Τα κόμματα δοκιμάζουν αφηγήματα στο φόντο της πανδημίας και ενδεχόμενων εκλογών
Η μερική επανεκκίνηση της κοινωνικής ζωής συνοδεύεται και από την επανεκκίνηση της πολιτικής αντιπαράθεσης στον ανομολόγητο ορίζοντα πιθανών εκλογών
Είναι αλήθεια ότι η πολιτική αντιπαράθεση είχε υποχωρήσει στη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων. Σε αυτό συνέβαλε ότι τα μέτρα ελήφθησαν έγκαιρα, οπότε δεν υπήρξε περιθώριο για αντιπαραθέσεις για ολιγωρία, η αντιπολίτευση δεν αμφισβήτησε τον πυρήνα των μέτρων και υπήρξε εκ των πραγμάτων συναίνεση στη στρατηγική του lockdown. Μέτρησε σε αυτό ότι η κυβέρνηση έσπευσε να πάρει ορισμένα μέτρα που απέτρεψαν το να υπάρξουν μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις, όπως ήταν τα πακέτα στήριξης των μισθωτών αλλά και των επιστημόνων αλλά και επιλογές όπως η απαγόρευση απολύσεων. Κυρίως, όμως, μέτρησε ότι η χώρα φάνηκε να κατορθώνει να ξεπερνά το «πρώτο κύμα» με το μικρότερο δυνατό κόστος σε ανθρώπινες ζωές.
Όμως, η μερική επιστροφή στην «κανονικότητα» σημαίνει και την επιστροφή της πολιτικής αντιπαράθεσης. Ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε μπει σε μια περίοδο όπου συνδυάζεται η επίγνωση ότι η μάχη με την πανδημία θα είναι παρατεταμένη, απαιτώντας για μεγάλο διάστημα περιορισμούς ποικίλης κλίμακας σε κοινωνικές δραστηριότητας, ενώ την ίδια ώρα αρχίζουμε και συνειδητοποιούμε το μέγεθος μιας πολύ μεγάλης παγκόσμιας οικονομικής κλίμακας που όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι θα χτυπήσει ιδιαίτερα την Ελλάδα, ιδίως από τη στιγμή που κλάδοι που συγκαταλέγονταν ανάμεσα στις «ατμομηχανές» της ελληνικής οικονομίας όπως ο τουρισμός, σήμερα είναι από αυτούς που αντιμετωπίζουν και τα σοβαρότερα προβλήματα.
Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και η κοινή γνώμη, όπως αποτυπώνεται από τη δημοσκόπηση της Metron Analysis για το Mega. Το διπλάσιο ποσοστό της ΝΔ (πάνω από 42%) έναντι του ΣΥΡΙΖΑ (21%) και η συντριπτική υπεροχή της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού με φόντο την ορθή διαχείριση της κρίσης του κοροναϊου, δημιουργούν νέα δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό.
Το νέο και αχαρτογράφητο τοπίο
Η κυβέρνηση ξέρει ότι μπορεί να ξεπέρασε με επιτυχία την πρώτη φάση της μάχης, αλλά μπροστά έχει ιδιαίτερα δύσκολες προκλήσεις. Η διαρκής ετοιμότητα για νέα ξεσπάσματα, για έγκαιρο τοπικό περιορισμό τους, η επίσης διαρκής στάθμιση των δυνατοτήτων να αρθούν μέτρα, η προσπάθεια δοκιμής σε πολύ μεγάλη κλίμακα ασφαλών πρακτικών π.χ. στα σχολεία, όλα αυτά αποτελούν μια χωρίς προηγούμενο δοκιμασία για την επάρκεια του δημοσίου τομέα. Το ίδιο ισχύει για το εάν σε τυχόν «δεύτερο κύμα» η χώρα θα είναι όντως καλύτερα προετοιμασμένη ως προς την κάλυψη των ελλείψεων προσωπικού και εξοπλισμού σε νοσοκομεία αλλά και στις ιδιαίτερα κρίσιμες δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
Όμως, η πιο μεγάλη πρόκληση αφορά την οικονομία. Η χώρα ετοιμάζεται, σύμφωνα με τις προβλέψεις των διεθνών οργανισμών, για μια ύφεση φέτος 10%, την ώρα που δεν ξέρουμε πότε θα βγούμε πλήρως από τον κύκλο των περιοριστικών μέτρων που περιορίζουν και την οικονομική δραστηριότητα.
Ο τουρισμός, που εκπροσωπεί άμεσα ή έμμεσα έως και το 25% του ΑΕΠ, έχει δεχτεί το μεγαλύτερο πλήγμα: μια χαμένη χρονιά. Η χώρα αντιμετωπίζει αυτή την κρίση έχοντας ήδη ένα πολύ υψηλό ανεργίας που αναμένεται να εκτιναχθεί. Η ελληνική οικονομία βγήκε πολύ πρόσφατα από την περιπέτεια των μνημονίων, εξακολουθεί να έχει ένα τεράστιο χρέος και μόλις τώρα κάνει τα πρώτα βήματα εξόδου στις αγορές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποφασίσει σχετικά μεγάλα πακέτα μέτρων, αλλά σίγουρα ανεπαρκή ως προς το μέγεθος της ύφεσης και το κυριότερο υπάρχει επίμονη άρνηση για μορφές που θα ισοδυναμούσαν με άμεσες μεταβιβάσεις, κάτι που θα δημιουργήσει πρόβλημα στην αναγκαία άντληση πόρων για να καλυφθεί με δημόσια δαπάνη το κενό που αφήνει η υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Αυτό αντικειμενικά φέρνει την κυβέρνηση αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο λήψης μέτρων λιτότητας, έστω και εάν θα προσπαθήσει να τα παρουσιάσει ως μέτρα δίκαιης κατανομής των βαρών και του κόστους. Το σε ποιο βαθμό θα μπορεί να τα αντέξει αυτά η ελληνική κοινωνία είναι ένα ανοιχτό ερώτημα.
Το ερώτημα των εκλογών
Σε όλα αυτά προστίθενται και πολιτικοί υπολογισμοί. Είναι σαφές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο σταθμίζουν τα υπέρ της προσφυγής στις κάλπες. Η σκέψη αυτή μπορεί να κυκλοφορούσε σε προηγούμενη στιγμή ως τρόπος παγίωσης της πολιτικής ηγεμονίας και ακύρωσης του εμποδίου της «απλής αναλογικής», όμως τώρα επανέρχεται ως ανανέωση της λαϊκής εμπιστοσύνης πριν από τη δεύτερη και δύσκολη φάση της μάχης και κυρίως πριν από τις μεγάλες και με πιθανό μεγάλο κοινωνικό κόστος αποφάσεις για την οικονομία.
Η σκέψη αυτή ενισχύεται από τη διαπίστωση ότι η δημοφιλία του πρωθυπουργού και της ΝΔ έχει ενισχυθεί σημαντικά, με βάση τον θετικό απολογισμό της πρώτης φάσης της μάχης. Μάλιστα υπάρχουν και εκτιμήσεις ότι θα μπορούσε να υπάρξει ποσοστό που θα εξασφάλιζε αυτοδυναμία ακόμη και με το αναλογικότερο σύστημα, ενώ σε κάθε περίπτωση εκτιμούν ότι ακόμη και σε περίπτωση δύο διαδοχικών εκλογών θα εξασφαλίσουν μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα εδραιώσει τη θέση του Κυριάκου Μητσοτάκη και θα του δώσει το περιθώριο να χειριστεί τις επόμενες και πιο δύσκολες αποφάσεις.
Από την άλλη, υπάρχει ο αντίλογος ότι μια τέτοια χειρονομία, σε αυτή τη συγκυρία, θα φανεί ως ένας πολιτικός χειρισμός που δεν αρμόζει σε μια μάχη που είναι σε εξέλιξη και απέναντι στην πανδημία και απέναντι στην ύφεση.
Πάντως είναι σαφές ότι στο μέτρο του δυνατού η κυβέρνηση θα επιδιώξει σε αυτή την περίοδο να αποφύγει οτιδήποτε θα έδινε δικαίωμα στην αντιπολίτευση να την κατηγορήσει για έλλειψη κοινωνικής ευαισθησίας. Αυτό αποτυπώνεται και στη ρητορική του πρωθυπουργού όλο το τελευταίο διάστημα αλλά και στο πώς στη συζήτηση στη Βουλή υπερασπίστηκε τα μέτρα που ελήφθησαν για τους εργαζόμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίας αλλά και τις εξαγγελίες για παράταση της προστασίας πρώτης κατοικίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να αρθρώσει την αντεπίθεσή του
Ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε κατά βάση στην πρώτη φάση της πανδημίας μιας γραμμή «υπεύθυνης αντιπολίτευσης». Άλλωστε, φάνηκε ότι ως προς τον πυρήνα των μέτρων που πάρθηκαν δεν είχε κάποια στρατηγική αντίληψη, ούτε μπορούσε να προτείνει κάποια ριζικά εναλλακτική στρατηγική. Επιπλέον, επέλεξε να μην αμφισβητήσει το κύρος του καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα και συνολικά των επιστημονικών συμβούλων της κυβέρνησης.
Ωστόσο, με την πολιτική αντιπαράθεση να αναθερμαίνεται ο ΣΥΡΙΖΑ δοκιμάζει πλευρές μιας αντιπολιτευτικής τακτικής.
Τα βασικά σημεία αποτυπώθηκαν και στις παρεμβάσεις του Αλέξη Τσίπρα στη Βουλή
- Η κυβέρνηση πήρε απλώς τα αυτονόητα μέτρα, αυτά που θα έπαιρνε οποιαδήποτε κυβέρνηση άρα δεν πρέπει να επαίρεται.
- Η κυβέρνηση δεν αξιοποίησε το χρόνο που κερδίσαμε με τα μέτρα για να ενισχύσει το σύστημα υγείας, τόσο στο επίπεδο των μαζικών διορισμών υγειονομικού προσωπικού όσο και σε αυτό των προετοιμασίας για μαζικά τεστ στον πληθυσμό.
- Η κυβέρνηση αποφάσισε τη χαλάρωση των μέτρων με πολιτικά και όχι επιστημονικά κριτήρια, π.χ. σε σχέση με το άνοιγμα των σχολείων, με υπαρκτό ενδεχόμενο κινδύνων.
- Η κυβέρνηση ευθύνεται για τη λιτότητα που θα έρθει και με τις πολιτικές της επιτείνει την ύφεση και θα μεταφέρει μεγάλο κόστος στις πλάτες των ασθενέστερων.
Ταυτόχρονα, ο Αλέξης Τσίπρας με ακόμη πιο σαφή τρόπο απευθύνθηκε στο ΚΙΝΑΛ στη λογική μιας προοδευτικής συμμαχίας που θα μπορούσε σε τυχόν εκλογές να κερδίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, στοιχείο που ούτως ή άλλως από τις αιχμές του ΣΥΡΙΖΑ μετά με βάση και το παράδειγμα της Ισπανίας.
Η στάση της υπόλοιπης αντιπολίτευσης
Είναι σαφές ότι και τα άλλα κόμματα προσπαθούν να τοποθετηθούν σε αυτό το νέο τοπίο,
Η Φώφη Γεννηματά έδειξε να επικεντρώνει ιδιαίτερα στην ανάγκη ενός συνολικού προγράμματος για την ενίσχυση και στήριξη της ελληνικής οικονομίας και για διεκδίκηση ενός νέου Ευρωπαϊκού Σχεδίου Μάρσαλ, όπως το προτείνει το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, σε μια εμφανή προσπάθεια να εμφανίσει το ΚΙΝΑΛ ως κατεξοχήν εκπρόσωπο μιας σοσιαλδημοκρατικής τοποθέτησης που θα μπορούσε να απαντήσει στις τρέχουσες προκλήσεις.
Από την άλλη το ΚΚΕ θέλει να παρουσιαστεί ως μια δύναμη συνολικής αντιπολίτευσης με έμφαση στην ανάδειξη του αντεργατικού χαρακτήρα των έκτακτων μέτρων ως προς τους εργαζομένους αλλά και στη σύνδεση της επερχόμενης ύφεσης με τις δομικές πλευρές του σύγχρονου καπιταλισμού και διεκδικώντας να εκπροσωπήσει μια συνολικότερη επιστροφή του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο.
Ο Γιάνης Βαρουφάκης και το ΜέΡΑ25 επικέντρωσαν τα βέλη στο μέγεθος της ύφεσης και της ακόμη μεγαλύτερης λιτότητας η οποία θα έρθει μαζί με μια πολεμική στις μέχρι τώρα αποφάσεις της ΕΕ για το ανεπαρκές κατά τη γνώμη τους «Ταμείο Ανάκαμψης» και την άρνηση συζήτησης της λύσης του ευρωομόλογου.
Η προσπάθεια διαμόρφωσης νέων διαχωριστικών γραμμών
Το επόμενο διάστημα η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να συνδυάσει τον θετικό αντίκτυπο από τη μέχρι τώρα πορεία της πανδημίας με τον όποιο θετικό κλίμα θα διαμορφώνει η όποια επανεκκίνηση, με όλους τους περιορισμούς που θα έχει, σε μια ελπίδα να αποφύγει να βρεθεί σχετικά σύντομα σε μια «κρίσιμη κατάσταση».
Ταυτόχρονα, γνωρίζει ότι πλέον θα αντιμετωπίζει πολύ πιο υψηλούς τόνους κριτικής από την αντιπολίτευση και θα είναι ευάλωτη σε κάθε ανεπαρκές ζήτημα, την ώρα που όσο περνάει ο καιρός η ανάγκη πειστικών απαντήσεων για τα ζητήματα που αφορούν την οικονομία και τα μέτρα για τον περιορισμό των επιπτώσεων της ύφεσης θα γίνεται όλο και πιο έντονη, ενώ είναι πιθανό να υπάρξουν και εκφράσεις κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Σε αυτό το φόντο, με τις υπαρκτές αβεβαιότητες και τους αστάθμητους παράγοντες, είναι που θα κρίνει και το εάν θα δοκιμάσει το βήμα των εκλογών. Όμως, σε κάθε περίπτωση εύλογο είναι σταδιακά να περιμένουμε να ανεβαίνουν οι τόνοι της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις