Ρούπελ : Θα τους κρατήσουμε με τα δόντια
Δεν είχε φέξει η 6 Απριλίου όταν ακούστηκε από τη μεριά της Βουλγαρίας δυνατό κανονίδι. Στο σκοτεινό ουρανό έλαμψαν ελληνικές φωτοβολίδες. Οι προφυλακές που είχαν προσβληθεί έδιναν το σύνθημα του συναγερμού. Αμέσως οι υπερασπιστές των φρουρίων που βρίσκονταν πολύ κοντά στη μεθόριο, πετάχτηκαν απ’ τα κρεβάτια τους κι έτσι όπως βρέθηκαν μισόγυμνοι έτρεξαν στα πολυβολεία. Η μεγάλη μάχη άρχιζε
- Νέα επιδείνωση του καιρού με καταιγίδες, θυελλώδεις ανέμους και χιόνια
- Στους 94 έχουν φτάσει οι νεκροί στη Μοζαμβίκη μετά το πέρασμα του κυκλώνα Σίντο
- Οι πρώτες συναντήσεις της συζύγου του αστυνομικού της Βουλής με τις τρεις κόρες της - Τι της είπαν
- Απίστευτο περιστατικό σε κηδεία: 20χρονος χόρευε δίπλα στο φέρετρο και τράβαγε τα γένια των ιερέων
Δεν είχε φέξει η 6 Απριλίου όταν ακούστηκε από τη μεριά της Βουλγαρίας δυνατό κανονίδι. Στο σκοτεινό ουρανό έλαμψαν ελληνικές φωτοβολίδες. Οι προφυλακές που είχαν προσβληθεί έδιναν το σύνθημα του συναγερμού. Αμέσως οι υπερασπιστές των φρουρίων που βρίσκονταν πολύ κοντά στη μεθόριο, πετάχτηκαν απ’ τα κρεβάτια τους κι έτσι όπως βρέθηκαν μισόγυμνοι έτρεξαν στα πολυβολεία. Η μεγάλη μάχη άρχιζε.
Στο μούχρωμα της χαραυγής φάνηκαν να πλησιάζουν προς αυτούς όσοι άντρες των προχωρημένων φυλακίων δεν είχαν σκοτωθεί κατά το γερμανικό αιφνιδιασμό. Μάχονταν απεγνωσμένα μ’ ένα πλήθος εχθρών που προσπαθούσαν να τους περικυκλώσουν. Ένας ανθυπολοχαγός που βαστούσε τη σημαία τους σύρθηκε τραυματισμένος ως το Πυραμιδοειδές, εκεί την παράδωσε κι ύστερα λιποθύμησε. Οι φαντάροι ζητωκραύγασαν γεμάτοι ενθουσιασμό. Χίλιες φορές καλύτερα ο αγώνας που ξεσπούσε παρά η αδυναμία που έδειχναν ένα μήνα τώρα υπομένοντας παθητικά τις προσβολές του Γερμανού. Κάποιος επιλοχίας έτυχε να πει:
«Παιδιά, θα τους κρατήσουμε με τα δόντια». Κι η φράση αυτή άρεσε:
«Με τα δόντια! Ζήτω! Με τα δόντια!» επανέλαβαν όλοι.
Δεν είχαν τελειώσει οι ζητωκραυγές κι ακούστηκε το ουρλιαχτό των στούκας που σε κύματα 120 αεροπλάνων τη φορά, άρχισαν να ρίχνουν τις βόμβες τους κατακέφαλα στις οχυρώσεις με την ακρίβεια που γεμίζει τ’ αυλάκια της σποράς σιτάρι ο γεωργός. Σε λίγη ώρα όλος ο χώρος, από το Μπέλες ως το υψίπεδο Νευροκόπι, φλεγόταν. Πυκνός καπνός σκέπαζε τα φρούρια που δε βλέπονταν πια μεταξύ τους για να συνεννοηθούν με τους οπτικούς τηλέγραφους. Τ’ ακρινά κάστρα Ιστίμπεϊ και Κέλκαγια, που μόλις απείχαν 250 μέτρα από τα σύνορα, υπόφεραν εξαιρετικά, γιατί το γερμανικό πυροβολικό με βολές ευθείες τα χτύπησε από πολύ κοντά και τους κατάστρεψε ανάμεσα από τις πολεμίστρες πολλά κανόνια και πολυβόλα. Πριν περάσει μια ώρα είχαν κιόλας κομματιαστή οι μισοί αξιωματικοί και το ένα τρίτο της φρουράς τους. Τα οχυρά ήταν τυφλά και σχεδόν άοπλα μέσα σ’ ένα απερίγραπτο πανδαιμόνιο. Εκείνοι που απόμεναν ζωντανοί χειρίζονταν μολαταύτα τα αυτόματα όπλα με πείσμα όσο να μπει από τις πολεμίστρες καμιά νέα οβίδα και να τους πετσοκόψει κι αυτούς.
Στις 6.20 ξέσπασε μεγάλη γερμανική επίθεση. Προπορεύονταν άρματα μάχης και μοτοσικλέτες, πίσω τους ορμούσε σε πυκνή φάλαγγα πεζικό, ενώ πλήθος βάρκες από καουτσούκ κατέβαιναν τον ποταμό Στρυμόνα, μερικές τόσο μεγάλες ώστε να μεταφέρουν πυροβολικό. Χωρίς νευρικότητα πρώτα βουλιάχτηκαν οι βάρκες (ούτε μια δεν πέρασε την αντικρινή όχθη) ύστερα χτυπήθηκαν τ’ άρματα μάχης και σταματήθηκαν. Το γερμανικό πεζικό όμως δεν δείλιασε, παρά εξακολούθησε να προχωρεί ακάλυπτο, κάνοντας τους Έλληνες βαθμοφόρους ν’ απορούν:
«Επίτηδες άρχονται έτσι σαν κοπάδι, ή μήπως είναι αγύμναστοι και δεν ξέρουν την εκμετάλλευση του εδάφους;» Τους άφησαν να πλησιάσουν κι ύστερα διάταξαν ταχύ πυρ καταπάνω σ’ αυτή την ανθρωπομάζα. Δεκατίστηκε. Σάστισε. Διαλύθηκε.
Την πρώτη αποτυχία του εχθρού την υποδέχεται κύμα ξέφρενης χαράς. Μόλις είδαν οι φαντάροι τους ναζήδες να λακίζουν, άρχισαν τα χειροκροτήματα, καμαρώνοντας, σαν παιδιά, τον ίδιο τον εαυτό τους. Ήταν τόσο μεθυστικό το θέαμα της σφαγής, ώστε πολλοί φαντάροι πετάχτηκαν έξω από τα ταμπούρια τους να το δουν καλύτερα, μα το μετάνιωσαν, γιατί αμέσως μετά την απόκρουση αυτής της επίθεσης οι Γερμανοί άρχισαν καταιγισμό πυροβολικού που σκότωσε κάμποσους περίεργους. Σε λίγο ξαναφάνηκαν τα στούκας. Το Ιστίμπεϊ, χτισμένο σε μια κορυφή του Μπέλες, ήταν ακόμα σκεπασμένο από χιόνια. Οι βόμβες των στούκας, από άσπρο που φάνταζε πριν, το έκαναν σε λίγο να φαίνεται κατάμαυρο. Ένα αντιαεροπορικό πολυβόλο των 37 που διέθετε το Ιστίμπεϊ, αφού σώριασε στην περιοχή του τέσσερα στούκας, έφαγε ολόσωμη βόμβα και πολτοποιήθηκε μαζί με το προσωπικό που το υπηρετούσε. Τώρα τα στούκας κατεβαίνουν ανενόχλητα, χτυπούνε το Ιστίμπεϊ από χαμηλά, από τα πενήντα μέτρα. Μετά τέτοιο βομβαρδισμό το φρούριο παύει να δείχνει σημεία ζωής. Ενώ ξεκινάν εναντίον του εχθρικές φάλαγγες πεζικού, αυτό μένει βουβό.
Ο διοικητής του τομέα ανησύχησε και πήρε στο υπόγειο τηλέφωνο το φρούραρχο που του απάντησε πως οι βόμβες κατάστρεψαν όλα τα μετωπικά έργα του, όλα τα στόματα. Είχε ξεκάνει κι αυτός μερικά γερμανικά πυροβόλα, μα οι εχθροί μετάφεραν αμέσως εφεδρικά κι αντικαθιστούσαν τα βλαμμένα, ενώ σ’ αυτόν δεν απόμενε γερό κανένα κανόνι, κανένα από τα σαράντα πολυβόλα του. Μόνο δυο όλμοι δούλευαν ακόμα. Καλά, γιατί δε ρίχνουν αυτοί οι δυο όλμοι; Που να ρίξουν; Έχει σηκωθεί τέτοιο σύννεφο σκόνης γύρω από τις πολεμίστρες ώστε η ορατότητα περιορίστηκε στα πέντε μέτρα. Άμα πλησιάσουν οι Γερμανοί στα πέντε αυτά μέτρα, τότε θα τους δουν και θα τους χτυπήσουν.
Οι Γερμανοί ωστόσο δεν επιτέθηκαν μονάχα από τη γη. Ολόκληρος λόχος τους κατέβηκε με αλεξίπτωτα από τον ουρανό κι άρχισε άλλο φοβερότατο παίδεμα — αέρια αποπνιχτικά και δυναμίτη. Μέσ’ από τους αγωγούς του αερισμού έριξαν χειροβομβίδες καπνογόνες για ν’ αποπνίξουν τους φαντάρους. Με ηλεκτρικά τρυπάνια άνοιξαν τρύπες στα μπετόν, τις γιόμισαν δυναμίτη και τίναξαν τον ένα μετά τον άλλο τους προμαχώνες στον αέρα. Καθώς το πεζικό επιφανείας που προστάτευε απ’ έξω Ιστίμπεϊ και Κέλκαγια το είχαν διαλύσει τα στούκας, οι φρουρές αναγκάζονται να βγουν στο ύπαιθρο μόνες τους για ν’ απομακρύνουν με τη λόγχη τους δυναμιτιστές. Οι φαντάροι που κάνουν αυτή την έξοδο είναι λιγότεροι από τους Γερμανούς, εντούτοις με τόση ορμή τους ρίχνονται ώστε τους παίρνουν σβάρνα και τους πετάνε κάτω, στις κατηφοριές του Μπέλες.
Στο μεταξύ αυτό, τ’ άλλα οχυρά, καλύτερα τοποθετημένα απ’ το Ιστίμπεϊ, αδιαφορούσαν για το βραχοσπάστη βομβαρδισμό, και πριν μεσημεριάσει, όταν φάνηκαν να κινούνται καταπάνω τους νέα μηχανοκίνητα και πεζικά, ήταν έτοιμα να τα καλοδεχτούνε. Βαριά τανκς προπορεύονταν ξερνώντας φωτιά απ’ τα κανόνια τους, ακολουθούσαν ελαφρότερα, πιο πίσω έρχονταν θωρακισμένα αυτοκίνητα και, τελευταίοι, μεγάλοι σχηματισμοί πεζικού. Τα παιδιά των φρουρίων, που σιγουρεύτηκαν πως τα μπετόν τους αντείχαν τόσο στις βόμβες των στούκας όσο και στις οβίδες του «βαρέου», αψήφησαν τον κίνδυνο. Τώρα είχαν κιόλας μάθει τη στρατηγική του αρχηγού τους — τ’ άρματα να τα σταματάν το ταχύτερο, μα ν’ αφήνουν τους πεζούς να πλησιάζουν κι ύστερα να τους βαρούν. Τούτη τη φορά τα τανκς καταστράφηκαν από ένα πρωτόγονο μα λαμπρό σύστημα: από βαρέλια με πετρέλαιο. Δεκάξι τέτοια βαρέλια είχαν τοποθετηθεί σε σχήμα κύκλου στα περάσματα του Ρούπελ. Ηλεκτρικό σύρμα τα συνέδεε μεταξύ τους ώστε μόλις τα γερμανικά άρματα μπήκαν μέσα στον κύκλο, τα βαρέλια πυροδοτήθηκαν, το πετρέλαιο άναψε, ξεχύθηκε και η πλημμύρα της φωτιάς του κατάκαψε τα τανκς.
Την ορμή των Γερμανών γρεναδιέρων την εξάντλησαν τα «συγκροτήματα προκαλύψεως», μοναχικά πολυβολεία βαλμένα μπρος από τα φρούρια. Με τα αυτόματα όπλα τους κράτησαν τον εχθρό και τόσο πεισματικά τον πολέμησαν, ώστε ένα συγκρότημα, το φυλάκιο 162 υπό τον υπολοχαγό Μαρούση, που κυριεύτηκε, έπεσε στα χέρια των Γερμανών μόνο αφού σκοτώθηκαν και οι δεκαεφτά άντρες που αποτελούσαν τη φρουρά του. Τι εντύπωση έκανε στους επιτιθέμενους η θέα των νεκρών μέσα στο καταστραμμένο μικρό οχυρό τους, φαίνεται από την ημερησία διαταγή που έβγαλε ο γερμανικός στρατός αναφέροντας τους δεκαεφτά αυτούς Έλληνες για παράδειγμα προς μίμηση, επειδή (γράφει η γερμανική διαταγή) «έδειξαν ως ποιο σημείο πρέπει ο στρατιώτης να έχει αναπτυγμένο το αίσθημα του χρέους προς την Πατρίδα».
Ένα άλλο «συγκρότημα προκαλύψεως» του Ρούπελ, το πολυβολείο II 8, που το διοικούσε ο Λοχίας Ίντζος, αφού εξάντλησε τα 33.000 φυσέκια που είχε κι έστρωσε μπροστά του νεκρούς σωρό τους Γερμανούς, αντιστεκόταν μέχρις εσχάτων με χειροβομβίδες. Αλλά του ανατίναξαν τη σκεπή και μπήκαν μέσα οι εχθροί. Αντίκρισαν κατά γης τους υπερασπιστές, πληγωμένους και γεμάτους χώματα από την ανατίναξη. Ο Γερμανός ταγματάρχης ρωτά τον διερμηνέα, που έφερε μαζί του, να του πει ποιος διοικεί το πολυβολείο. Ο Ίντζος παρουσιάζεται. Με τον διερμηνέα πάντοτε ζητά ο ταγματάρχης να μάθη τι βαθμό έχει.
«Λοχίας.»
«Πες του να με ακολουθήσει.»
Βγαίνουν έξω, εκεί που κείτονται διακόσιοι Γερμανοί νεκροί. Ο ταγματάρχης σταματά και δείχνει του Ίντζου το μακάβριο θέαμα:
«Τούτο το μακελειό είναι δικό σου έργο. Μου σκότωσες τους καλύτερους στρατιώτες μου. Σε συγχαίρω», του λέει και του δίνει το χέρι. Ο Ίντζος στέκεται προσοχή και χαιρετά στρατιωτικά, κορδωμένος και περήφανος για παρόμοια αναγνώριση. Αλλά διαμιάς, αλλάζοντας ύφος, στρέφεται ο ταγματάρχης προς τον επιλοχία του και διατάζει.
«Τουφέκισέ τον.»
