Είναι η παράσταση του «καταραμένου» έργου: αν τολμήσεις, λέει, ν’ αρθρώσεις το όνομα του «Μακμπέθ», κακό μεγάλο θα σε βρει. Οι μάγισσες θα σε καταδικάσουν σε θάνατο φριχτό, σε Κόλαση αιώνια. Για να σπάσει την κατάρα ο ηθοποιός που ερμηνεύει τον ματωμένο βασιλιά, πρέπει να βγει από το θέατρο, να κάνει τρεις κύκλους γύρω από τον εαυτό του, να φτύσει, να βρίσει και μετά να χτυπήσει την πόρτα των καμαρινιών για να μπει πάλι μέσα. Αυτό τουλάχιστον λέει η θεατρική παράδοση από το 1606 μέχρι τις μέρες μας.

Στο Εθνικό ο «Μακμπέθ» με τον Δημήτρη Λιγνάδη και την Μαρία Κίτσου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη είναι sold out από την πρώτη της μέρα. Ισως παίζει ρόλο και το γεγονός ότι μέσα από το σίριαλ «Αγριες Μέλισσες» ο κόσμος γνώρισε μια σπουδαία ηθοποιό, που ήταν το καλά κρυμμένο μυστικό της πόλης. Τη Μαρία Κίτσου. Καλώς τους κι ας άργησαν.

Για την παράσταση τώρα. Κάποια πράγματα μου άρεσαν και κάποια κομσί κομσά.

 

Στα συν

– Η Μαρία Κίτσου. Κάνοντας την ανατροπή, η Λαίδη Μακμπέθ της πρώτης πράξης ήταν χαμογελαστή, γλυκιά. Ούτε γουρλωμένα μάτια, ούτε σατανικά γελάκια. Τρυφερή σχεδόν. Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομερό από τον φόνο φριχτό που σχεδιάζει στόμα μελίρρυτο. Στα συν και η σκηνή της τρέλας της.

– Η μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου. Δεν αλλάζεις ούτε «και»: κι αν αλλάξεις απλώς δεν ξέρεις από θέατρο, voila.

– Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Εύας Ναθένα. Το κόκκινο και το μαύρο. Το αίμα, ο πόθος, η εξουσία και ο θάνατος, που έγιναν ένα κι έλιωσαν το ζευγάρι στη χοάνη τους.

– Το γεγονός πως ο Λιγνάδης διάλεξε αξιότατους συντελεστές να τον συντροφεύσουν στο σκηνοθετικό του ταξίδι, είναι ένα μεγάλο συν της παράστασης.

Ο Δημήτρης Λιγνάδης στον ομώνυμο ρόλο ήταν καλός. Πραγματικά καλός. Λίγο εγκεφαλικός για τα γούστα μου. Είναι σαρωτικός ο Μακμπέθ έτσι όπως ο ίδιος τον σκηνοθέτησε, νομίζω. Η βασιλική στολή είναι ξένη, δανεική από τον χρόνο και τις συγκυρίες. Το κόκκινο βελούδο έχει φθαρεί, βλέπεις τις χοντροβελονιές, τις ραφές, την ξηλωμένη φόδρα που σέρνεται στο πάτωμα. Εδώ το κόκκινο βελούδο του Λιγνάδη είναι του κουτιού. Ατσαλάκωτο. Ή έτσι μου φάνηκε εμένα τουλάχιστον.

Στα πλην

– Οι τρεις μάγισσες. Οι εντελώς αμήχανες. Ούτε φόβος, ούτε γέλιο, ούτε τίποτα. Δεν το κατάλαβα αυτό καθόλου όμως. Κι όμως η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου είναι καλή ηθοποιός. Οσο για την αδυναμία μου τη Ράνια Οικονομίδου, επιλέγω να τη θυμάμαι στα άλλα τα πιο ραφινάτα θεατρικά κεντίδια της.

– Οι υπόλοιποι ρόλοι. Ερμηνείες στο πόδι, λυπάμαι που το λέω. Ενας λόγος απαγγελτικός, μετωπικός, αδιάφορος. Πού αυτό; Στο Εθνικό μας Θέατρο. Πότε αυτό; Το 2020 που στην Ελλάδα υπάρχουν σπουδαίοι άνεργοι ηθοποιοί.

– Μου έλειψαν τα φαντάσματα στο τραπέζι. Πολύ.

Εν πολλοίς, μια εγκεφαλική παράσταση με συν και πλην. Μια παράσταση ήρεμων τόνων, χωρίς στόμφο κι ουρλιαχτά. Καλοδουλεμένη και ψύχραιμη. Ισως υπερβολικά ψύχραιμη. Και ίσως υπερβολικά εγκεφαλική.

Για τα γούστα μου τουλάχιστον. Τα άκρως υποκειμενικά.