Κοροναϊός : Η μύτη είναι μάλλον το βασικό σημείο εισόδου του φονικού ιού στο σώμα
Η μύτη είναι πιθανότατα το αρχικό σημείο από το οποίο συνήθως διεισδύει ο νέος κοροναϊός SARS-CoV-2 στο σώμα, για να προκαλέσει στη συνέχεια τη λοίμωξη Covid-19, σύμφωνα με αμερικανούς επιστήμονες
- Η τηλεθέαση του debate ΣΥΡΙΖΑ – Ελπίδες για τη συμμετοχή στην κάλπη της Κυριακής – Η σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Να απομονώσει τους αποστάτες καλούν οι 87+ τον πολιτικό κόσμο - «Να μην αποδεχτούν έδρες προϊόν συνωμοσίας»
Η μύτη είναι πιθανότατα το αρχικό σημείο από το οποίο συνήθως διεισδύει ο νέος κοροναϊός SARS-CoV-2 στο σώμα, για να προκαλέσει στη συνέχεια τη λοίμωξη Covid-19, σύμφωνα με αμερικανούς επιστήμονες.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας, με επικεφαλής τους Ρίτσαρντ Μπούτσερ και Ραλφ Μπάρικ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογίας Cell, σύμφωνα με το Nature, ανέλυσαν την ευκολία με την οποία ο νέος ιός μολύνει τα διαφορετικά είδη κυττάρων της αναπνευστικής οδού.
Διαπίστωσαν ότι υπάρχει μια διαβάθμιση στην ευκολία εισόδου του ιού στα κύτταρα, η οποία μειώνεται όσο χαμηλότερα βρίσκονται.
Αυτά που μολύνονται πιο εύκολα από όλα βρίσκονται στη ρινική κοιλότητα, ενώ –στο άλλο άκρο– εκείνα τα κύτταρα που μολύνονται πιο δύσκολα είναι όσα βρίσκονται βαθιά στους πνεύμονες.
Μάλιστα, αυτή η διαβάθμιση αντιστοιχεί πολύ πιστά στην κατανομή των κυτταρικών υποδοχέων ACE-2 (του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης), μιας πρωτεΐνης που χρησιμοποιεί ο ιός ως πύλη για να «τρυπώσει» στα κύτταρα.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι συνήθως ο ιός πρώτα δημιουργεί «προγεφύρωμα» στη μύτη και μετά κατεβαίνει πιο χαμηλά στην αναπνευστική οδό.
Αυτό, όπως επισημαίνουν, δείχνει τη σημασία τού να φορά κανείς μάσκα ως προληπτικό μέτρο, καθώς και να κάνει συχνές πλύσεις της μύτης.
Το μέγεθος (της δόσης) μετρά
Η χρήση της μάσκας, η τήρηση απόστασης τουλάχιστον δύο μέτρων, το πλύσιμο των χεριών και η αποφυγή πολυσύχναστων χώρων έχουν έναν κοινό παρονομαστή: ακόμη κι αν κανείς εκτεθεί στον ιό, να μην εκτεθεί πολύ, δηλαδή η «δόση» που θα εισαχθεί στο σώμα του να είναι μικρή και ελέγξιμη από το ανοσοποιητικό σύστημά του.
Αν τα σωματίδια του ιού (το ιικό φορτίο) είναι λίγα, μειώνεται η πιθανότητα να αρρωστήσει κανείς και μάλιστα σοβαρά από την Covid-19.
Πάντως, οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμη σαφή απάντηση στο ερώτημα «πόσος ιός χρειάζεται για να εγκαθιδρυθεί η λοίμωξη», με άλλα λόγια «πόση είναι η ελάχιστη λοιμογόνος δόση του κοροναϊού».
Η ακριβής απάντηση είναι αδύνατη, επειδή είναι αδύνατο να «πιάσει» κανείς σε πραγματικό χρόνο την ίδια τη στιγμή της λοίμωξης.
Πειράματα σε ζώα μπορεί να γίνουν, αλλά είναι ανήθικο να μολυνθούν δοκιμαστικά άνθρωποι με διαφορετικές δόσεις του κοροναϊού, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα για το «κατώφλι» του ιικού φορτίου πέρα από το οποίο η λοίμωξη είναι αναπόφευκτη.
«Η αλήθεια είναι πως πραγματικά δεν ξέρουμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο από μια καλή εικασία» δήλωσε η ιολόγος Άντζελα Ρασμούσεν του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης».
Στην περίπτωση του κοροναϊού της νόσου SARS η εκτιμώμενη λοιμογόνος δόση είναι μόνο μερικά εκατοντάδες σωματίδια, ενώ στον άλλο κοροναϊό της νόσου MERS η λοιμογόνος δόση εκτιμάται ότι είναι πολύ μεγαλύτερη, μερικά χιλιάδες ιικά σωματίδια.
Δεδομένου ότι ο νέος ιός είναι συγγενικός του ιού που προκάλεσε το SARS, η λοιμογόνος δόση του SARS-CoV-2 πιστεύεται ότι μάλλον θα είναι μερικές εκατοντάδες σωματίδια, σύμφωνα με τη δρα Ρασμούσεν.
Αυτό εξηγεί γιατί η νόσος είναι εύκολα μεταδοτική, σε συνδυασμό με το ότι οι ασθενείς με κοροναϊό είναι πιο μεταδοτικοί δύο έως τρεις μέρες πριν από την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων τους.
Επιπλέον, γίνεται ολοένα και πιο αντιληπτό ότι μερικοί υπερμεταδοτικοί άνθρωποι (superspreaders) έχουν το «χάρισμα» να μεταδίδουν εύκολα το νέο ιό είτε λόγω των ειδικών βιολογικών χαρακτηριστικών τους είτε της πολύ κοινωνικής συμπεριφοράς τους, ενώ αντίθετα άλλοι άνθρωποι τον μεταδίδουν πολύ πιο δύσκολα.
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι ακόμη και ανατομικά χαρακτηριστικά, όπως το σχήμα των ρουθουνιών ή η ποσότητα τριχών στη μύτη, παίζουν ρόλο στο πόσο εύκολα ο ιός μπορεί να εισδύσει στο σώμα από τη μύτη.
Τελικά, η τύχη παίζει μεγάλο ρόλο στο αν θα κολλήσει κάποιος τον κοροναϊό.
Αν π.χ. ένας άνθρωπος, χωρίς να φορά μάσκα, βρεθεί κοντά σε κάποιο ασυμπτωματικό ασθενή, ιδίως αν ο τελευταίος ανήκει στην «ελίτ» των υπερμεταδοτικών, ή αν ο αέρας φυσά έτσι ώστε τα μολυσμένα σταγονίδια του αέρα να διασταυρωθούν με τον άτυχο άνθρωπο ή αν κάποιος μπει σε ένα στενό κλειστό χώρο (π.χ., τουαλέτα χωρίς παράθυρο) όπου λίγο πριν είχε μπει κάποιος άρρωστος με Covid-19 και είχε αφήσει με την αναπνοή του σταγονίδια στον αέρα.
(Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ)
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις