Ο Πόντιος αρχηγός της Επανάστασης Αλέξανδρος Υψηλάντης
Εγκατέλειψε μια σπουδαία καριέρα και διέθεσε την προσωπική και οικογενειακή του περιουσία για ένα όνειρο: Τη δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους. Πέθανε στις 31 Ιανουαρίου 1828.
- Έκλεβε τα παπούτσια των παιδιών στο νηπιαγωγείο και πιάστηκε στα πράσα (βίντεο)
- Νέο περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας: Χτύπησε τη γυναίκα του και την έσερνε με το αυτοκίνητο
- Κατεπείγουσα εισαγγελική παρέμβαση από τον Άρειο Πάγο μετά την αποκάλυψη in – Για το χαμένο υλικό από τις κάμερες στα Τέμπη
- Έβαλαν κουτάβια σε τσουβάλια, τα έδεσαν και τα πέταξαν στον Αλφειό
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ποντιακής καταγωγής πρίγκιπας, γιος και εγγονός ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας, στρατηγός του τσαρικού στρατού, αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας και πολιτικός αρχηγός της Επαναστάσεως του 1821, υπήρξε από τις πιο τραγικές και συνάμα ιερές μορφές του αγώνα
Πρωτότοκος γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, ανατράφηκε μέσα σε περιβάλλον που διαπνεόταν από έντονο πατριωτισμό. Κατατάχτηκε στο σώμα των εφίππων σωματοφυλάκων του τσάρου και διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα, ενώ στη μάχη της Δρέσδης το 1813, όταν πολεμούσε ως συνταγματάρχης σε ηλικία μόλις 21 έτους, έχασε το δεξί του χέρι. Σε ηλικία 25 ετών, τον Μάρτιο του 1820, ο Εμμανουήλ Ξάνθος του πρόσφερε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας, μετά την άρνηση του κόμη Ιωάννη Καποδίστρια. Τον ονόμασε «Επίτροπο», που κατά τη βυζαντινή εθιμοτυπία σήμαινε αντιβασιλέας, νόμιμος διάδοχος του θρόνου της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, και πολιτικός αρχηγός της Επαναστάσεως.
Ο Υψηλάντης περνά τον ποταμό Προύθο
Στις 12 Απριλίου 1820 υπογράφεται πρακτικό με το οποίο τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας αναγνωρίζουν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ως «Γενικόν Έφορον της Ελληνικής Εταιρείας, ίνα εφορεύη και επιστατή εν πάσι όσα κρίνονται αναγκαία και ωφέλιμα». Παραιτείται από τον τσαρικό στρατό, περνά τον ποταμό Προύθο στις 22/2/1821 και υψώνει τη σημαία της Επαναστάσεως στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας όπου οι τοπικοί άρχοντες ήταν Έλληνες Φαναριώτες.
ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο παρουσιάζουν: Αλέξανδρος Υψηλάντης: ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας
Δημήτριος Υψηλάντης: ο αγνότερος και πιο ανιδιοτελής αγωνιστής του ‘21.
Μαζί, «Ανθολόγιο». Το βιβλίο-σταθμός της σύγχρονης ελληνικής εκπαίδευσης, που διδάχτηκαν γενιές και γενιές!
Η ορκωμοσία των Ιερολοχιτών έγινε με τις φράσεις: «Ορκίζομαι να χύσω και αυτήν την υστέραν ρανίδα του αίματός μου υπέρ της θρησκείας και της πατρίδος μου. Να φονεύσω και αυτόν τον ίδιον τον αδελφόν αν τον εύρω προδότην της πατρίδος […]. Να μην παραιτήσω τα όπλα προτού να ίδω ελευθέραν την πατρίδα μου και εξολοθρευμένους τους εχθρούς της…». Μετά την ορκωμοσία οι νεοσύλλεκτοι τραγουδώντας το παρακάτω άσμα μετέβησαν στο αρχηγείο του Υψηλάντη: «Φίλοι μου συμπατριώται | Δούλοι να ‘μεθα ως πότε, | Των Αχρείων Μουσουλμάνων | Της Ελλάδος των τυράννων;».
Στις 4 Μαρτίου οι Έλληνες ναυτικοί εξοπλίζουν δεκαπέντε πλοία και στις 17 Μαρτίου ο Υψηλάντης υψώνει τη σημαία στο Βουκουρέστι, αντιμετωπίζοντας το στρατό τριών πασάδων στο Γαλάτσι, το Δραγατσάνι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι και το Σέκο. Ο Ιερός Λόχος του Υψηλάντη καταστράφηκε στη μάχη του Δραγατσανίου στις 7/6/1821, και οι στρατιώτες άρχισαν να λιποτακτούν. Οργισμένος ο Υψηλάντης εξέδωσε προκήρυξη στην οποία χαρακτήριζε τους λιποτάκτες ανάνδρους.
Ο ίδιος (με τα δύο αδέλφια του) υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα και οι Αυστριακοί, για να τον παγιδεύσουν, τον εφοδίασαν με πλαστό διαβατήριο για να φύγει με το ψευδώνυμο Παλαιογενείδης. Λίγο μετά όμως τον συνέλαβαν, τον έκλεισαν στα ανθυγιεινά κελιά του μεσαιωνικού φρουρίου του Μουγκάτς στο οποίο υπέστη τα πάνδεινα, αφού ήταν γνωστή η σκληρή «μετερνιχική» πολιτική απέναντι σε επαναστάτες. Αποφυλακίστηκε με παρέμβαση του Τσάρου και με βαριά κλονισμένη την υγεία του, στις 24/11/1827. Πέθανε στη Βιέννη στις 19/1/1828, σε ηλικία μόλις 36 ετών, χωρίς να προλάβει να δει την ολοκλήρωση του σχεδίου του και να βαδίσει στα ελεύθερα ελληνικά χώματα…
Το ταφικό μνημείο του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην Αθήνα, στο Πεδίον του Άρεως
Πριν πεθάνει έμαθε ότι ο Καποδίστριας αναλαμβάνει κυβερνήτης της ελεύθερης πλέον Ελλάδας και είπε χαρούμενος «Δόξα σοι ο Θεός». Έπειτα άρχισε να απαγγέλει, με τα μάτια ψηλά στον ουρανό, το «Πάτερ ημών».
Η κηδεία του έγινε στη Βιέννη. Στην τελευταία του κατοικία τον συνόδευσαν όλοι οι Έλληνες που διέμεναν στην αυστριακή πρωτεύουσα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις