Πού πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη ετούτη η μάχη; Μη ρωτάς! Πολέμα! Έγραφε μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της Ελλάδας,  ο Νίκος Καζαντζάκης  στην Ασκητική.

Ο Μανώλης Γλέζος έζησε μία ζωή γεμάτη, γεμάτη καθημερινούς πολέμους, μικρές και μεγάλες νίκες απέναντι σε εχθρούς και σε διάφορες μορφές εξουσίας.

Ακόμη και όταν έπεφτε, όταν λύγιζε στεκόταν πιο ψηλά από τους άλλους. Δεν έζησε για τον εαυτό του, για τους κοντινούς του. Έζησε για τους Έλληνες, για τους Αριστερούς, για τους Δεξιούς, για τους Κεντρώους, αγωνίστηκε για τους φτωχούς, τους φοιτητές, για όσους τους απόφευγαν τα βλέμματα των ανθρώπων, υπνωτισμένα από τους φρενήρεις ρυθμούς της καθημερινότητας.

Κοίταζε  πάντα κατά εκεί που απόφευγαν οι θνητοί. Εκεί, βρισκόταν ο Μανώλης Γλέζος. Στην εμπροσθοφυλακή.

Από τα 19 του χρόνια – όταν μαζί με τον Σάντα, όπου με μία ηρωική πράξη που εξύμνησε ολόκληρη η υφήλιος, που έδωσε δύναμη και κουράγιο στους Έλληνες, κατέβασε τη σημαία με τη σβάστικα από την Ακρόπολη – μέχρι τις τελευταίες του ημέρες.

Ακόμη και εκείνη τη στιγμή που η σημαία του Γ΄ Ράιχ κατέβηκε από τον ιστό, ο Μανώλης Γλέζος – ο άνθρωπος που θα υποστεί στη συνέχεια φριχτά βασανιστήρια, φυλακίσεις, εξορίες  και εξευτελισμούς  – θα  σκεφτεί όλους τους άλλους συναγωνιστές τους, όλους τους Έλληνες και όχι το «τομάρι» του.

Γιατί αφήσατε τα δαχτυλικά σας αποτυπώματα, ρωτήθηκε μετά από χρόνια;  «Για να μην κατηγορηθεί και βασανιστεί κάποιος άλλος» ήταν η απάντηση που έδωσε.

(Το σκίτσο είναι δημιουργία του Χρήστου Κομνηνάκη)

«Το ωραίο μυστήριο να σαι μονάχος, το μυστήριο να΄ σαστε δύο ή το μέγα μυστήριο να ΄μάστε όλοι» έγραφε ο Τάσος Λειβαδίτης. Αυτή τη στάση ζωής  ενσάρκωσε ο Γλέζος, από την αρχή μέχρι το τέλος.

Γιατί δεν τα παρατάς ρε Μανώλη, τον ρωτούσαν φίλοι , γνωστοί και συναγωνιστές του. «Ποτέ. Και τώρα που μιλάω η φωνή που ακούτε είναι όλων αυτών των συντρόφων που έχω χάσει».

Ένοιωθε πάντα ότι είχε ένα χρέος απέναντι σε ανθρώπους με ιδανικά που δεν εκπλήρωσαν τα όνειρά τους. Που δεν είδαν την πατρίδα τους ελεύθερη, που δεν είδαν την πατρίδα τους ενωμένη.

Η παρακαταθήκη του Μανώλη Γλέζου δεν μπορεί να συμπυκνωθεί σε λίγες γραμμές. Διαφέρει για τον καθένα μας. Μπορούμε όμως να κρατήσουμε νομίζω όλοι αυτό που έκανε ως το τέλος, ως μάθημα ζωής.

Να μένει όρθιος, να παλεύει μέχρι τα 97 του χρόνια λες και έχει μπροστά του μια ολόκληρη ζωή.

Ο ίδιος άλλωστε θα συνεχίσει να ζει και να πάλλεται στις διαδηλώσεις, πλάι – πλάι με φοιτητές και εργάτες, θα ζει μέσα στις ψυχές μικρών παιδιών και αγωνιστών που πέθαναν αναμάρτητοι.

Θα ζει μέσα μας και θα βροντοφωνάζει να κάνουμε τις δικές μας μικρές και μεγάλες επαναστάσεις. Στο δρόμο, στο σπίτι στη δουλειά.

Θα φωνάζει ώστε να δούμε πέρα από τον ίσκιο μας. Να ακούσουμε τον διπλανό μας. Να του δώσουμε το χέρι μας.

Να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.