Ερχεται η εποχή του κινεζικού δράκου; – Τι σκέφτονται να κάνουν οι ΗΠΑ
Η κινεζική ηγεσία προσπαθεί να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση, που ας μην ξεχνάμε οδήγησε την πρώτη οικονομική συρρίκνωση μετά από δεκαετίες
Δεν ξέρουμε εάν κάποτε στο μέλλον το πρόσφατο άρθρο για την Κίνα στο περιοδικό «The Atlantic» του αμερικανού υποστρατήγου Χ.Ρ. Μακμάστερ, πρώην συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του Ντόναλντ Τραμπ, θα αποκτήσει φήμη ανάλογη με το περίφημο μακροσκελές τηλεγράφημα του Τζορτ Κίναν το 1947 που επεσήμανε την ανάγκη ανάσχεσης της Σοβιετικής Ενωσης και το οποίο θεωρείται η συμβολική εκκίνηση του Ψυχρού Πολέμου. Ομως, το σίγουρο είναι ότι ο Μακμάστερ, γνωστός και ως ο πολεμιστής – στοχαστής, σχηματοποιεί σε αυτό τους λόγους γιατί ένα μεγάλο μέρος του αμερικανικού πολιτικού και στρατιωτικού κατεστημένου θεωρεί πλέον την Κίνα ως μια μεγάλη απειλή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Η θέση της Ελλάδας σε έναν κόσμο που αλλάζει
Ουσιαστικά, το κείμενο σηματοδοτεί κάτι που διαφαίνεται καιρό τώρα: η εποχή που στις ΗΠΑ θεωρούσαν ότι η ένταξη της Κίνας στις δομές ενός παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού θα αρκούσε για να εξασφαλίσει ότι δεν αποτελεί πλέον γεωπολιτική απειλή έχει παρέλθει. Μάλιστα, το ενδιαφέρον με την ανάλυση του Μακμάστερ είναι ότι παρουσιάζει ως γεωπολιτική απειλή ακριβώς την οικονομική πολιτική της Κίνας.
Σύμφωνα με το σχήμα που παρουσιάζει ο αμερικανός στρατηγός η Κίνα προσπαθεί να εγκαθιδρύσει ένα σύστημα όπου άλλες χώρες θα γίνονται ουσιαστικά φόρου υποτελείς μέσα από τις τρεις βασικές κατευθύνσεις που σήμερα ξεδιπλώνει το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας: Τη στρατηγική «Made in China 2025» που στόχο έχει να κάνει την Κίνα μια ανεξάρτητη επιστημονική και τεχνολογική δύναμη και που οι Αμερικανοί υποστηρίζουν ότι σε μεγάλο βαθμό προωθείται μέσα από μορφές κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας και υποχρεωτικής μεταφοράς τεχνολογίας.
Την πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας δρόμος», γνωστή και ως «οι νέοι δρόμοι του μεταξιού», που αφορά μεγάλες επενδύσεις σε κρίσιμους κόμβους μεταφορών και επικοινωνίας σε διάφορα σημεία του πλανήτη και που κατά τους Αμερικανούς αποσκοπεί στη διαμόρφωση νέων σχέσεων εξάρτησης ιδίως από τη στιγμή που η Κίνα προσφέρει και δάνεια για αυτά τα έργα. Τη σύμφυση πολιτικής και στρατιωτικής τεχνολογίας που κατά τη γνώμη των Αμερικανών επιδιώκει την αξιοποίηση των τεχνολογικών επιτευγμάτων και για σκοπούς που αφορούν τις ένοπλες δυνάμεις και τις υπηρεσίες πληροφοριών.
Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο ο Μακμάστερ προτείνει οι ΗΠΑ να κατανοήσουν ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας δεν πρόκειται να μετατοπιστεί σε πιο φιλελεύθερες θέσεις, αλλά αντίθετα θα προσπαθεί να αυξήσει τον έλεγχο που μπορεί να ασκήσει, κάτι που καθιστά αναγκαίο για τις ΗΠΑ να ξεδιπλώσουν μια αντίρροπη τακτική.
Τα πολλαπλά μέτωπα
Σε αυτό το φόντο διάφορες πρόσφατες εξελίξεις, όπως για παράδειγμα η επίμονη προσπάθεια των ΗΠΑ να αποδώσουν ευθύνες στην Κίνα για την αρχική εξάπλωση της πανδημίας του COVID-19 απειλώντας ακόμη και με διακοπή της χρηματοδότησης του ΠΟΥ εξαιτίας της υποτιθέμενης φιλοκινεζικής στάσης του, αποκτούν μια διαφορετική διάσταση και δείχνουν να είναι τμήμα ενός κλιμακούμενου γεωπολιτικού ανταγωνισμού.
Το ίδιο ισχύει και για τον εμπορικό πόλεμο που κήρυξαν οι ΗΠΑ και ο οποίος παρά τη σχετική ανακωχή άφησε πίσω υψηλότερους δασμούς εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Και βέβαια αυτό εξηγεί την ιδιαίτερη επιμονή στο να χτυπηθούν εταιρείες όπως η Huawei σε όλα τα επίπεδα Από τη μια μέσα από την εκτεταμένη πίεση να μείνει έξω από τις υποδομές κινητής τηλεφωνίας 5G. Από την άλλη, μέσα από την προσπάθεια να περιοριστεί η παραγωγική ικανότητα της Huawei και άλλων κινεζικών εταιρειών με τον αποκλεισμό τους μέσω αμερικανικών κυρώσεων από την προμήθεια κρίσιμων εξαρτημάτων.
Κρίσιμο πεδίο ανταγωνισμού και η Ευρώπη με το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται σε χώρες όπως η Ιταλία, όπου αναλυτές επισημαίνουν τον συνδυασμό ανάμεσα στην αυξημένη παρουσία της Κίνας – άλλωστε η Ιταλία είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που είναι επισήμως τμήμα της πρωτοβουλίας «Μία ζώνη, ένας δρόμος» – και τον έντονο ευρωσκεπτικισμό. Αλλωστε, είχε προηγηθεί μια προσπάθεια διαφόρων κυβερνήσεων να περιορίσουν – όχι όμως απαγορεύσουν – τις κινεζικές στρατηγικές επενδύσεις, ενώ ακόμη και η πρόσφατη πρόταση της Ανγκελα Μέρκελ και του Εμανουέλ Μακρόν για το «ταμείο ανάκαμψης» περιλαμβάνει ρητή αναφορά στην ανάγκη για μεγαλύτερο έλεγχο των επενδύσεων που έρχονται εκτός ΕΕ και για μεγαλύτερη έμφαση στις ευρωπαϊκές επενδύσεις και τον επαναπατρισμό επιχειρήσεων.
Η κινεζική στρατηγική
Η κινεζική ηγεσία προσπαθεί να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση, που ας μην ξεχνάμε οδήγησε την πρώτη οικονομική συρρίκνωση μετά από δεκαετίες. Η σχετική πετυχημένη αντιμετώπιση της πανδημίας, παρά την αρχική απόπειρα συγκάλυψης, απέτρεψε τον κίνδυνο μιας επικίνδυνης απονομιμοποίησης του καθεστώτος. Η Κίνα απέφυγε τη «στιγμή Τσερνόμπιλ» που διάφοροι οραματίστηκαν στη Δύση, την ίδια ώρα που οι ΗΠΑ εμφανίζουν όλα τα συμπτώματα μιας κρίσης ηγεσίας. Ομως η παγκόσμια ύφεση διαμορφώνει ένα δυσμενέστερο τοπίο, έστω και εάν η Κίνα βρέθηκε μπόρεσε να μπει νωρίτερα σε φάση επανεκκίνησης της οικονομίας της.
Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο η κινεζική ηγεσία δείχνει να επικεντρώνει στο ίδιο το οικονομικό βάθος της Κίνας, στη διεύρυνση της εσωτερικής κατανάλωσης και σε μια γενική κατεύθυνση αναβάθμισης της οικονομικής θέσης του πληθυσμού. Επίσης, δείχνει να θέλει να εκμεταλλευτεί την αυξημένη τάση συγκέντρωσης συναλλαγών σε περιφερειακό επίπεδο. Ηδη το 60% του εμπορίου των ασιατικών χωρών γίνεται εντός Ασίας, πλησιάζοντας το ανάλογο ποσοστό που υπάρχει στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Σε μια συγκυρία όπου υποχωρεί η γενική τάση «παγκοσμιοποίησης» και αναπτύσσονται τάσεις εθνικής ή περιφερειακής αναδίπλωσης, αυτό ενισχύει τη θέση της Κίνας, έστω και εάν έχει να αντιμετωπίσει τη διατηρούμενη δυσπιστία των γειτονικών χωρών.
Από την άλλη, η συστηματική αμερικανική πολεμική και ο τρόπος που δείχνει εν μέρει να παρασύρει και τις χώρες της Ευρώπης, έστω και εάν οι τελευταίες προσπαθούν να διατηρήσουν κάποιες ισορροπίες (για παράδειγμα αρνούμενες να προχωρήσουν σε καθολική αποτροπή της διεκδίκησης από τη Huawei της συμμετοχής στις υποδομές 5G), περιορίζει τη δυνατότητα μιας «ευρασιατικής» επέκτασης, παρότι η Κίνα διατηρεί μια στρατηγική σύμπλευση με τη Ρωσία.
Σε αυτό το φόντο καθόλου τυχαία δεν ήταν η επίδειξη «υγειονομικής διπλωματίας» από τη μεριά του Πεκίνου με την υπερπροβολή της επανέναρξης της πώλησης ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού σε άλλες χώρες.
Πολλά θα κριθούν και από το εάν η Κίνα θα μπορέσει όντως να αναπτύξει εκείνο το είδος τεχνολογικής και παραγωγικής αυτάρκειας που θα την καθιστούσε αλώβητη ενάντια σε τιμωρητικές κυρώσεις ή απαγορεύσεις. Η παγκόσμια σύγκρουση γύρω από τα «χυτήρια» τσιπ, με τις ΗΠΑ να προσπαθούν να αποκόψουν με κυρώσεις την Κίνα από κρίσιμα εξαρτήματα για τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας της και την Κίνα να προσπαθεί να καλύψει αυτό το τεχνολογικό κενό είναι ενδεικτική.
Το ερώτημα της ηγεμονίας
Από την άλλη, ο δρόμος για έναν «κινεζικό αιώνα», που κατά καιρούς αναγγέλλεται, θα είναι αρκετά δύσκολος. Η ιστορία του 19ου και του 20ού αιώνα έδειξαν ότι η κατάκτηση της ηγεμονίας στο διεθνές σύστημα δεν είναι ποτέ υπόθεση μόνο οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος. Τόσο η Βρετανία αρχικά όσο και οι ΗΠΑ στη συνέχεια διεκδίκησαν έναν συνολικότερο ρόλο ηγεσίας πέραν του στενού συμφέροντος. Αυτό είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό για τις ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν πέραν του να προσφέρουν στρατιωτική εγγύηση έναντι της συστημικής απειλής που εκπροσωπούσε η ΕΣΣΔ, «εξήγαγαν» τη «φορντική» οργάνωση της παραγωγής, έναν ορισμένο καταναλωτικό ηδονισμό, ένα πρότυπο «δυτικού τρόπου ζωής» και μια εκδοχή «φιλελευθερισμού», ενώ δεν είχαν πρόβλημα να στηρίξουν τις οικονομίες χωρών που εξελίχτηκαν σε ανταγωνιστές τους όπως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ή της Ιαπωνίας.
Το ερώτημα είναι εάν μπορεί η Κίνα να κάνει κάτι ανάλογο. Γιατί μπορεί να επενδύει στρατιωτικά σε κινήσεις που παραπέμπουν σε ρόλο υπερδύναμης, από τα αεροπλανοφόρα έως το διαστημικό πρόγραμμα, όμως απέχει από την ισχύ όχι μόνο των ΗΠΑ αλλά και της Ρωσίας, ούτε έχει δείξει π.χ. την ικανότητα διαχείρισης κρίσεων που διατηρεί η Μόσχα όπως φαίνεται στη Συρία. Ούτε έχει πείσει ακόμη, παρά την περί του αντιθέτου ρητορική του Πεκίνου, ότι η αντίληψή της για τις επενδύσεις υπερβαίνει τα όρια απλώς της προώθησης των κοινωνικών συμφερόντων και είναι όντως «win-win».
Κυρίως, όμως, το ερώτημα είναι εάν μπορεί να εξάγει ένα κοινωνικό και πολιτικό υπόδειγμα. Σίγουρα ο συνδυασμός οικονομίας της αγοράς, αυταρχικού συγκεντρωτικού κράτους, εκτεταμένων τεχνολογιών επιτήρησης και ενός μείγματος μαζικού καταναλωτισμού και υψηλού βαθμού συμμόρφωσης σε κανόνες, φαντάζει θελκτικός σε όσους θεωρούν ότι αυτή είναι η διέξοδος από τις αντιφάσεις του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού», όμως δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί από ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια ως ένα όραμα προόδου, ούτε είναι δεδομένο το πώς μπορεί να «εξαχθεί» σε χώρες με πολύ διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις. Με αυτή την έννοια, η εποχή της Κίνας απέχει ακόμη και αυτό σημαίνει ότι η επόμενη μέρα για το διεθνές σύστημα θα είναι πιο αντιφατική, συγκρουσιακή και ασταθής.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις