Η αποκάλυψη του Βήματος και του Άγγελου Αθανασόπουλου ότι η Τουρκία θέτει ξανά ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου ήρθε να θυμίσει τον τρόπο με τον οποίο η Τουρκία τις τελευταίες δεκαετίες ανακυκλώνει συστηματικά τα ίδια ζητήματα, με απώτερο σκοπό να διαμορφώσει μια εικόνα γενικευμένης ύπαρξης «γκρίζων ζωνών», κάτι που κατά τη γνώμη της τουρκικής διπλωματίας θα διευκολύνει μια συνολική αναδιαπραγμάτευση του καθεστώτος στο Αιγαίο και συνολικά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Τι ήταν η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών

Είναι αλήθεια ότι προηγούμενες συνθήκες όρισαν ένα καθεστώς μερικής ή ολικής αποστρατιωτικοποίησης για αρκετά νησιά του Αιγίου.

Το θέμα του καθεστώτος των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου τέθηκε καταρχάς μετά την απελευθέρωσή τους στο τέλος των Βαλκανικών Πολέμων. Η απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων της 1/14ης Φεβρουαρίου 1914, με την οποία αναγνωρίστηκε η ελληνική κυριαρχία όντως έθετε ζήτημα μη οχύρωσης και αποστρατιωτικοποίησης.

Αργότερα με τη Συνθήκη της Λωζάννης η Λέσβος, η Χίος, η Σάμος και η Ικαρία ορίζονται ως μερικώς αποστρατιωτικοποιημένες περιοχές. Απαγορεύτηκαν οι ναυτικές εγκαταστάσεις ή τα μεγάλα οχυρωματικά έργα και επιτράπηκε μόνο μικρή παρουσία στρατιωτικής δύναμης («εις στον συνήθη αριθμόν δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων») και δύναμης χωροφυλακής και αστυνομίας.

Η Σύμβαση της Λωζάννης για το καθεστώς των Στενών, που συνδέεται με τη Συνθήκη της Λωζάννης και αφορούσε την ασφάλεια στα Στενά, ρητά όριζε πλήρη αποστρατιωτικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης και αντίστοιχα της Ίμβρου, της Τενέδου και των Λαγουσών Νήσων. Όμως, η Σύμβαση του Μοντραί του 1936 κατήργησε τη Σύμβαση της Λωζάννης και κατά την πάγια θέση της ελληνικής πλευράς δεν επέτρεψε μόνο την επαναστρατιωτικοποίηση της Ίμβρου και της Τενέδου αλλά και της Λήμνου και της Σαμοθράκης.

Η Συνθήκη των Παρισίων του 1947 εκχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα και έχει ρητή αναφορά σε πλήρη αποστρατιωτικοποίησή τους. Αυτό είχε να κάνει και με το κλίμα του αναδυόμενου Ψυχρού Πολέμου (ενδεικτικά υπήρξε πρόβλεψη αποστρατιωτικοποίησης άλλων περιοχών).

Η ελληνική επιλογή για επαναστρατιωτικοποίηση

Τα πράγματα άλλαξαν σημαντικά μετά την επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και ιδίως μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Η εκτίμησε ότι η Τουρκία προχωράει σε μια νέα επιθετική κατεύθυνση οδήγησε τις ελληνικές κυβερνήσεις στην επιλογή για επαναστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. Σε αυτό συνετέλεσε και η ίδρυση το 1975 από την Τουρκία της «Στρατιάς του Αιγαίου» (Τέταρτη Στρατιά) με έδρα τη Σμύρνη.

Σε αυτό το πλαίσιο επιλέχτηκε η επαναστρατιωτικοποίηση των νησιών με βάση το άρθρο 51 του Χάρτη του ΟΗΕ που ρητά επιτρέπει σε μία χώρα την αναγκαία αμυντική προπαρασκευή για να μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Γιατί οι Τούρκοι έβαλαν στο στόχαστρο τον Οικουμενικό Πατριάρχη

Ωμές απειλές Τσαβούσογλου: Ανοιχτά τα σύνορά μας για όσους πρόσφυγες θέλουν να φύγουν

Ουσιαστικά, τις τελευταίες δεκαετίες η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ότι σε σχέση με το καθεστώς των νησιών υπάρχει μια συνολική αλλαγή των συνθηκών σε σχέση με την εποχή της υπογραφής των Συνθηκών (π.χ. δεν υπάρχει πλέον ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-ΕΣΣΔ), ότι υπάρχει θέμα απειλής, νόμιμης προληπτικής άμυνας και αντιμέτρων απέναντι σε προπαρασκευή επιθετικών ενεργειών.

Πάγια θέση της ελληνικής πλευράς είναι το δικαίωμα αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο, εξ ου η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης το 1994 ρητά να εξαιρέσει από την αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου οποιαδήποτε διαφορά συνδέεται με στρατιωτικά μέτρα αμυντικού χαρακτήρα που έχουν ληφθεί από την Ελλάδα για λόγους εθνικής άμυνας.

Η τουρκική θέση: σύνδεση αποστρατιωτικοποίησης και κυριαρχίας

Η Τουρκία εδώ και δεκαετίες αμφισβητεί ποικιλοτρόπως το δικαίωμα παρουσία αμυντικών δυνάμεων πάνω στα νησιά του Αιγαίου, καταγγέλλοντας την Ελλάδα για παραβίαση των σχετικών συνθηκών.

Ωστόσο, ο πυρήνας της τουρκικής αμφισβήτησης δεν αφορά στενά το ζήτημα της παρουσίας ή όχι ελληνικών ενόπλων τμημάτων πάνω στα νησιά. Η Τουρκία κυρίως θέλει με αυτό τον τρόπο να θεμελιώσει ζήτημα κυριαρχίας.

Σύμφωνα με την τουρκική ερμηνεία της ακολουθίας των συνθηκών που διαμορφώνουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στην Ελλάδα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου παραχωρήθηκαν με την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων του Φεβρουαρίου 1914 που ρητά αναφέρεται σε αποστρατιωτικοποίηση. Για την τουρκική ερμηνεία αυτό σημαίνει ότι η αποστρατιωτικοποίηση είναι αναγκαία συνθήκη για την παραχώρηση και άρα η επαναστρατιωτικοποίηση εγείρει ζήτημα αμφισβήτησης της παραχώρησης και της ελληνικής κυριαρχίας.

Επιπλέον, υπάρχει και ένας ακόμη λόγος που η Τουρκία εδώ και δεκαετίες εγείρει αυτό το θέμα. Ενώ στα περισσότερα ζητήματα των ελληνοτουρκικών διαφορών η Τουρκία κατά βάση αμφισβητεί το εάν έχουν εφαρμογή κανόνες διεθνούς  δικαίου (π.χ. θεωρεί casus belli την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. ή αμφισβητεί την αναγνωρισμένη από το διεθνές δίκαιο της θάλασσας αυτοτελή υφαλοκρηπίδα των νησιών), το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης είναι το μόνο για το οποίο μπορεί να επικαλείται το γράμμα των συνθηκών, αν και όχι απαραίτητα το πνεύμα του διεθνούς δικαίου.

Η λογική των γενικευμένων «γκρίζων ζωνών»

Προφανώς κανείς δεν πιστεύει ότι το επιχείρημα για τη σύνδεση κυριαρχίας και αποστρατιωτικοποίηση θα μπορούσε να έχει κάποια τύχη. Ούτε είναι εύκολο, ιδίως στον σύγχρονο κόσμο με την αυξημένη αστάθεια, να έχει κάποια απήχηση ένα αίτημα παραίτησης από λήψη αμυντικών μέτρων τα οποία όλες οι χώρες θεωρούν αυτονόητα.

Όμως, η Τουρκία γνωρίζει ότι όσο πιο πολλές αμφισβητήσεις εγείρει, όσο πιο πολλά θέματα ορίζει ως διαφιλονικούμενα, όσο περισσότερο υπογραμμίζει υποτιθέμενα προβλήματα παραβίασης του διεθνούς δικαίου, όσο περισσότερες περιοχές θεωρεί ότι δεν έχουν αποσαφηνισμένη κυριαρχία, τόσο περισσότερο διευκολύνεται στο στρατηγικό της στόχο για μια διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης που θεωρεί ότι είναι και ο τρόπος για την ικανοποίηση του μεγαλύτερου εύρους αξιώσεών της.