνια φλεγμονώδη νόσο της πυέλου, που θεωρείται η σοβαρότερη επιπλοκή της νόσου και εμφανίζει βαριά κλινική εικόνα σε οξεία μορφή σαλπιγγίτιδα
- οξεία ενδομητρίτιδα
- έκτοπη κύηση (τα χλαμύδια ευθύνονται για το 40% των εκτόπων κυήσεων)
- πρόωρο τοκετό, μειωμένη ανάπτυξη του εμβρύου και χαμηλό βάρος γέννησης
- υπογονιμότητα
Στον άντρα μπορεί να προκαλέσει:
- ουρηθρίτιδα
- επιδιδυμίτιδα
- στειρότητα
Στο νεογέννητο βρέφος μπορεί να προκαλέσει επιπεφυκίτιδα (στο 1/3 των περιπτώσεων εντός των 2 πρώτων εβδομάδων της ζωής του) ή πνευμονία (σε ποσοστό 15% εντός των 4 πρώτων μηνών). Ποσοστό 50-60% των νεογέννητων από μητέρες με χλαμυδιακή τραχηλίτιδα μολύνονται από τη νόσο.
Πώς επιτυγχάνεται η πρόληψη κατά των χλαμυδίων
Λόγω του υψηλού ποσοστού ασυμπτωματικών περιπτώσεων, δεν θα πρέπει να συναρτάται ο έλεγχος με την ύπαρξη συμπτωμάτων. Άτομα με έντονη σεξουαλική ζωή και πολλούς συντρόφους θα πρέπει να υποβάλλονται ετησίως σε προληπτικό έλεγχο, ώστε η τυχόν λοίμωξη να διαγνωσθεί έγκαιρα. Ο έλεγχος γίνεται στους άντρες με λήψη υλικού από τις εκκρίσεις της ουρήθρας και στις γυναίκες με λήψη τραχηλικού ή ουρηθρικού δείγματος ή ούρων. Το δείγμα εξετάζεται σε μικροβιολογικό εργαστήριο με την κλασική μέθοδο της καλλιέργειας ή με άλλες νεότερες μεθόδους (άμεσος ανοσοφθορισμός με αντισώματα, PCR, τεχνικές ELISA κ.ά.). Πρέπει να επισημανθεί ότι με το τεστ-Παπ δεν διαγιγνώσκεται η ύπαρξη χλαμυδίων.
Φυσικά, ισχυρό μέσο πρόληψης κατά των χλαμυδίων είναι η χρήση προφύλαξης με μεθόδους φραγμού (όπως προφυλακτικό, κολπικό διάφραγμα κλπ.) κατά τις σεξουαλικές επαφές, οπότε μειώνεται ο κίνδυνος μετάδοσης της χλαμυδιακής λοίμωξης (και των υπόλοιπων σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων) έως και 65%. Επίσης, συνιστάται το πλύσιμο των χεριών μετά την επαφή τους με τα γεννητικά όργανα.
Συμπερασματικά, η πιθανότητα μετάδοσης χλαμυδίων κατά τις σεξουαλικές επαφές δεν θα πρέπει να προκαλεί υπέρμετρο φόβο ή άγχος, αλλά να οδηγεί στην ενημέρωση για το ζήτημα αυτό, ιδίως όσον αφορά τον τρόπο μετάδοσης, τα μέτρα πρόληψης και τα συμπτώματα της νόσου. Η ενημέρωση είναι καθοριστική, αφού συμβάλλει, κατ’ αρχάς, στην τήρηση των μέτρων πρόληψης και, δευτερευόντως, στην επαγρύπνηση για πιθανά συμπτώματα.
Πηγή: iatropedia.gr
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις