Η ευκαιρία του Ζέλικο Ραζνάτοβιτς
Παρά το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του στο έγκλημα, τι θα ήταν ο Αρκάν χωρίς το αιματοκύλισμα στη Γιουγκοσλαβία;
- Ο Κηφισός δεν θα άντεχε το νερό του Ντάνιελ ή της Βαλένθια - Καθηγητής του ΕΜΠ εξηγεί τον λόγο
- Ανδρουλάκης: Να επενδύσουμε στη βιωσιμότητα, την αειφορία και στις συνέργειες μεταξύ του τουρισμού
- Ο Σπηλιωτόπουλος εξηγεί γιατί δεν υπέγραψε τη διακήρυξη του κόμματος Κασσελάκη
- Στοιχεία σοκ για την ενδοοικογενειακή βία: Πάνω από 15.000 γυναίκες έχουν πέσει θύματα σε δέκα μήνες
Η αλήθεια είναι ότι ο Ζέλικο Ραζνάτοβιτς (1952 – 2000) δεν είχε πολλές ευκαιρίες στη ζωή του. Αλήθεια είναι επίσης ότι φρόντιζε να τις δημιουργεί μόνος του. Θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε «αυτοδημιούργητο» – αν και από τους «αυτοδημιούργητους» που σπανίως διδάσκονται ως πρότυπα στα κατηχητικά.
Κατά την εφηβεία του ξεκίνησε από πολύ χαμηλά την εγκληματική του σταδιοδρομία – ως πορτοφολάς γυναικών και διαρρήκτης καπνοπωλείων – με αποτέλεσμα μέχρις ότου ενηλικιωθεί να μπαινοβγαίνει στα αναμορφωτήρια. Εκτοτε η εξέλιξή του ήταν ραγδαία. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 φιγουράριζε στη λίστα της Ιντερπόλ με τους πιο καταζητούμενους εγκληματίες, με δράση που περιελάμβανε ένοπλες ληστείες και απόπειρες δολοφονίας, καθώς εκτεινόταν στη μισή Δυτική Ευρώπη: Γαλλία, Ολλανδία, Αγγλία, Βέλγιο, Σουηδία, Γερμανία… Χρησιμοποιούσε πολλά πλαστά διαβατήρια κατά τις μετακινήσεις του – με ένα από τα ψευδώνυμά του, ωστόσο, ήταν γραφτό να περάσει στην αθανασία: Αρκάν.
Το 1982, μόλις τριάντα χρονών, ο Αρκάν ένιωθε ήδη κουρασμένος από την παρανομία και αποφάσισε να βρει απάγκιο στην κανονικότητα. Γύρισε στην πατρίδα του, την ενωμένη ακόμη Γιουγκοσλαβία, και άνοιξε ένα ζαχαροπλαστείο στο Βελιγράδι. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι με τη ζαχαροπλαστική δεν εκλύεις σπουδαίες ποσότητες αδρεναλίνης κι επέστρεψε στις παλιές του συνήθειες. Ενα μυστήριο διαρκείας (πώς διάολο κατάφερνε και παρέμενε έξω από τα σίδερα, με τόσα κακουργήματα στην καμπούρα του) λύθηκε άπαξ διά παντός όταν αποκαλύφθηκαν οι στενοί δεσμοί του, πρώτα με τις γιουγκοσλαβικές και κατόπιν με τις ομογάλακτες σερβικές υπηρεσίες ασφαλείας.
Με το ξέσπασμα των εθνοτικών πολυαίμακτων συγκρούσεων που οδήγησαν στη διάλυση της πατρίδας του κατά τη δεκαετία του 1990, μια από τις πρώτες του προτεραιότητες ήταν η αποκατάσταση των προσωπικών του σχέσεων με την περιβόητη ιταλική Καμόρα.
Οι ιταλοί μαφιόζοι έσπασαν με το αζημίωτο το εμπάργκο όπλων της Δύσης προς τη Γιουγκοσλαβία και ο Αρκάν ανακάλυψε ότι το έγκλημα και ο πατριωτισμός μπορούν να καταλήξουν σε αμοιβαία επωφελή συμφωνία: το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο.
Παρά το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του στο έγκλημα, τι θα ήταν ο Αρκάν χωρίς το αιματοκύλισμα στη Γιουγκοσλαβία; Ενας ακόμη γκάνγκστερ της σειράς. Πόσους να ξεπάστρευε πριν τον ξεπαστρέψουν; Δέκα, είκοσι, εκατό φουκαράδες; Εγώ σας λέω διακόσιους, γιατί είμαι χουβαρντάς. Και πάλι, σταγόνα στον ωκεανό, για έναν φονιά της δικής του κλάσης. Μονάχα ένας πόλεμος εθνικού βεληνεκούς μπορούσε να του δώσει τη χρυσή ευκαιρία να επιδείξει τις φονικές του δεξιότητες σε επίπεδο εθνοκάθαρσης. Ηγήθηκε μιας ανελέητης παραστρατιωτικής οργάνωσης με την κομψή επωνυμία «Σερβική Φρουρά Εθελοντών» – πιο γνωστής, όμως, με το παρατσούκλι «Οι τίγρεις του Αρκάν» – και διακρίθηκε στο θεάρεστο έργο της σφαγής αμάχων.
