Επικίνδυνα παιχνίδια στην οικονομία – Τρίζουν τα θεμέλια της Ευρώπης μετά το αδιέξοδο στο Eurogroup
Την ώρα που οι ευρωπαϊκές οικονομίες αντιμετωπίζουν τη μεγαλύτερη συρρίκνωση από το 1945, η αδυναμία συμφωνίας στο Eurogroup αναδεικνύει πόσο βαθιά διαιρεμένη παραμένει η Ευρώπη
Για τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης, τη Γαλλία και τη Γερμανία, η περίοδος των περιοριστικών μέτρων εξαιτίας της πανδημίας είναι ταυτόχρονα και η περίοδος της μεγαλύτερης οικονομικής συρρίκνωσής τους εδώ και πολλές δεκαετίες.
Στο δεύτερο τρίμηνο του 2020 η γερμανική οικονομία, που ήδη φλέρταρε με την ύφεση, αναμένεται να συρρικνωθεί κατά περίπου 10% σύμφωνα με τα κορυφαία οικονομικά ινστιτούτα της, η μεγαλύτερη υποχώρηση που έχει καταγράψει από όταν ξεκίνησαν οι τετραμηνιαίοι εθνικοί λογαριασμοί και διπλάσια της μεγαλύτερης υποχώρησης που είχε καταγραφεί στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Αντίστοιχα, ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Γαλλίας, Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, προειδοποίησε ότι εξαιτίας της ακύρωσης τεράστιου μέρους της οικονομικής δραστηριότητας η επέκταση της πανδημίας σημαίνει μια υποχώρηση της ανάπτυξης κατά 1.5% για κάθε δύο εβδομάδες που αυτή συνεχίζει. Η εκτίμηση αυτή τη στιγμή είναι ότι το πρώτο τρίμηνο του 2020 το γαλλικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 6%, με την οικονομική δραστηριότητα να υποχωρεί κατά το ένα τρίτο. Εκτιμάται μάλιστα ότι η υποχώρηση της Γαλλικής οικονομίας μπορεί να ξεπεράσει αυτή του δεύτερου τριμήνου του 1968 όταν εξαιτίας των φοιτητικών κινητοποιήσεων και της γενικής απεργίας του Μαΐου το ΑΕΠ υποχώρησε κατά 5.3%.
Στην Ισπανία, τη χώρα που αυτή τη στιγμή δείχνει να χτυπιέται περισσότερο από την πανδημία, στα προβλήματα από την οικονομική συρρίκνωση προστίθενται και αυτά από την ανεργία, καθώς μέσα στον Μάρτιο περίπου 900.000 άνθρωποι βρέθηκαν χωρίς δουλειά. Άλλωστε, η ιβηρική χώρα, που είναι ταυτόχρονα η τέταρτη οικονομία της ευρωζώνης, είχε ένα υψηλό ποσοστό επισφαλών εργαζομένων, ιδίως σε κλάδους των υπηρεσιών και του τουρισμού. Ακόμη πιο μεγάλη δείχνει να είναι η αρνητική πρόβλεψη για την ιταλική οικονομία με τους αναλυτές της Capital Economics να δίνουν πρόβλεψη ακόμη και για συρρίκνωση -10% για το 2020.
Η αβεβαιότητα για την επόμενη μέρα και η ανάγκη γενναίων οικονομικών παρεμβάσεων
Όλα αυτά έχουν και έναν υψηλό βαθμό αβεβαιότητας. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το χρονικό τέλος των μέτρων περιορισμού θα οδηγήσει σε μια μεγάλη αύξηση της κατανάλωσης, καθώς οι πολίτες κυριολεκτικά θα βγουν έξω από τα σπίτια τους, κατανάλωση που θα ενισχυθεί και από το γεγονός ότι λόγο του περιορισμού έχουν αναγκαστική αύξηση των αποταμιεύσεων.
Ωστόσο, υπάρχουν και αυτοί που επισημαίνουν δύο βασικούς κινδύνους. Ο ένας είναι ότι δεν γνωρίζουμε τη δυναμική της ίδιας της πανδημίας. Οι υποθέσεις για γρήγορη ανάκαμψη στηρίζονται στην υπόθεση ότι θα υπάρξει ένα κύμα, κάτι που δεν είναι βέβαιο. Σε περίπτωση που ακόμη και μετά τη χαλάρωση των τωρινών μέτρων ο ιός επανέλθει θα έχουμε ακόμη μεγαλύτερη οικονομική υποχώρηση. Ο άλλος κίνδυνος είναι ότι δεν γνωρίζουμε εάν οι πληγές που αφήνει το τωρινό κύμα θα επουλωθούν.
Υπάρχουν επιχειρήσεις που είναι ήδη υπερχρεωμένες, ενώ υπάρχουν και κλάδοι ολόκληροι που δεν είναι βέβαιο ότι θα «επανεκκινηθούν» με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον τουρισμό.
Όλα αυτά απαιτούν μεγάλες κρατικές οικονομικές παρεμβάσεις. Ουσιαστικά, καλούνται τα κράτη να υποκαταστήσουν με άμεσες ή έμμεσες ενισχύσεις μεγάλο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας, ώστε να μην καταρρεύσουν οι εργαζόμενοι και να μην κλείσουν επιχειρήσεις.
Αυτό εκ των πραγμάτων σημαίνει μεγάλα ελλείμματα για τα κράτη, που όμως μπορούν να θεωρηθούν και αναγκαία προεξόφληση για το μέλλον. Όλα αυτά επίσης έχουν να κάνουν και με το βάθος της οικονομίας κάθε χώρας, τα χαρακτηριστικά της, τη δημοσιονομική της κατάσταση, αλλά και την ικανότητά της να μπορεί να αντλεί κεφάλαια.
Πώς η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης δυσκολεύει τα πράγματα
Στην Ευρωζώνη όλα αυτά γίνονται πολύ πιο δύσκολα εξαιτίας του ευρώ. Τα κράτη δεν έχουν τη δυνατότητα να «κόψουν χρήμα» και η ευρωζώνη συνδυάζεται με ένα ιδιαίτερα αυστηρό πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων που βάζουν περιορισμούς στα ελλείμματα και στο χρέος. Επιπλέον, επειδή υπάρχει κοινό νόμισμα υπάρχει ο κίνδυνος οι χώρες που θα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη να αντλήσουν κεφάλαια να κληθούν να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερα επιτόκια και την ίδια στιγμή να βρεθούν να έχουν ακόμη υψηλότερους συνολικά δείκτες που θα τους δημιουργεί προβλήματα.
Και μπορεί η ΕΚΤ να αποφάσισε να επεκτείνει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, όμως αυτό είναι ένα σημαντικό εργαλείο για την προσφορά ρευστότητας στα τραπεζικά συστήματα και συνολικά την οικονομία, όμως είναι ένα περισσότερο ένα εργαλείο για την τόνωση αναπτυξιακών δυναμικών, παρά για την κάλυψη του κενού που αφήνει ένα χωρίς προηγούμενο πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας.
Πάνω σε αυτό το πεδίο είναι που διατυπώθηκαν όλες οι σκέψεις για την αναζήτηση κοινών ευρωπαϊκών εργαλείων που θα επιτρέψουν στα κράτη-μέλη να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της πανδημίας, χωρίς αυτό να έχει σοβαρές παρενέργειες. Και είναι σε αυτό το σημείο που διατυπώθηκαν οι προτάσεις για μορφές κοινού ευρωπαϊκού χρέους, με τη μορφή ομολόγων κοινού σκοπού ή άλλων αντίστοιχων χρηματοδοτικών εργαλείων.
Μόνο που αυτό προσκρούει στη βαθιά ριζωμένη πεποίθηση των χωρών του Βορρά, όπως η Γερμανία ή η Ολλανδία ότι δεν μπορεί να υπάρξει «αμοιβαιοποίηση του κινδύνου», δηλαδή να αναλαμβάνουν από κοινού ρίσκο τα κράτη για να χρηματοδοτήσουν επιμέρους οικονομίες. Αυτό συνδυάζεται με μια άλλη, επίσης βαθιά ριζωμένη, αντίληψη στον ευρωπαϊκό Βορρά, σύμφωνα με την οποία η ένωση δεν μπορεί να είναι «μεταβιβαστική», δεν μπορεί δηλαδή να περιλαμβάνει πραγματική μεγάλη μεταφορά πλούτου από τις περισσότερες στις λιγότερο εύπορες χώρες. Αντίθετα, πρέπει οι λιγότερο εύπορες χώρες να «μαθαίνουν» από τις πιο εύπορες, να εφαρμόζουν δημοσιονομική πειθαρχία και εγκράτεια και να βελτιώνουν τη θέση τους.
Η αναμενόμενη αποτυχία στο Eurogroup και το τέλος της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης
Σε αυτό το φόντο ήταν μάλλον αναμενόμενη η κατάρρευση των διαπραγματεύσεων στο Eurogroup της 7ης Απριλίου. Παρότι έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί ως μια διαφωνία που αφορούσε διατυπώσεις ή πολιτικούς συμβολισμούς είναι προφανές ότι αποτυπώθηκε για άλλη μια φορά μια βαθύτερη διαίρεση που αφορά τον πυρήνα της ένωσης.
Μια διακρατική ένωση που έχει απαιτήσει από τα κράτη να εκχωρήσουν πολύ σημαντικές πλευρές της κυριαρχίας τους, από το εθνικό νόμισμα και τις εθνικές προτιμησιακές πολιτικές στις συμβάσεις ανάθεσης έργων μέχρι την υπέρτερη ισχύ του κοινοτικού δικαίου, την ώρα που τα κράτη αντιμετωπίζουν τη μεγαλύτερη πρόκληση των τελευταίων δεκαετιών δεν μπορεί να προσφέρει οιασδήποτε μορφής πραγματική αλληλεγγύη.
Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό δεν φάνηκε μόνο σε αυτό το επίπεδο, αλλά και σε άλλες πλευρές της αντιμετώπισης της πανδημίας. Τα κράτη αποφάσισαν μονομερώς εάν και πότε θα εφάρμοζαν μέτρα, παρότι αυτό επηρέαζε και γειτονικές χώρες λόγω των αυξημένων διασυνοριακών μετακινήσεων, τα κράτη αποφάσισαν μονομερώς το κλείσιμο αεροδρομίων και συνόρων και βέβαια τα περισσότερα κράτη βρέθηκαν να διαγκωνίζονται μεταξύ τους στην παγκόσμια αγορά μασκών και προστατευτικού εξοπλισμού.
Το περίγραμμα της διαφωνίας
Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να δούμε ποια είναι τα πεδία σύγκρουσης. Καταρχάς υπάρχει συμφωνία για την παροχή εγγυήσεων στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για να μπορέσει να δώσει σε επιχειρήσεις επιπλέον δάνεια ύψους 200 δισεκατομμυρίων και συμφωνία για ένα πρόγραμμα της Επιτροπής για επιδοτήσεις μισθών με σκοπό οι επιχειρήσεις να περιορίζουν τις ώρες εργασίας και όχι τις θέσεις εργασίας.
Ως προς τη χρήση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και τη δυνατότητα που έχει να προσφέρει πιστωτικές γραμμές έως και μέχρι το 2% του ΑΕΠ κάθε χώρας και συνολικά μέχρι 240 δισεκατομμύρια ευρώ υπήρξε μια βασική διαφωνία. Ο λόγος είναι ότι οι χώρες του Βορρά και ιδίως η Ολλανδία επέμειναν ότι τέτοια δάνεια δεν μπορούν παρά να συνοδεύονται από όρους, ουσιαστικά από μικρά «μνημόνια», κάτι το οποίο δεν μπορούν να δεχτούν οι χώρες του Νότου και ιδίως η Ιταλία, που επιμένει ότι αυτά θα πρέπει να είναι χωρίς ειδικές προϋποθέσεις και όρους.
Η άλλη βασική διαφωνία παραμένει το εάν θα εξεταστεί η έκδοση κοινών ομολόγων ειδικού σκοπού, εντός ενός ειδικού ταμείου για την ανασυγκρότηση της Ευρώπης. Η ανάγκη ενός τέτοιου ταμείου αναγνωρίζεται από όλους, καθώς ακόμη και οι μεγάλες οικονομίες όπως και η Γερμανία αποδέχονται την ανάγκη μεγάλων μέτρων. Όμως, τόσο η Γερμανία όσο και η Ολλανδία δεν αποδέχονται προς το παρόν τη λύση των ευρωομολόγων ή κάποιας παραλλαγής τους.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι ευρωπαϊκές οικονομίες καλούνται να αντιμετωπίσουν την πανδημία με διαφορετικούς αφετηρίες. Οι χώρες του Βορρά, δείχνουν να αισθάνονται ότι μπορούν να αντέξουν καλύτερα και επιλέγουν να οχυρωθούν πίσω από τα χαμηλά επίπεδα χρέους (τόσο η Γερμανία όσο και η Ολλανδία διατηρούν λόγους χρέους / ΑΕΠ κάτω από 60%) και την καλή δημοσιονομική θέση, αρνούμενες να πληρώσουν για αυτό που θεωρούν είναι ο «δούρειος ίππος» της αμοιβαιοποίησης του κινδύνου και της μεταβιβαστικής ένωσης. Την ίδια στιγμή χώρες όπως η Ιταλία ή η Ισπανία βλέπουν να καλούνται να πάρουν βοήθεια με τη μορφή περισσότερο μνημονίων παρά αλληλεγγύης και να κληθούν να επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο χρέος τους. Και βέβαια δεν είναι οι μόνες χώρες που θα βρεθούν σε δύσκολη θέση. Αρκεί να αναλογιστούμε π.χ. την ελληνική οικονομία για την οποία ο ΟΟΣΑ εκτίμησε ότι δέχεται την πιο αυξημένη αρνητική επίπτωση από την πανδημία, εξαιτίας της διάρθρωσης των κλάδων και της ειδικής βαρύτητας του τουρισμού.
Ο δύσκολος συμβιβασμός
Με το διακύβευμα να μην αφορά μόνο την αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά και το ενδεχόμενο βαθιάς κρίσης ανυποληψίας της ίδιας της ένωσης είναι εμφανής η προσπάθεια τόσο διαχείρισης του απόηχου (π.χ. με την διαμόρφωση μιας εικόνας όπου η διαφωνία είναι ανάμεσα στην Ιταλία και την Ολλανδία, αποσιωπώντας το «πρόβλημα Γερμανία»), όσο και συμβιβασμού κυρίως μέσα από την προσπάθεια να φανεί ότι υπάρχει συμφωνία σε κάποια εργαλεία, αφήνοντας το θέμα των ευρωομόλογων στην άκρη.
Αυτό βέβαια και για το θέμα των όρων για την πιστωτική γραμμή από τον ESM και για άλλα μελλοντικά εργαλεία θα εξαρτηθεί και από τη δημιουργική ασάφεια στις διατυπώσεις και από την αναγγελία μέτρων, η διαπραγμάτευση των οποίων θα συνεχίζεται.
Όμως, στη σημερινή συγκυρία βαθιάς κρίσης δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι αυτές οι δοκιμασμένες τακτικές των διαδρόμων των Βρυξελλών θα αποδειχτούν αποτελεσματικές.
Οι σημερινές αποφάσεις ίσως κρίνουν πολλά για το μέλλον της Ευρώπης…
- Η πρώτη επίσημη συνάντηση Ανδρουλάκη ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης
- Σοφία Βεργκάρα: Ετοιμάζεται για την φετινή Γιορτή των Ευχαριστιών με ένα ξεχωριστό χορό
- Ουκρανία: Στρατηγικές και μπλόφες – Επικίνδυνα παιχνίδια ΗΠΑ και Ρωσίας
- Τέμπη: «Ατυχείς συμπτώσεις» λέει το ΑΠΘ για το ζήτημα με το τιμητικό πτυχίο της Κέλλυς
- Παναθηναϊκός: Δύσκολη «αποστολή» στο Κάουνας
- Η THEON εξασφαλίζει νέες παραγγελίες ύψους €74 εκατ., έχοντας ήδη ξεπεράσει τα €150 εκατ. το 4ο τρίμηνο του 2024