Ολοι οι διεθνείς οικονομικοί αναλυτές και οι κεντρικές τράπεζες προβλέπουν μια πρωτοφανή ύφεση ως αποτέλεσμα των περιοριστικών μέτρων που λαμβάνονται παγκοσμίως για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Υπάρχουν εκτιμήσεις που μιλούν ακόμη και για διψήφιο ποσοστό ύφεσης, ιδίως από τη στιγμή που είναι πιθανό να έχουμε και νέο κύμα της πανδημίας, και άρα ακόμη και εάν υπάρξει κάποια στιγμή χαλάρωση των μέτρων, είναι πιθανό αυτά να χρειαστεί να επιστρέψουν.

Αυτό διαμορφώνει ένα διπλό σοκ, τόσο προσφοράς όσο και ζήτησης, για μια παγκόσμια οικονομία που ούτως ή άλλως είχε μπει σε τροχιά επιβράδυνσης.

Μόνο που αυτό το σοκ για την παγκόσμια οικονομία θέτει και το ερώτημα του κόστους. Δεν μιλάμε απλώς για κάποιους δείκτες που θα υποχωρήσουν. Μιλάμε για θέσεις εργασίας που θα χαθούν, για επιχειρήσεις που θα κλείσουν, για κλάδους ολόκληρους που θα αργήσουν να ορθοποδήσουν. Η εμπειρία από το παρελθόν δείχνει ότι σε τέτοιες συγκυρίες η «αυθόρμητη» τάση των πολιτικών και οικονομικών ελίτ είναι να μεταφέρουν το κόστος στην εργασία μέσα από πολιτικές λιτότητας, χαμηλότερων μισθών, υψηλότερων ποσοστών ανεργίας, πιο ελαστικών εργασιακών σχέσεων. Αυτή είναι η εμπειρία τα τελευταία 40 χρόνια.

Ομως, εάν κάτι μάθαμε από την αναμέτρηση με την πανδημία είναι ότι το πραγματικό στήριγμα της κοινωνίας είναι η εργασία. Από τους γιατρούς και τους νοσηλευτές μέχρι το εργατικό δυναμικό στις εφοδιαστικές αλυσίδες, τις βασικές υποδομές και την καθαριότητα, ήταν η εργασία ανθρώπων, συχνά κακοπληρωμένη, επισφαλής και σε κακές συνθήκες, αυτή που κράτησε όρθιες τις κοινωνίες.

Θα φάνταζε τουλάχιστον παράλογο μετά από αυτή τη συνειδητοποίηση να θεωρηθεί ότι και πάλι πρέπει να είναι τα στρώματα των εργαζομένων αυτά που θα κληθούν να πληρώσουν το κόστος της κρίσης.

Μια τέτοια επιλογή θα σήμαινε επιμονή στον ίδιο οικονομικό κυνισμό που εν πολλοίς ευθύνεται για την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων αλλά και την ελλιπή προετοιμασία για την πανδημία.