Πλέον διαβόητη ήταν η συμμετοχή του στο μακελειό του Βούκοβαρ τον Νοέμβριο του 1991: βασάνισε, εκτέλεσε με πολυβόλα κι έκαψε ζωντανούς γύρω στους οκτακόσιους κατοίκους που είχαν την ατυχή έμπνευση να βρουν καταφύγιο στο τοπικό νοσοκομείο. Τον Μάρτιο του 1999 δημοσιοποιήθηκε ένα διεθνές ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί εναντίον του σχεδόν δύο χρόνια νωρίτερα – για «γενοκτονία μουσουλμάνων» κι «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» -, ενώ δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως, αν επιζούσε και τη νέα χιλιετία, θα στεκόταν στο πλάι του Μιλόσεβιτς, του Κάραζιτς και του Μλάντιτς, στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης. Δεν επέζησε. Τον Ιανουάριο του 2000 δολοφονήθηκε στο ξενοδοχείο InterContinental του Βελιγραδίου. Μολονότι για πολλούς Σέρβους (ακόμη και σήμερα) έχει κερδίσει επάξια το φωτοστέφανο του εθνικού ήρωα, βρήκε το τέλος ενός κοινού κακοποιού.
Για να είμαστε δίκαιοι, ο Ζέλικο Ραζνάτοβιτς δεν ανακάλυψε την πυρίτιδα. Οι αλλαξοκωλιές ανάμεσα στους εκπροσώπους του νόμου και στους παρανόμους είναι τόσο παλιές όσο και ο νόμος καθαυτός. Οι δικοί μας ένδοξοι πρόγονοι, με την κλεφτουριά και τα αρματολίκια, ήταν από τους πρώτους που έδωσαν το φωτεινό παράδειγμα κατά τη νεωτερική εποχή.
Την ίδια περίπου περίοδο, στη μετεπαναστατική Γαλλία, ο Εζέν Φρανσουά Βιντόκ (1775 – 1857) σταδιοδρομεί ως εγκληματίας – εγκληματολόγος, μεταπηδάει με χάρη από τον υπόκοσμο στην αρχηγία της αστυνομίας και αποτελεί το πρότυπο για την περσόνα του Ογκίστ Ντιπέν στην απαράμιλλη πρώτη αστυνομική ιστορία, τους «Φόνους της Οδού Μοργκ» του Εντγκαρ Αλαν Πόε [σχετικά πρόσφατα, στην ταινία «Ο αυτοκράτορας του Παρισιού» (2018), τον ερμήνευσε ιδανικά ο Βενσάν Κασέλ]. Πολλοί ήρωες μυθιστορημάτων έκτοτε – από τον Αρσέν Λουπέν έως τον «Αγιο» Σάιμον Τέμπλαρ – ψυχαγώγησαν γενιές και γενιές αναγνωστών εξευτελίζοντας με μπρίο την ικανότητα των διωκτικών Αρχών. Οι περισσότεροι ιστορικοί αναγνωρίζουν επίσης ότι, δίχως τη συνεργασία του Λάκι Λουτσιάνο και της τοπικής μαφίας, η συμμαχική απόβαση στη Σικελία κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ίσως καταδικαζόταν σε αποτυχία. Ακόμη και στις μέρες μας, πόσα σιχαμερά αποβράσματα δεν σώζουν το τομάρι τους καταδίδοντας τους συνεταίρους τους και μπαίνοντας ισοβίως σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων; Το ειδύλλιο καλά κρατεί.
Ο πειρασμός είναι μεγάλος – όχι μονάχα για τους επίδοξους Αρκάν, αλλά και για την πολιτεία, αφ’ ης στιγμής είναι κοινά παραδεκτό ότι στις βρωμοδουλειές διακρίνονται οι βρώμικοι άνθρωποι και κανένας αγώνας, όσο δίκαιος, δεν κερδήθηκε αποκλειστικά από τους μη μου άπτου και τους λεπτεπίλεπτους.
Τη βδομάδα που μας πέρασε, στα σκληρά δοκιμαζόμενα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, έκαναν την εμφάνισή τους και κακέκτυπα του Ζέλικο Ραζνάτοβιτς, δειλά δειλά προς το παρόν, με αναγνωριστικού τύπου βιαιοπραγίες, περιορισμένες σε απειλές και ξυλοδαρμούς. Ο καθένας μας μπορεί να διατηρεί τη γνώμη του γύρω από το πόσο καλά ή όχι κάνουν τη δουλειά τους οι ξένοι ανταποκριτές, πόσο φερέγγυες ή αφερέγγυες είναι οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (δεν θα τις βάλουμε όλες στο ίδιο τσουβάλι), αλλά θα συμφωνήσουμε ότι, με τη βία των πάσης φύσεως παρακρατικών και τη σιωπηρή συγκατάβαση του κράτους, μάλλον στέλνουμε το λάθος μήνυμα προς τη διεθνή κοινότητα. Εντούτοις, δεν είναι μόνο ζήτημα επικοινωνιακής τακτικής.
Ούτε καν εθισμού της κοινής γνώμης στην αυτοδικία, στο bullying και στο δίκαιο της δορυκτησίας. Είναι πρωτίστως ζήτημα πολιτικής υγείας. Πόσο μακριά είναι ικανοί να φθάσουν οι μελλοντικοί Αρκάν, πόσο εύκολα ή πόσο γρήγορα μπορούν να μεταλλαχτούν από νταήδες και πορτοφολάδες σε μαζικούς δολοφόνους, εξαρτάται από την ενθάρρυνση που θα βρουν ή από την αποθάρρυνση που δεν θα αντιμετωπίσουν. Αυτό είναι το κακό με τα αποβράσματα. Εύκολα τα ξαμολάς. Δύσκολα τα μαζεύεις.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις