Η ζωή μετά το lockdown : Η συνύπαρξή μας με τον κοροναϊό
Εν μέσω της φονικής πανδημίας που πλήττει την ανθρωπότητα, η παθολόγος Ισαβέλλα Μαργάρα, μέλος του Βασιλικού Κολεγίου Παθολόγων του Λονδίνου, αναφέρεται στη συνύπαρξη του ανθρώπου με τον κοροναϊό, αλλά και στην επόμενη μέρα στο δημόσιο σύστημα υγείας
- Στους 94 έχουν φτάσει οι νεκροί στη Μοζαμβίκη μετά το πέρασμα του κυκλώνα Σίντο
- Οι πρώτες συναντήσεις της συζύγου του αστυνομικού της Βουλής με τις τρεις κόρες της - Τι της είπαν
- Μηχανική βλάβη σε πλοίο με 115 επιβάτες - Επέστρεψε στον Πειραιά
- Απίστευτο περιστατικό σε κηδεία: 20χρονος χόρευε δίπλα στο φέρετρο και τράβαγε τα γένια των ιερέων
Εν μέσω της φονικής πανδημίας που πλήττει την ανθρωπότητα, η παθολόγος Ισαβέλλα Μαργάρα, μέλος του Βασιλικού Κολεγίου Παθολόγων του Λονδίνου, αναφέρεται στη συνύπαρξη του ανθρώπου με τον κοροναϊό, αλλά και στην επόμενη μέρα στο δημόσιο σύστημα υγείας.
Στο πλαίσιο συνέντευξης που παραχώρησε στο sputniknews.gr, η κ. Μαργάρα υποστηρίζει ότι ο οικογενειακός γιατρός, ο γιατρός εργασίας και το Σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας καλούνται να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στον έλεγχο της πανδημίας μετά την άρση του γενικού lockdown.
Ενόσω εκατοντάδες επιστήμονες ανά τον κόσμο έχουν ριχτεί στη μάχη για την καταπολέμηση του κοροναϊού και συνεχείς εργαστηριακές έρευνες διεξάγονται για την ανάπτυξη του κατάλληλου εμβολίου, το κρίσιμο ερώτημα που ανακύπτει είναι το πώς πορευόμαστε μέχρι να ανακαλυφθεί ένα αποτελεσματικό εμβόλιο κατά της λοίμωξης Covid-19.
«Μέχρι να βρεθεί εμβόλιο κατά του νέου κορονοϊού, οι κοινωνίες θα συμπορευθούμε μαζί του. Υπάρχει φυσικά και η πιθανότητα να μην βρεθεί αποτελεσματικό εμβόλιο, οπότε και πάλι θα κληθούμε να συνυπάρξουμε» απαντά στο ερώτημα αυτό η Ισαβέλλα Μαργάρα.
«Τα lockdown, μακροπρόθεσμα, δεν είναι βιώσιμα, ούτε για την κοινωνική ζωή ούτε για την οικονομική δραστηριότητα της κάθε χώρας. Οπότε οι άνθρωποι θα επανέλθουμε σταδιακά στις ζωές μας».
Τι θα χρειαστεί, όμως, για να επιτευχθεί η πολυπόθητη επαναφορά;
«Θα χρειαστεί να γίνει με μια επίγνωση της ευθραυστότητας της κατάστασης και αυτό να μεταφράζεται σε μια αίσθηση συλλογικής ευθύνης. Τα πιο αποτελεσματικά μέτρα, μακράν όλων των άλλων, είναι τα μέτρα απλής υγιεινής. Σε ατομικό επίπεδο, θα πρέπει να έχουμε αυξημένη επαγρύπνηση στο να τα τηρούμε, κουβαλώντας μαζί μας χαρτομάντιλα, πλένοντας τα χέρια μας, αποφεύγοντας ασπασμούς και εναγκαλισμούς στο άμεσο μέλλον. Και φυσικά, να μην υποτιμάμε καθόλου τα συμπτώματα ενός κρυολογήματος μέσα στον χώρο δουλειάς μας. Σε επίπεδο υπηρεσιών δημόσιας υγείας, θα υπάρχει συνεχής παρακολούθηση του ρυθμού μετάδοσης του ιού μέσα στον πληθυσμό. Τα τεστ για τον ιό και η διαδικασία της ιχνηλάτησης επαφών θα γίνουν μέρος της ζωής μας. Σε περίπτωση που ο ρυθμός μετάδοσης αρχίσει να αυξάνει εκ νέου επικίνδυνα, δεν μπορεί να αποκλειστεί η αναγκαιότητα επαναφοράς κάποιων μέτρων που να αποθαρρύνουν την κοινωνική επαφή μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Αυτά τα μέτρα τύπου καραντίνας είναι τα δεύτερα πιο αποτελεσματικά, μετά τα μέτρα ατομικής υγιεινής, ωστόσο η χρήση τους χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς είναι σαφές ότι μπορούν εν δυνάμει να δημιουργήσουν μεγαλύτερα κοινωνικά προβλήματα από αυτά που καλούνται να αντιμετωπίσουν» αναφέρει η κ. Μαργάρα.
Στο ερώτημα πώς, ελλείψει θεραπείας, θωρακίζεται μια χώρα έναντι ενός ιού που αποτελεί μόνιμη απειλή, η κ. Μαργάρα απαντά ως εξής:
«Μια χώρα θωρακίζεται στον βαθμό που ενισχύει το δημόσιο σύστημα υγείας της, για το οποίο εξασφαλίζει άνευ όρων πρόσβαση σε όλους τους κατοίκους της. Η ύπαρξη οικογενειακού γιατρού και η υλικοτεχνική στελέχωση, ειδικά των πρωτοβάθμιων κέντρων υγείας, είναι καθοριστικής σημασίας. Αυτό ισχύει για όλα τα νοσήματα, συμπεριλαμβανομένου του κορονοϊού. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι η κύρια ελπίδα για τον έλεγχο της πανδημίας στο άμεσο μέλλον δεν είναι το εμβόλιο, αλλά η γρήγορη ανίχνευση από τους οικογενειακούς γιατρούς στα σπίτια των κρουσμάτων.
Επίσης, καθοριστικό ρόλο θα μπορούσε να παίξει και η ύπαρξη γιατρών εργασίας μέσα στους χώρους δουλειάς, που θα έθεταν και θα έλεγχαν την υλοποίηση ενός ασφαλούς πλαισίου λειτουργίας των επιχειρήσεων για τους εργαζομένους τους. Ελάχιστες είναι οι επιχειρήσεις που έχουν σήμερα γιατρό εργασίας κι ακόμα λιγότερες αυτές που λειτουργούν με όρους πραγματικής προστασίας των υπαλλήλων τους.
Σε νοσοκομειακό επίπεδο, χρειάζεται έλεγχος ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων (τομέας όπου στην Ελλάδα έχουμε σοβαρό πρόβλημα), πολλαπλασιασμός των μονάδων εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ), γενναίες προσλήψεις νοσηλευτών και εκπαίδευση μεγαλύτερου μέρους γιατρών στην εντατικολογία – γιατί είναι προφανές ότι δεν αρκεί να πολλαπλασιάσεις τους αναπνευστήρες αν δεν έχεις ανθρώπους να τους θέσουν σε λειτουργία. Αλλά στην κλίμακα ιεράρχησης αναγκών, η πρωτοβάθμια υγεία είναι αυτή που πρέπει να πάρει τη μερίδα του λέοντος και να ενισχυθεί άμεσα. Από κει θα έρθει και η συνεχής εκπαίδευση του πληθυσμού στα μέτρα πρόληψης και στην αγωγή υγείας. Αυτό είναι πολύ πιο σημαντικό απ’ όλα τα υπόλοιπα».
Σε ό,τι αφορά το πώς θα είναι τα πράγματα αν δε βρεθεί εμβόλιο, η κ. Μαργάρα λέει τα εξής:
«Η επιστήμη οφείλει πρώτα απ’ όλα να λειτουργεί προληπτικά. Το ζήτημα με την πρόληψη είναι ότι κοστίζει στο κράτος και δεν αποφέρει κέρδος στις φαρμακευτικές εταιρείες, οπότε η λογική της συχνά υποτιμάται. Άρα, ξαναλέμε πως το βασικό είναι η αγωγή υγείας, τα μέτρα ατομικής προστασίας, οι γιατροί στην κοινότητα, οι γιατροί εργασίας, οι επισκέπτες υγείας.
Από κει και πέρα, σε επίπεδο θεραπείας, τρέχουν πολλές μελέτες για ανάπτυξη αντιϊικών φαρμάκων και χρειάζονται χρόνο για να ολοκληρωθούν και να δώσουν αξιόπιστα συμπεράσματα. Εκεί χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς ανακοινώνονται διαρκώς τον τελευταίο καιρό με δελτία τύπου »ελπιδοφόρα» αποτελέσματα από φαρμακευτικές εταιρείες. Πολλά από αυτά δεν τεκμηριώνονται στη συνέχεια από τις μελέτες, ωστόσο, οι εταιρείες δράττονται της ευκαιρίας να κάνουν διαφήμιση και να αυξήσουν εν τω μεταξύ την τιμή των μετοχών τους και το κεφάλαιό τους.
Η παραγωγή αντιϊικών φαρμάκων είναι δύσκολη, καθώς οι ιοί έχουν μεγάλη ικανότητα προσαρμογής και μετάλλαξης, και άρα ανάπτυξης αντοχής σε φάρμακα και εμβόλια. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει κάποιο φάρμακο που να έχει σαφώς αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα. Η νοσοκομειακή θεραπεία περιλαμβάνει την υποστήριξη των ζωτικών λειτουργιών του ασθενή, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο, αλλά και την εμπειρική χορήγηση φαρμάκων, των οποίων τη δράση γνωρίζουμε από άλλα νοσήματα. Είναι, ωστόσο, βέβαιο ότι όσο περισσότερο μελετάμε τον ιό και κερδίζουμε χρόνο έναντί του, τόσο θα αυξάνονται και οι πιθανότητες ανεύρεσης μιας αποτελεσματικής θεραπείας».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις