Θανάτω θάνατον πατήσας…
Το να μιλάς στους ζωντανούς ενώ έχεις ήδη σαλπάρει για την Αχερουσία έχει κανένα νόημα; Ισως εκεί να έγκειται, τότε να αποδεικνύεται το αληθινό νόημα. Στο να αγαπάς τον κόσμο-κόσμημα. Ανευ όρων. Χωρίς να θέτεις καν ως όρο τον εαυτό σου.
«Ξέρεις, ξάδελφε, ποια ήταν η τελευταία επιθυμία του παππού σου;». «Να καπνίσει ένα τσιγάρο; Να γράψει ένα γράμμα; Να δει τον ήλιο να ανατέλλει;» πιθανολόγησα μάλλον απρόθυμα.
«Για πόσο ακόμα», αναρωτιόμουν, «θα σκαλίζουμε αυτόν τον θάνατο, ο οποίος συνέβη πολύ πριν γεννηθούμε; Μιλώντας και ξαναμιλώντας στα οικογενειακά τραπέζια, ενώ οι γενιές διαδέχονται η μία την άλλη, μήπως δεν αφήνουμε την ψυχή του να αναπαυθεί; Να σκορπίσει στο αεράκι; Οι πεθαμένοι θέλουν τη μνήμη τους. Μα έχουν ανάγκη κι από τη σιωπή τους…»,
«Η τελευταία επιθυμία του παππού σου, ξάδελφε, ήταν να βγάλει λόγο!»,
Τα χαράματα της 9ης Μαΐου 1944 οι ταγματασφαλίτες των Πατρών κατά διαταγήν των Γερμανών εξετέλεσαν διά απαγχονισμού στα Ψηλά Αλώνια ένδεκα έλληνες κρατούμενούς τους. Ανάμεσά τους και ο πατέρας τού πατέρα μου, ο οποίος είχε συλληφθεί λίγες εβδομάδες νωρίτερα, ενώ διέσχιζε με βάρκα τον Κορινθιακό για να αναλάβει χρέη διοικητή της ΠΕΕΑ στην Πελοπόννησο και να διοργανώσει τις ελεύθερες εκλογές.
«Τι εννοείς «να βγάλει λόγο»;». «Να μιλήσει – πώς το λένε;». «Μα σε ποιους;». «Στην αρχή απευθύνθηκε στους δήμιους και στους Γερμανούς που τους επιστατούσαν – ήξερε καλά γερμανικά. Τους προειδοποίησε ότι οι μέρες τους είναι μετρημένες, πως θα ηττηθούν στον πόλεμο και θα πληρώσουν για τα εγκλήματά τους. Επειτα μίλησε στον κόσμο…». «Ποιον κόσμο; Αφού ήταν χαράματα και είχε απαγόρευση κυκλοφορίας!». «Στράφηκε στα κλειστά παράθυρα, στα σπίτια γύρω από την πλατεία. Αρκετοί Πατρινοί παρακολουθούσαν πίσω από τις γρίλιες, ανάμεσά τους και μια κοπελίτσα που μου διηγήθηκε – γριά πια – τη σκηνή…».
«Και τι τους είπε;». «Οτι η Κατοχή τελειώνει, η ελευθερία έρχεται. Εκείνη την ελευθερία – τους εξόρκισε – που θα ‘χει κερδηθεί με ανυπολόγιστο κόστος θα έχουν χρέος να τη διαφυλάξουν. Και να οικοδομήσουν πάνω της την πιο γνήσια δημοκρατία». «Και τι έγινε μετά;». «Μετά του πέρασαν τον βρόχο και τον κρέμασαν…».
Είχα μείνει άναυδος. Προσπάθησα να μπω στη θέση του. Ενας άνθρωπος σαράντα τριών χρονών που στόχο του δεν έχει να θυσιαστεί ηρωικά – δεν είναι καμικάζι ή σαμποτέρ – μα να αγωνιστεί πολιτικά για τις ιδέες του. Που δεν διαθέτει τη θρησκευτική αφοσίωση των κομμουνιστών στο κόμμα τους, είναι σοσιαλδημοκράτης και ως τέτοιος συμμετείχε στην ίδρυση του ΕΑΜ.
Που δεν έχει τους συνωμοτικούς κανόνες στο αίμα του, που έχει αρνηθεί την πρόταση των συντρόφων του να οργανώσουν την απόδρασή του, εν μέρει για να μη τους θέσει σε κίνδυνο, εν μέρει επειδή δεν πίστευε ότι η ζωή του κινδύνευε, αφού οι Γερμανοί δεν συνήθιζαν να εκτελούν πολιτικά πρόσωπα. Ενας άνθρωπος χαρούμενος, ερωτευμένος, κομψός… Στην πείνα του 1941 είχε εκποιήσει αντί πινακίου φακής τα περισσότερα ρούχα του, μα είχε κρατήσει το επίσημο μαύρο κοστούμι, το σμόκιν του, για να το φορέσει την ημέρα της Απελευθέρωσης. Κι αυτό θα γίνει τώρα το σάβανό του…
Μέχρι την ύστατη στιγμή – γράφει ο Ντοστογέφσκι -, όταν σε πηγαίνουν για εκτέλεση, ελπίζεις ότι κάτι θα συμβεί και θα σωθείς. Για αυτό και οι περισσότεροι μελλοθάνατοι συμπεριφέρονται όχι σαν λυσσασμένοι λύκοι αλλά σαν πρόβατα επί σφαγήν – κοιτούν απεγνωσμένα γύρω τους προσδοκώντας το θαύμα. Ο παππούς μου είχε προφανώς απαλλαγεί από αυτή την ελπίδα. Και τι έκανε, με αδιανόητη – για μένα – ψυχραιμία και διαύγεια;
Υπερέβη το σώμα του, το οποίο σε λίγο θα ταλαντευόταν νεκρό. Προχώρησε πέρα από την ατομική του ύπαρξη. Δεν βούλιαξε στην απόγνωση, ούτε προσέφυγε σε κανενός είδους μεταφυσική. Ούτε διεκδίκησε κάποιο υποκατάστατο αθανασίας διεκτραγωδώντας την προσωπική θυσία του, εκφωνώντας προκαταβολικά τον επικήδειό του. Περιέγραψε τη ζωή που θα συνεχιζόταν με τον ίδιο απόντα. Παθιάστηκε για ένα μέλλον, το οποίο – το μόνο σίγουρο – δεν θα τον περιείχε…
Το να μιλάς στους ζωντανούς ενώ έχεις ήδη σαλπάρει για την Αχερουσία έχει κανένα νόημα; Ισως εκεί να έγκειται, τότε να αποδεικνύεται το αληθινό νόημα. Στο να αγαπάς τον κόσμο-κόσμημα. Ανευ όρων. Χωρίς να θέτεις καν ως όρο τον εαυτό σου.
«Ο θάνατός μας δεν μάας αφορά…». Ψευδέστατο. Μόνο πεθαίνοντας με τον δικό σου τρόπο, με το δικό σου ύφος, μπορείς να πατήσεις κάτω τον θάνατο. Να τον αφήσεις πίσω σου, όπως βγάζεις το καλό σου σακάκι, το διπλώνεις προσεκτικά και το δίνεις στον δήμιο προτού να ανέβεις στην κρεμάλα. Να αναπνέεις τη θαλασσινή αύρα και να γίνεσαι αύρα.
Αυτά συνέβησαν μια αυγή, πριν από εβδόμηντα έξι ακριβώς χρόνια, ενώ τα χελιδόνια είχαν επιστρέψει στην Πάτρα κι έχτιζαν τις φωλιές τους, αδιαφορώντας για τους θριάμβους και για τις συμφορές των ανθρώπων.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις