Μια παλιά ιστορία
Επτά και δέκα το πρωί, 11 Ιανουαρίου 1975, της έφραξε έξω απ' το Πανεπιστήμιο τον δρόμο. Της άπλωσε το χέρι. «Ισίδωρος Παπαδόπουλος, ιδιοκτήτης ταξιδιωτικής εταιρείας, ερωτευμένος μέχρι τάφου!». Η κοπέλα πισωπάτησε, «αγρίεψε το πουλί!» σκιάχτηκε - έτσι τον έλεγαν μεταξύ τους οι σερβιτόροι, «πουλί»… Εκείνος δεν πτοήθηκε.
Στα σαράντα δύο του δεν του είχε ξανατύχει κάτι τέτοιο. Και ας τον συνάρπαζαν τα θηλυκά από όταν ήταν σπόρος του δημοτικού σχολείου, κι ας δούλευε – κρυφά από τον πατέρα του – στα δεκαπέντε για να έχει φράγκα να πηγαίνει στα μπουρδέλα. Κι ας είχε, μεγαλώνοντας, ξοδέψει μία περιουσία σε λουλούδια, μπουζούκια και ξενοδοχεία για «παράνομα» ζευγάρια. Κι ας μη χαμπάριαζε – όπως κανείς σχεδόν στον καιρό του – από συζυγική πίστη, τις γυναίκες τις είχαν δασκαλέψει οι μεγαλύτερές τους να το θεωρούν φυσιολογικό, «άμα ο άντρας σου δεν πιάσει ερωμένη, θα πιάσει εραστή…». Πώς ονομαζόταν αυτό που του συνέβαινε από το φθινόπωρο; Κεραυνοβόλος έρωτας;
Το ζαχαροπλαστείο Κοραή και Σταδίου, η Κοραή δεν είχε ακόμα πεζοδρομηθεί. Στο μέγαρο από πάνω στεγαζόταν ο δικηγόρος του – πολύ πρωινός τύπος -, του είχε δώσει ραντεβού στις οκτώ. Καθώς το επόμενό του ραντεβού ήταν στις έντεκα, είπε να πιει έναν καφέ. Τότε την πρωτοαντίκρισε.
Καθόταν πίσω από το ταμείο, οι σερβιτόροι περνούσαν με τους δίσκους, χτυπούσε εκείνη τις παραγγελίες. Φορούσε άσπρο κολλαριστό πουκάμισο, κουμπωμένο μέχρι τον λαιμό, κατ’ εντολήν άραγε του αφεντικού της ή δεν ήθελε η ίδια να δίνει δικαιώματα; Είχε κότσο. Στα νύχια διαφανές βερνίκι. Από κοσμήματα, ένα μονάχα δαχτυλίδι, κι εκείνο πολύ λεπτό, εντελώς κοριτσίστικο… Ηταν βαθυμελάχρινη με υγρά μάτια, σαρκώδη χείλη – ψηλή και μεγαλόσωμη πρέπει να ήταν, αν και δεν διακρινόταν κάτω από το στήθος, την έκρυβε η ταμειακή μηχανή. Ο τύπος γυναίκας που κανονικά τον έθελγε; Κάθε άλλο! Ελα όμως που δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα από πάνω της!
Τη δεύτερη φορά διάλεξε το τραπέζι με την ιδεώδη θέα προς τη μεριά της. Είχε απλώσει την εφημερίδα στο μάρμαρο, σήκωνε κάθε τόσο το κεφάλι και της έριχνε κλεφτές ματιές. Μετά από μία εβδομάδα τόλμησε να της χαμογελάσει δειλά. Δεν φάνηκε καν να το παρατηρεί.
Του έγινε έξη. Πριν πάει στο γραφείο του, περνούσε καθημερινά ένα δίωρο απέναντί της. Εμφανιζόταν ντυμένος στην τρίχα, ξυρισμένος κόντρα, μέχρι που έκανε στάση στο κασελάκι του ανάπηρου για να γυαλίσει τα παπούτσια του. Παρέμενε για εκείνη αόρατος.
Πού είχε πάει το παροιμιώδες θράσος του; Γιατί δεν πάσαρε διακριτικά στο γκαρσόνι ένα κατοστάρικο να του ψιθυρίσει τα πάντα για τη μικρή ταμία, μέχρι το τηλέφωνό της να του δώσει; Κι άμα δεν γούσταρε ενδιάμεσους, γιατί δεν την πλησίαζε θαρραλέα, «λέγομαι έτσι, δεσποινίς – θα σας περιμένω μόλις σχολάσετε μπροστά στον κινηματογράφο Αττικόν!».
Ενα μεσημέρι στήθηκε έξω από το ζαχαροπλαστείο. Εμφανίστηκε τυλιγμένη σε ένα γκαμπαρντινάκι, νευριασμένη που ο αέρας έσβηνε τα σπίρτα πριν φτάσουν στο τσιγάρο της, έκανε να της προσφέρει φωτιά, μέχρι να βγάλει όμως αναπτήρα τον είχε προσπεράσει…
Τη σκεφτόταν διαρκώς, σε ύπνο και ξύπνο. Κατά τα άλλα – αν εξαιρέσεις κάτι επίμονους πονοκεφάλους – η καθημερινότητά του παρέμενε ανθηρή. Η γυναίκα του ήταν πάλι έγκυος, τα λεφτά του αβγάτιζαν, παρήγγειλε τρία πούλμαν ανατολικογερμανικής κατασκευής, πριν από τα πενήντα του – Θεού θέλοντος – θα είχε κάνει τις γραμμές Δελφοί – Ολυμπία μονοπώλιο, ο εγγονός του αγωγιάτη επιχειρηματίας ολκής…
Παραμονές Χριστουγέννων, την πέτυχε στο Μινιόν αγκαζέ με έναν αξιωματικό της Αεροπορίας. Αρραβωνιαστικός της; Καταταράχτηκε – κόντεψε να γκρεμιστεί από τις κυλιόμενες. Κι όμως, δεν είχε αμφιβολία ότι κι εκείνη τον ονειρευόταν κάθε βράδυ και το πρωί ξεχνούσε απλώς το όνειρο. Τέτοια παραφορά αδύνατον να μην ήταν αμοιβαία…
Επτά και δέκα το πρωί, 11 Ιανουαρίου 1975, της έφραξε έξω απ’ το Πανεπιστήμιο τον δρόμο. Της άπλωσε το χέρι. «Ισίδωρος Παπαδόπουλος, ιδιοκτήτης ταξιδιωτικής εταιρείας, ερωτευμένος μέχρι τάφου!». Η κοπέλα πισωπάτησε, «αγρίεψε το πουλί!» σκιάχτηκε – έτσι τον έλεγαν μεταξύ τους οι σερβιτόροι, «πουλί»… Εκείνος δεν πτοήθηκε.
«Χθες μου διέγνωσαν καρκίνο μετ’ οστικών και εγκεφαλικών μεταστάσεων… Μου δίνουν έξι μήνες ζωή…». Η σακούλα που περιείχε το κολλαριστό πουκάμισο κύλησε από το χέρι της στο βρωμοπεζοδρόμιο. «Μην ταράζεστε!» της χαμογέλασε. «Δεν θα ξανάρθω στο ζαχαροπλαστείο. Ξεκινώ χημειοθεραπείες, δεν θέλω να με δείτε χωρίς μαλλιά… Ορίστε το κλειδί, να και ο αριθμός. Η ύπαρξη της θυρίδας αγνοείται από την οικογένειά μου. Τους έχω αποκαταστήσει πλήρως με τη διαθήκη μου…». Τα χείλη της έτρεμαν. Σαν να συνωστίζονταν λέξεις και λέξεις κι άλλες λέξεις μες στο στόμα της, μα καμιά τους να μην μπορούσε να βγει. «Δεν θα σας ζητήσουν ταυτότητα – υπάρχει τραπεζική εχεμύθεια. Γνώμη μου, να μην το πείτε σε κανέναν. Καλή ζωή!» είπε το πουλί. Και πέταξε δίχως καν να ρωτήσει το όνομά της.
Στον δρόμο προς τη δουλειά, η Μαρία αμφιταλαντευόταν. Κλειδώθηκε ύστερα στην τουαλέτα του προσωπικού, αντέγραψε τον αριθμό στην ατζέντα της κι έκρυψε το κλειδί στο πορτοφόλι της.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις