Τουρκική οικονομία και Covid-19
Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα εμφανίζουν μεγάλη κάμψη, η οποία σε συνάρτηση με την πανδημία που δημιουργεί την ανάγκη το κράτος να χρησιμοποιήσει τεράστια ποσά για να μετριάσει τις συνέπειες της στην οικονομία, καθιστούν απαραίτητη την προσφυγή σε εξωτερική χρηματοδότηση
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Η εδραίωση του Ερντογάν οφείλεται εν πολλοίς στα επιτεύγματά του στην οικονομία. Στον απόηχο της χρηματοοικονομικής κρίσης του 1999-2001, κατόπιν της εκλογής του AKP το 2002, το ΑΕΠ σχεδόν τριπλασιάστηκε σε μία δεκαετία, η ανάπτυξη εκτοξεύθηκε (5,5% μεσοσταθμικά μεταξύ 2003-2018), η φτώχεια περιορίστηκε σημαντικά (αν και οι ανισότητες διευρύνθηκαν), ενώ η μείωση του χρέους κινήθηκε προς όφελος της αύξησης των διαθέσιμων κονδυλίων για την παιδεία και την υγεία. Αρχισε, έτσι, σταδιακά να δημιουργείται μία νέα μεσαία τάξη, η χώρα εισήλθε στις είκοσι μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) παρουσίασαν αξιοπρόσεκτη αύξηση, προσελκύοντας το χρονικό διάστημα 2003-2018, 209 δισ. $.
Παράλληλα, τα μεγάλα έργα υποδομής κατά μήκος της χώρας «μίκρυναν» τις αποστάσεις, επιτρέποντας σε απομακρυσμένες περιοχές να προμηθεύουν με τα προϊόντα τους τις μεγάλες πόλεις και ασφαλώς πολλαπλασιάστηκαν οι θέσεις εργασίας. Επίσης, αξιοσημείωτη υπήρξε η κατά γράμμα εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), με αποτέλεσμα η Αγκυρα να αποπληρώσει αργότερα πλήρως το 18ο πρόγραμμα του ΔΝΤ.
Σήμερα, η παραπάνω εικόνα μοιάζει εικονική. Ο πληθωρισμός επιστρέφει σε υψηλά επίπεδα, η συνεχιζόμενη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος και η εξάρτηση από τις εισαγωγές εκτινάσσουν το κόστος ζωής βασικών αγαθών και υπηρεσιών, το κατά κεφαλήν εισόδημα μειώνεται σταθερά, η ανεργία έχει πάρει την ανιούσα (πλήττοντας ιδιαίτερα τη νέα γενιά) και οι επιχειρήσεις – εξαιτίας του δανεισμού σε δολάρια – αδυνατούν να αποπληρώσουν τον δανεισμό τους. Ταυτόχρονα, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα εμφανίζουν μεγάλη κάμψη, η οποία σε συνάρτηση με την πανδημία που δημιουργεί την ανάγκη το κράτος να χρησιμοποιήσει τεράστια ποσά για να μετριάσει τις συνέπειες της στην οικονομία, καθιστούν απαραίτητη την προσφυγή σε εξωτερική χρηματοδότηση, σε μία χρονική στιγμή όπου η εμπιστοσύνη των επενδυτών και της αγοράς στην τουρκική οικονομία είναι κλονισμένη.
Υπάρχουν βέβαια και ενδιάμεσες λύσεις, όπως αυτή της επιβολής ελέγχων στις κινήσεις κεφαλαίου (capital controls) αλλά και το τύπωμα χρήματος από πλευράς της κεντρικής τράπεζας, ωστόσο, σε μία χώρα που ιστορικά έχει πολύ υψηλά επίπεδα πληθωρισμού και μεγάλη ανάγκη εισροής κεφαλαίων από το εξωτερικό, οι εν λόγω επιλογές, ακόμη και αν προκριθούν, δεν θα λύσουν το πρόβλημα. Αρα, σταδιακά, η λύση του ΔΝΤ καθίσταται περίπου μονόδρομος.
Από την άλλη, για τον πολιτικό εγωισμό του προέδρου Ερντογάν δεν είναι μία εύκολη υπόθεση, εν γνώση του ότι την τελευταία φορά που η Τουρκία κατέφυγε στο ΔΝΤ το 2001, εξαφανίστηκε από τον χάρτη μία γενιά πολιτικών. Δεδομένης της δαιμονοποίησης του ΔΝΤ, θα είναι σαν να παραδέχεται την αποτυχία του, ακόμη και αν τη χρεώσει στην πανδημία. Μέχρι τώρα, αντιστέκεται σθεναρά στη χρηματοδότηση από αυτό και είναι βέβαιο ότι θα εξαντλήσει όλα τα ενδεχόμενα προτού χτυπήσει την πόρτα του. Ανάμεσα σε αυτά είναι και η απευθείας βοήθεια από ΗΠΑ, ΕΕ και Κίνα, αλλά εφόσον την πετύχει το ερώτημα είναι με ποιους όρους.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις