Πούτιν εναντίον Ερντογάν με φόντο τους νεκρούς στη Συρία – Κλιμάκωση των σχέσεων Ρωσίας με Τουρκία
Η νέα ένταση γύρω από την περιοχή της Ιντλίμπ, συμπεριλαμβανομένων και των συγκρούσεων ανάμεσα σε συριακές κυβερνητικές δυνάμεις (που έχουν την υποστήριξη της Ρωσίας) και τον τουρκικό στρατό έφερε στο προσκήνιο τα ανοιχτά μέτωπα στη Συρία αλλά και τη δύσκολη – όσο και αναγκαστική – σχέση ανάμεσα σε Τουρκία και Ρωσία
- Συνεδριάζει τη Δευτέρα το υπουργικό συμβούλιο υπό τον Μητσοτάκη - Τα επτά θέματα
- Ανήλικοι μαχαίρωσαν 23χρονο στον πνεύμονα για… μία παρατήρηση - Τι λέει ο πατέρας του θύματος
- Ισχυροί άνεμοι στη Βρετανία - Μεγάλα προβλήματα στις πτήσεις ενόψει των Χριστουγέννων
- Νετανιάχου: «Θα δράσουμε κατά των Χούθι, όπως δράσαμε κατά των τρομοκρατών του Ιράν»
Η τουρκική εμπλοκή στη Συρία εξαρχής συνδύαζε την προβολή ισχύος και τη διεκδίκηση αναβαθμισμένου ρόλου περιφερειακής δύναμης, με την ανάληψη μεγάλων και πραγματικών κινδύνων.
Αυτό φάνηκε στην αρχική εμπλοκή, όταν η Τουρκία πίστευε ότι μέσω της ενίσχυσης της ένοπλης αντιπολίτευσης μπορούσε να συμβάλει στην ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ και την απόκτηση αυξημένης επιρροής. Τότε η Τουρκία διαπίστωσε οδυνηρά ότι η όλη εμπλοκή την έφερε αντιμέτωπη με διαφόρους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένου του «υπαρξιακού» φόβου ότι θα διαμορφωθεί οιονεί κουρδική κρατική οντότητα δίπλα στα σύνορά της και μάλιστα με αμερικανική υποστήριξη.
Αυτό οδήγησε στην άνιση σχέση με τη Ρωσία, εφόσον η τελευταία αναδείχτηκε στη μόνη δύναμη που μπορούσε να δώσει έστω κάποιες εγγυήσεις ασφάλειας στην Τουρκία, κάτι που φάνηκε στην ανοχή της Ρωσίας στις επιχειρήσεις της Τουρκίας στην Αφρίν και πιο πρόσφατα στη διαμόρφωση «ζώνης ασφαλείας» στην βορειοανατολική Συρία, ως απάντηση στις κουρδικές δυνάμεις που υποχρεώθηκαν σε υποχώρηση. Επιπλέον, ήταν η Ρωσία που εγγυήθηκε και την παρουσία της Τουρκίας στη «διαδικασία της Αστάνα» που αναδύθηκε στη μόνη πολιτική διαδικασία με κάποιο αντίκτυπο στο πραγματικό πεδίο.
Η σημασία της Ιντλίμπ
Τμήμα της εκ των πραγμάτων διαπραγμάτευσης για το μέλλον της Συρίας, ιδίως από τη στιγμή που φάνηκε δεν θα είχε τύχη κάποια προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης Άσαντ, ήταν και η έννοια των «ζωνών αποκλιμάκωσης», δηλαδή ζωνών όπου θα συγκεντρώνονταν οι δυνάμεις της συριακής αντιπολίτευσης, τόσο οι ένοπλοι, όσο και οι άμαχοι και σταδιακά θα εφαρμόζονταν διαδικασίες αφοπλισμού και αποκατάστασης της πολιτικής ενότητας της Συρίας.
Σταδιακά, από όλες τις ζώνες το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην ευρύτερη περιοχή της Ιντλίμπ. Στην περιοχή αυτοί βρίσκονται συγκεντρωμένοι ένοπλοι από τις διάφορες τάσεις της συριακής αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένων και τάσεων ή μαχητών που είχαν σχέσεις με την Αλ Κάιντα (άλλωστε μια μετεξέλιξη του τοπικού παρακλαδιού της ασκεί έλεγχο σε μέρος της περιοχής) ή το Ισλαμικό Κράτος. Ως αποτέλεσμα η περιοχή ήταν στο στόχαστρο των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων στο πλαίσιο της σταδιακής προσπάθειας απόκτησης ελέγχου στο σύνολο της συριακής επικράτειας.
Όμως, ταυτόχρονα στην περιοχή αυτή βρίσκονταν συγκεντρωμένοι και οι μαχητές του «Συριακού Εθνικού Στρατού», δηλαδή της ένοπλης (και κατά βάση ισλαμικής αντιπολίτευσης) που υποστηρίζεται (συμπεριλαμβανομένης της υλικής ενίσχυσης) από την Τουρκία. Η Τουρκία θεωρεί σημαντικές αυτές τις δυνάμεις και γιατί αποτελούν τον τρόπο για διατηρήσει άμεση πολιτική επιρροή στη Συρία αλλά και γιατί επιδιώκει στη βάση των αυτών των δυνάμεων αποκτήσει μια μόνιμη παρουσία. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτές τις δυνάμεις ενεργοποίησε όταν εισέβαλε στη Βορειοανατολική Συρία, ενώ αυτές ευθύνονται και για ενέργειες όπως η εν ψυχρώ εκτέλεση της κούρδισσας πολιτικού Εβρίν Χαλάφ τον περασμένο Οκτώβρη. Ταυτόχρονα, η Τουρκία επεδίωκε προοπτικά να χρησιμοποιούσε την παρουσία της στην «ασφαλή ζώνη» στη βορειοανατολική ζώνη για να μεταφέρει εκεί μέρος των προσφύγων που βρίσκονται σε τουρκικό έδαφος επιδιώκοντας να αλλάξει την πληθυσμιακή σύνθεση των περιοχών που πριν βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των κουρδικών πολιτοφυλακών.
Γι’ αυτό το λόγο και η Τουρκία πάντοτε έφερε αντιρρήσεις σε οποιαδήποτε προσπάθεια βίαιης ανακατάληψης της Ιντλίμπ από τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις. Σε αυτό συντελούσε και ο φόβος ότι τυχόν πτώση της Ιντλίμπ στα χέρια των κυβερνητικών δυνάμεων, θα οδηγούσε και σε νέο προσφυγικό κύμα προς την Τουρκία (στοιχείο που ήδη καταγράφεται), κάτι που σε κανένα βαθμό δεν επιθυμεί η Άγκυρα θεωρώντας ότι με πάνω από 3 εκατομμύρια πρόσφυγες σε τουρκικό έδαφος και σημάδια αρνητικής αντιμετώπισης από τον τουρκικό πληθυσμό δεν μπορεί να αντέξει νέο κύμα προσφύγων, ιδίως εάν περιλαμβάνουν και τον σκληρό πυρήνα των ισλαμιστικών ένοπλων τμημάτων της συριακής αντιπολίτευσης.
Γι’ αυτό το λόγο και το 2018, στο πλαίσιο της διαδικασίας της Αστάνα η Τουρκία εξασφάλισε ότι δεν θα προχωρήσει η ανακατάληψη της Ιντλίμπ και η ίδια θα αναλάμβανε σημαντικό ρόλο στην επιτήρηση της περιοχής και την ευθύνη τελικά του αφοπλισμού των ένοπλων οργανώσεων.
Η νέα επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων και η δύσκολη θέση της Τουρκίας
Ωστόσο, η Τουρκία σε μεγάλο βαθμό δεν τήρησε τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει. Άλλωστε, εξαρχής επεδίωκε να διατηρήσει τη στρατιωτική παρουσία ως μέσο για να μπορεί να έχει λόγο στη μεταπολεμική κατάσταση αλλά και στο πλαίσιο διαφόρων «προβολών ισχύος». Δεν είναι τυχαίο ότι για να μπορέσει να παρέμβει στη λιβυκή κρίση θα βοηθήσει στη μεταφορά σύριων μισθοφόρων στο πλευρό της κυβέρνησης της Τρίπολης, προερχόμενων ακριβώς από τις ένοπλες ισλαμικές οργανώσεις που υποστηρίζει.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή διαμορφωνόταν ένας παγιωμένος συσχετισμός στην ίδια τη Συρία. Οι κυβερνητικές δυνάμεις πιέζουν για να προχωρήσει η πολιτική ενοποίηση, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου κρίσιμων οδικών αξόνων. Αυτό μπορεί να εξηγήσει τη συνεχιζόμενη πίεση προς τμήματα του θύλακα της Ιντλίμπ την ώρα που η Τουρκία προσπάθησε να επεκτείνει τους «σταθμούς ελέγχου» που έχει στην περιοχή. Σε αυτό το πλαίσιο προέκυψαν οι συγκρούσεις ανάμεσα στις τουρκικές και τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις που έχουν την υποστήριξη της ρωσικής αεροπορίας.
Μεσοπρόθεσμα, όπως έδειξαν και οι προηγούμενες φάσεις του συριακού εμφυλίου πολέμου, η προέλαση των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων δύσκολα μπορεί να ανακοπεί. Ωστόσο, μπορεί να καθυστερήσει και αυτό δείχνει να είναι η πρόθεση της Τουρκίας, που σε αυτό μπορεί ελπίζει και στην υποστήριξη των ΗΠΑ. Οι τελευταίες κυρίως έχουν διατηρήσει μια περιορισμένη περιουσία ανατολικά του Ευφράτη, όμως προφανώς και θα καλωσόριζαν κάθε βήμα που θα έκανε πιο δύσκολη τη θέση της κυβέρνησης Άσαντ και των συμμάχων της (της Ρωσίας και του Ιράν), έστω και εάν έχουν επίγνωση πλέον δεν είναι εφικτή μια «αλλαγή καθεστώτος».
Δεν είναι τυχαίο ότι την περασμένη Πέμπτη 30 Ιανουαρίου βρέθηκε στην Άγκυρα ο αμερικανός πτέραρχος Τοντ Γουόλτερς, διοικητής της αμερικανικής European Command και ταυτόχρονα ανώτατος στρατιωτικός διοικητής του ΝΑΤΟ (SACEUR), για συνομιλίες με τον τούρκο υπουργό Άμυνας Χουλουσί Ακάρ και τον τούρκο ΓΕΕΘΑ Γιασάρ Γκιουλέρ, συνομιλίες που αφορούσαν και την κατάσταση στη Συρία.
Η αναγκαστική συμπόρευση με τη Ρωσία
Ωστόσο, πέραν ρητορικών εξάρσεων υπάρχουν όρια στην κλίμακα της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην Τουρκία και τη Ρωσία. Η Άγκυρα δύσκολα μπορεί να κινηθεί με τρόπο που θα την έφερνε συνολικά αντίθετη με τη Μόσχα. Η ρωσική παρουσία στη Συρία, όπως και η σχέση που έχει η Ρωσία τόσο με τη συριακή κυβέρνηση όσο και με το Ιράν, την άλλη σημαντική δύναμη που στηρίζει τη συριακή κυβέρνηση, σημαίνουν ότι στην πραγματικότητα η τουρκική παρουσία στη Συρία σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται και στην ρωσική ανοχή. Χωρίς αυτήν, η τουρκική παρουσία θα ήταν υπό διακύβευση.
Επιπλέον, ούτε η Μόσχα επιδιώκει μια πλήρη ρήξη. Θέλει να συνεχίσει σταδιακά η κυριαρχία της Δαμασκού επί του συνόλου της επικράτειας της Συρία, όμως θέλει και να κατοχυρώσει ρόλο δύναμης που εγγυάται ισορροπίες και μια πολιτική λύση. Η συμπόρευση με την Τουρκία, ύστερα από την ακραία επιδείνωση που είχε φέρει η κατάρριψη ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους, είναι στοιχείο που η Ρωσία το βλέπει ως αναβάθμιση του ρόλου της. Γι’ αυτό και προσπαθεί να διατηρεί πάντα ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας.
Πάντως ο ρώσος ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ υποστήριξε ότι «όλα αυτά είναι λυπηρά», υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα ότι το πρόβλημα ήταν το γεγονός ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις δε ενημέρωσαν έγκαιρα για τις κινήσεις τους εντός της «ζώνης από-κλιμάκωσης» της Ιντλίμπ, με αποτέλεσμα η Ρωσία να μην μπορεί να ενημερώσει σχετικά τις συριακές ένοπλες δυνάμεις.
Καθόλου τυχαία που την Τρίτη 4 Φεβρουαρίου ο ίδιος ο Ερντογάν έσπευσε να χαμηλώσει τους τόνους ως προς τις ρωσουτουρκικές σχέσεις. Μιλώντας σε δημοσιογράφους κατά την επιστροφή του από την επίσκεψη στην Ουκρανία, κατά την οποία επανέλαβε ότι δεν αναγνωρίζει την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, τόνισε ότι «δεν σκοπεύουμε να βρεθούμε σε σοβαρή σύγκρουση με τη Ρωσία σε αυτή τη φάση», υπογράμμισε τη σημασία των στρατηγικών συνεργασιών με τη Ρωσία σε ζητήματα όπως ο αγωγός Turk Stream, το πυρηνικό εργοστάσιο στο Ακούγιου, τον τουρισμό και φυσικά την προμήθεια των συστοιχιών S-400. Από τη μεριά του ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου τόνισε ότι η Τουρκία δεν θα ανεχτεί επιθέσεις εναντίον των δυνάμεων της από τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις, όμως θα προσπαθήσει να επιλύσει αυτές τις συγκρούσεις με τη Ρωσία «όπως κάναμε στη Ρωσία και το Σότσι», δήλωση που παραπέμπει στην επιδίωξη με την εγγύηση της Ρωσίας άλλης μιας συμφωνίας που να καθυστερεί την προέλαση των κυβερνητικών δυνάμεων.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις