Δημήτρης Σωτάκης: Όταν έχεις ένα όπλο, έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που θα το χρησιμοποιήσεις
Ο Δημήτρης Σωτάκης, μετά τον πολυαγαπημένο «Κανίβαλο που έφαγε έναν Ρουμάνο» επιστρέφει με το νέο μυθιστόρημα «Ο μεγάλος υπηρέτης»
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Αλλαγές εξετάζει η Κομισιόν για την οδήγηση μετά τα 70 έτη - Τι θα αναφέρεται στην ευρωπαϊκή οδηγία
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
Ο Δημήτρης Σωτάκης, μετά τον πολυαγαπημένο «Κανίβαλο που έφαγε έναν Ρουμάνο» επιστρέφει με το νέο μυθιστόρημα «Ο μεγάλος υπηρέτης».
Το βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος, πραγματεύεται την ιστορία ενός επιχειρηματία που προσλαμβάνει στο σπίτι του έναν βοηθό, προκειμένου να βάλει μια τάξη στην καθημερινότητά του. Από τη στιγμή όμως που θα ξεκινήσει αυτή η συγκατοίκηση, μια σειρά από παράξενα γεγονότα οδηγεί αυτή την ιστορία σε απρόβλεπτα και σκοτεινά μονοπάτια.
Ο συγγραφέας μίλησε στο in.gr για τις σχέσεις εξουσίας αλλά και το χώρο του βιβλίου στην Ελλάδα.
Τι μεσολάβησε από τον «Κανίβαλο που έφαγε έναν Ρουμάνο» μέχρι τον «Μεγάλο Υπηρέτη»;
Μεσολάβησε μια δική μου συναισθηματική μεταμόρφωση. Ήταν μια περίοδος, κατά την οποία κλείστηκα περισσότερο στον εαυτό μου, κι έτσι προέκυψε «Ο Μεγάλος Υπηρέτης», ίσως το πιο εξομολογητικό βιβλίο μου μέχρι σήμερα, το οποίο, ωστόσο, διατηρεί τα χαρακτηριστικά του Κανίβαλου, με την έννοια ότι ο κύριος άξονάς του είναι η ανάγκη υιοθέτησης των κοινωνικών ρόλων και πόσο βαθιά είμαστε ταυτισμένοι μαζί τους.
Υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στις δύο ιστορίες;
Άμεση σύνδεση όχι, ωστόσο το κυνήγι της ευτυχίας είναι και στις δύο ιστορίες ένα σημαντικό κοινό στοιχείο. Ο Κανίβαλος ήταν ένα βιβλίο με πολλά πρόσωπα, κάτι που δε συνηθίζω, ενώ στον Μεγάλο Υπηρέτη επέστρεψα στον έναν ήρωα, έστω σε αντικαθρέφτισμα με έναν δεύτερο αντιήρωα. Η πλοκή των δύο μυθιστορημάτων, πάντως, και ιδιαιτέρως η ατμόσφαιρά τους, θα έλεγα ότι δε μοιάζει καθόλου.
Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με θέματα εξουσίας;
Πρόκειται για συναισθηματική εξουσία, για την εξουσία που πασχίζουμε να επιβάλλουμε πάνω σε κάποιον που θέλουμε να ελέγξουμε συναισθηματικά. Είναι το παιχνίδι του εξουσιαστή εξουσιαζόμενου που όλοι μας έχουμε παίξει, συνειδητά ή ασυνείδητα. Αυτές οι δύο ιδιότητες κρέμονται από μια κλωστή, οι αντιδράσεις μας πηγάζουν απ’ το υποσυνείδητο και ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το πώς θα επιλέξουμε να συμπεριφερθούμε σε έναν άνθρωπο.
«Αν θες να δοκιμάσεις τον χαρακτήρα κάποιου, δώσ’ του εξουσία» έλεγε ο Λίνκολν, συμφωνείς;
Η διαχείριση της εξουσίας δείχνει τις προθέσεις μας. Όταν έχεις ένα όπλο πάνω σου, έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που θα επιλέξεις να το χρησιμοποιήσεις. Σε μια τέτοια συνθήκη, λοιπόν, έρχεται στο φως ποιοι είμαστε και με ποια λογική ξεδιπλώνουμε τις κινήσεις μας. Όλοι έχουμε εν δυνάμει εξουσία, περισσότερο ή λιγότερο, το ζήτημα είναι πόσο θα πιστέψουμε ότι μας δίνει δύναμη, αν θα αγκιστρωθούμε σε αυτή την ψευδαίσθηση.
Σου αρέσει να περιγράφεις ιστορίες άχρονες και άτοπες. Είναι μια διαφυγή από την πραγματικότητα;
Πάντα η λογοτεχνία που γράφω είναι μια διαφυγή από την πραγματικότητα, αυτός είναι ο σκοπός μου άλλωστε. Όσο περισσότερο ασαφής ο χρόνος, ο τόπος, οι πραγματικές παράμετροι, τόσο μεγαλύτερη και η απόκλιση απ’ το πραγματικό. Οι Τέχνες είναι μια δραπέτευση από τη ζωή, συνεπώς αν απλώς την αναπαριστούσαν δε θα είχε κανένα ενδιαφέρον.
Πως πέρασες τις μέρες της καραντίνας;
Πολύ βαρετά, σε κατάσταση συνειδητής παρακμής.
Έπληξε και τον χώρο του βιβλίο η απομόνωση ή οι Έλληνες διάβασαν περισσότερο;
Το βιβλίο πήγε καλά αυτή την περίοδο. Αυτό ήταν ευχάριστο. Όμως υπάρχει σαφώς πρόβλημα με την αναγνωσιμότητα στην Ελλάδα, πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αναπτυχθεί ένα νέο σώμα αναγνωστών για το μέλλον. Αυτό θα ήταν το ευνοϊκότερο και όχι απλώς μια συγκεκριμένη περίοδος ειδικών συνθηκών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις