Οι ελληνικές επιχειρήσεις έδειξαν απαράμιλλη σθεναρότητα απέναντι στην κρίση που κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια. Δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο τη μείωση της κατανάλωσης αλλά συνάμα τον ακριβό δανεισμό, την υψηλή φορολογία και τις μη ανταγωνιστικές εισφορές. Γι’ αυτό κάποιες έκλεισαν, αλλά πολλές άντεξαν και μέχρι να ξεσπάσει ο Covid-19 ατένιζαν με αισιοδοξία το μέλλον, γνωρίζοντας όμως ότι έχουν ξοδέψει όλο το  «λίπος» που είχαν για να επιβιώσουν αφού είχαν εξαντλήσει τα προγράμματα περικοπής δαπανών, λειτουργούσαν με το απαραίτητο προσωπικό, είχαν παγώσει τις επενδύσεις και είχαν πωλήσει περιουσιακά στοιχεία.

Τώρα, η πανδημία του φονικού ιού που βρίσκεται σε εξέλιξη υποχρεώνει τη συντριπτική πλειονότητα αυτών να κλείσουν, είτε υποχρεωτικά με πράξη νομοθετικού περιεχομένου είτε από η ροή των πραγμάτων αφού οι πελάτες δεν βγαίνουν από το σπίτι.

Εξαίρεση αποτελεί βέβαια ο κλάδος των σουπερμάρκετ, των φαρμακοβιομηχανιών, των φαρμακείων και των εταιρειών τροφίμων που είναι όμως καλά δικτυωμένες στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Η κυβέρνηση έχει αντιληφθεί το πρόβλημα και το γεγονός ότι μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με νέα στρατιά ανέργων, θα κάνει ό,τι μπορεί για να στηρίξει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά αν ο Covid-19 μας ταλαιπωρήσει πάνω από 2 μήνες είναι σίγουρο ότι αυτές είτε θα βάλουν λουκέτο είτε θα συνεχίσουν με προσωπικό ασφαλείας.

Και στις δύο περιπτώσεις θα έχουμε πολλούς ανέργους. Αυτοί θα είναι τα πραγματικά θύματα και αυτής της πρωτόγνωρης κρίσης. Η νέα φτωχοποίηση είναι προ των πυλών. Ο κίνδυνος για νέα γενιά κόκκινων δανείων είναι ορατός. Τα μέτρα αναστολής των φορολογικών υποχρεώσεων και των δόσεων στις τράπεζες πρέπει να επεκταθούν και στα φυσικά πρόσωπα. Δεν μιλάμε για σεισάχθεια. Απλώς οι έκτακτες καταστάσεις απαιτούν και έκτακτα μέτρα για να αντιμετωπιστούν. Αλλιώς το τικ τακ κάποτε σταματά και η βόμβα εκρήγνυται…