Η υπογραφή Morris (καλλιτεχνική απόδοση του Maurice) εμφανίστηκε πρώτη φορά το 1946 κάτω από τον πλέον διάσημο  καουμπόι της υφηλίου. Από τη στιγμή που τα πιο φημισμένα κινηματογραφικά γουέστερν ήταν «σπαγγέτι», γυρισμένα  στα πλατό της Τσινετσιτά, δεν θα πρέπει να μας ξενίζει και το γεγονός ότι ο δημιουργός του Λούκι Λουκ ήταν Βέλγος. Ο Maurice de Bevere (1923-2001) φρόντισε ευθύς εξαρχής να πλαισιώσει εκείνον που «πυροβολούσε πιο γρήγορα από τη σκιά του» με αλησμόνητες φιγούρες, ξεπατικωμένες συχνά από τους χολιγουντιανούς αστέρες της εποχής (έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία στον Τζακ Πάλανς), καθώς και με χαρακτηριστικούς «τύπους» της Αγριας Δύσης, όπως τον κινέζο εργάτη των σιδηροδρομικών γραμμών με τη μακριά κοτσίδα (το τρένο πάντοτε τον… περίμενε να τελειώσει, μόλις λίγες ράγες παρακάτω), τον χαρτοκλέφτη που μαδούσε τη μία πολιτεία μετά την άλλη (κατέληγε συνήθως με «πίσσα και πούπουλα», ένα αληθινό έθιμο εκείνων των ημερών, πολύ πιο άγριο και οδυνηρό από όσο απεικονιζόταν) και τον κομπογιαννίτη που διέσχιζε με την άμαξά του τις ερημιές και πουλούσε στους απομακρυσμένους οικισμούς ύποπτα σκευάσματα «διά πάσα νόσο»…

Περιστασιακά, όπως ακριβώς γινόταν και στο σινεμά, ο Morris έδινε πρωταγωνιστικό ρόλο σε κάποιον από αυτούς τους δευτεραγωνιστές και τύλιγε σαν κισσό γύρω τους την πλοκή της ιστορίας. Στην περίπτωση του κομπογιαννίτη, αυτό συνέβη στο «Ελιξίριο» (Μαμούθ Κόμιξ, 2008), όπου ο Λούκι Λουκ έρχεται αντιμέτωπος με τον αδίστακτο «δόκτορα» Ντόξι.

Θα περίμενε κανείς, εν έτει 2020, τουλάχιστον στον πολιτισμένο – τρομάρα του – κόσμο, οι τσαρλατάνοι να έχουν μετακομίσει από την όχι πια και τόσο Αγρια Δύση στα μητροπολιτικά μουσεία. Η αλήθεια είναι πως έχουν μετακομίσει, αλλά όχι στα μουσεία. Εχουν μετακομίσει στην τηλεόραση και στο Διαδίκτυο. Πέραν των άλλων επιβλαβών παρενεργειών, η τηλεόραση και το Διαδίκτυο δίνουν τη δυνατότητα στους αγύρτες να έρθουν σε επαφή με τα υποψήφια θύματά τους και να εκθέσουν την πραμάτειά τους, δίχως να εκτεθούν με τη σειρά τους στους κινδύνους που συνεπάγεται η γνωριμία με τον πελάτη εκ του σύνεγγυς.

Εγώ σου πλασάρω το φάρμακο – πανάκεια, εσύ με πληρώνεις με πιστωτική, όλα ωραία και καλά, από μακριά και αγαπημένοι. Βεβαίως, όπως το τανγκό κι ένα σωρό άλλα πράγματα λιγότερο ευχάριστα, για να πετύχει η απάτη χρειάζονται δύο. Δεν αρκεί ο κομπογιαννίτης. Χρειάζεται και ο εύπιστος.

Για την ακρίβεια, ο πελάτης που είναι προικισμένος μ’ εκείνο το κράμα ευπιστίας / καχυποψίας ώστε να τον καθιστά πραγματικά απρόσβλητο στις συμφορές της νοημοσύνης. Ενα τυπικό τέτοιο κράμα καταγράφει ο οργανισμός έρευνας και ανάλυσης διαΝΕΟσις το 2018: το 35,5% των Ελλήνων πιστεύει ότι έχει βρεθεί το φάρμακο για τον καρκίνο (προφανώς και θεωρούν ταυτόχρονα ότι είναι… ένα το φάρμακο για… όλες τις μορφές καρκίνου) και τους το κρύβουν οι φαρμακευτικές εταιρείες. Μπίνγκο. Εάν πιστεύεις σε μια αναλόγων διαστάσεων παγκόσμια συνωμοσία, γιατί να μην πιστέψεις και ότι μπορεί να σου διαθέσει το ίδιο φάρμακο σε ευτελιστική τιμή ο τσαρλατάνος της γειτονιάς σου;

Αναμφίβολα οι τσαρλατάνοι θεωρούν τους πελάτες τους ηλίθιους. Δεν  είναι υποχρεωτικά ηλίθιοι και οι ίδιοι.  Λαμβάνουν τα μέτρα τους. Μπορεί τα σκευάσματά τους να μη σου κάνουν καλό, αλλά δεν σου κάνουν και κακό· έχουν τόσο ουδέτερες επιπτώσεις όσο και ο αέρας ο κοπανιστός. Αυτός είναι και ο λόγος που το κράτος, κατά τις ανέφελες ημέρες, τους αντιμετωπίζει ως γραφικές φιγούρες στο «Λούκι Λουκ». Οταν διακυβεύεται όμως η δημόσια υγεία, δεν είναι η ώρα κατάλληλη για τον σκιτσογράφο. Είναι η ώρα για τον εισαγγελέα.