Ο διερμηνέας δε μεταφράζει, λες και δεν πιστεύει ο ίδιος τι άκουσε. Ωστόσο ο επιλοχίας πηγαίνει τον Ίντζο σ’ ένα δέντρο και τόνε δένει πιστάγκωνα. Ο Έλληνες λοχίας ρωτά επίμονα:
«Τι είπε; Τι είπε; Γιατί μ’ έδεσε;» μα ο διερμηνέας σηκώνει τους ώμους για να μην απαντήσει. Καθώς βλέπει ο Ίντζος τον επιλοχία να παίρνει στα χέρια του οπλοπολυβόλο, φωνάζει στο διερμηνέα:
«Θα με τουφεκίσει; Γιατί;»
Τούτη τη φορά του δίνεται απάντηση:
«Για να εκδικηθεί τους νεκρούς μας.» Συγχρόνως ακούγεται ριπή πολυβόλου και ο λοχίας γέρνει μπροστά, νεκρός, επειδή τον συγκρατεί το σκοινί που είναι δεμένος. Οι σύντροφοι του Ίντζου κοιτάνε με ύφος μαζί άγριο και φοβισμένο. Μα ο Γερμανός ταγματάρχης αυτούς δεν τους πειράζει.
Όταν τ’ άρματα μάχης κάηκαν σαν το δαδί και βροντήθηκε το πεζικό, οι Γερμανοί κατάλαβαν πως η ελληνική άμυνα ήταν αδιαπέραστη και υποχώρησαν. Ήταν φανταχτερός ο εχθρικός σχηματισμός άμα ξεκινούσε· κι ατσαλένια νεύρα αν είχες, τρόμαζες να τόνε βλέπεις να ‘ρχεται, δείλιαζες ν’ ακούς μόνο τον αφάνταστο θόρυβό του.
Μα διαλύθηκε κι οπισθοχώρησε με αταξία. Ένα λόφο που είχε κατορθώσει να καταλάβει δεν μπόρεσε μήτ’ αυτόν να τον κρατήσει, γιατί φαντάροι από το Ρούπελ αντεπιτέθηκαν αμέσως με τόλμη, πήραν πίσω το ύψωμα κι έπιασαν τριάντα αιχμαλώτους. άμα έφεραν μέσα στο Ρούπελ τους αφοπλισμένους Γερμανούς, η φρουρά μεγαλοπιάστηκε, πίστεψε πως θα έδινε του Χίτλερ μάθημα αλησμόνητο. Τώρα η Ευρώπη θα βούιζε απ’ τα δικά τους κατορθώματα. Στην αρχή κολακεύονταν ότι θα έκαναν την οχυρωμένη τους γραμμή άλλες Θερμοπύλες κι έλεγαν: «Δεν θα περάσουν ενόσω ζούμε!» Μετά τις πρώτες επιτυχίες ο απλοϊκός νους τους ονειρεύτηκε πολλά περισσότερα. Εδώ θα γινόταν η Πίνδος των Γερμανών και φώναζαν: «Θα τους ντροπιάσουμε στα μάτια όλου του κόσμου.»
Απόσπασμα από το συγγραφικό έργο «Ρούπελ» (εκδόσεις «Εστία») του λογοτέχνη και πολιτικού Χρήστου Ζαλοκώστα.
Στο «Ρούπελ», που κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1944 και αναφέρεται στην περίφημη Μάχη των Οχυρών (6-10 Απριλίου 1941), ιστορείται η εποποιία των αδάμαστων φρουρών της Γραμμής Μεταξά με ιστορική ακρίβεια αλλά και μοναδική ευαισθησία.
Ο Χρήστος Ζαλοκώστας (1896-1975), λογοτέχνης, ιστορικός και πολιτικός με καταγωγή από το Συρράκο της Ηπείρου, γεννήθηκε, έζησε και απεβίωσε στην Αθήνα.
Το πιο γνωστό έργο του είναι «Το χρονικό της σκλαβιάς», που θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά ημερολόγια της Κατοχής.
Ο Χρήστος Ζαλοκώστας έλαβε μέρος σε όλους τους αγώνες του έθνους κατά το α’ μισό του 20ού αιώνα, ενώ ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική και εξελέγη δύο φορές βουλευτής.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις