Το βασίλειό μου για ένα παράλογο
Το θράσος και η εξαερωμένη ηθική αυτού του αλλοπρόσαλλου ανθρώπου θα μπορούσαν να ήταν χαζευτικά, αν δεν γινόταν, από τότε που κέρδισε την προεδρία των ΗΠΑ
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Αλλαγές εξετάζει η Κομισιόν για την οδήγηση μετά τα 70 έτη - Τι θα αναφέρεται στην ευρωπαϊκή οδηγία
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
Πότε πρωτογνωρίσαμε τον Ντόναλντ Τραμπ; Θα πρέπει να ήταν προς το τέλος της δεκαετίας του 1980. Τότε εκείνος ήταν ένας εκατομμυριούχος σαραντάρης, με καστανά, ακόμη, μαλλιά και πάντα εντυπωσιακές γυναίκες στο πλευρό του. Αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος που τον μάθαμε από τις γκλόσι σελίδες των περιοδικών. Ο Τραμπ και η (πρώτη) σύζυγός του Ιβάνα έμοιαζαν (ή ήθελαν να μοιάζουν) σαν να έχουν βγει από τα τηλεοπτικά πλατό της «Δυναστείας». Μετά, κατά τα σεναριακά πρότυπα, μπήκε στη ζωή του η εκρηκτική Μάρλα Μαπλς, αυτήν για την οποία είχε πει δημόσια, πριν ακόμη χωρίσει από την Ιβάνα, «Mαζί της έκανα το καλύτερο σεξ στη ζωή μου».
Ηταν μια εποχή που το συνδεδεμένο με τον πλούτο lifestyle, είχε αρχίσει να εκχυδαΐζεται. Οι καινούργιοι κροίσοι γύριζαν την πλάτη στην κομψότητα των Ρότσιλντ και των Ροκφέλερ και ασπάζονταν το δόγμα του Μπερλουσκόνι. «Μεγάλα» λεφτά (κατά το big money), μεγάλα στήθη. Ευνοούσε και το νέο τοπίο που το «στόλιζαν» πλέον νεαρές καλλονές από τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Οι κανόνες της αισθητικής, αυτής που τεκμαίρει μια άποψη ηθικής, άλλαζαν και ο σκοπός μεταλλασσόταν σε μέσον. Οι πολυεκατομμυριούχοι δεν γίνονταν διάσημοι επειδή ήταν πολυεκατομμυριούχοι αλλά ήθελαν να γίνουν διάσημοι για να επιβεβαιωθούν ως πολυεκατομμυριούχοι.
Μέσα σε αυτό το αισθητικό και ηθικό περιβάλλον εξελισσόταν το φαινόμενο Τραμπ. Επαιρνε κιλά, έχανε μαλλιά, έβαζε μαλλιά – όλο και πιο ξανθά -, η επιδερμίδα του προσώπου του τσίτωνε και γυάλιζε ολοένα και περισσότερο, πόζαρε με τη νέα του σύζυγο, ως τρόπαιο, αποκαλυπτικά ντυμένη και ξαπλωμένη πάνω σε ένα πιάνο, καρύκευε με ερωτικά σκάνδαλα τη δημόσια εικόνα του. Το 2004 έγινε τηλεπαρουσιαστής στο ριάλιτι The Apprentice και αμειβόταν με ένα εκατομμύριο δολάρια το επεισόδιο, έκανε την κομπορρημοσύνη και την αγένεια επικοινωνιακό εργαλείο. Ηταν πολύ πλούσιος, πολύ διάσημος κι αισθανόταν παντοδύναμος, σχεδόν Θεός. (Είχε φροντίσει άλλωστε να αποτυπώσει την παντοδυναμία του σε φαραωνικά κτίρια όπως το Trump Tower στη Νέα Υόρκη και το Trump Taj Mahal στο Ατλάντικ Σίτι που κόστισε πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια).
Το θράσος και η εξαερωμένη ηθική αυτού του αλλοπρόσαλλου ανθρώπου θα μπορούσαν να ήταν χαζευτικά, αν δεν γινόταν, από τότε που κέρδισε την προεδρία των ΗΠΑ, ακραίως επικίνδυνα. Και τώρα, στις συνθήκες που διαμόρφωσαν όχι μόνο η πανδημία αλλά και η πεποίθησή του ότι ο ίδιος και οι εκτιμήσεις του στέκουν πάνω από την επιστήμη, τους νόμους και την πραγματικότητα, τον κάνουν τον ακατάλληλο άνθρωπο που βρέθηκε την ακατάλληλη στιγμή στην ακατάλληλη θέση. Το όνειρό του έγινε ο εφιάλτης της χώρας του. Και η εικόνα του, με τη Βίβλο στο χέρι πίσω από τους αστυνομικούς που πυροβολούσαν τους διαδηλωτές, με παρέπεμψε στη φράση του Ριχάρδου του Γ’, συγκερασμό θράσους και απελπισίας, χωρίς βέβαια τη δραματουργική φόδρα του Σαίξπηρ. Το βασίλειό του, όχι για ένα άλογο αλλά για ένα παράλογο.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις