Είναι σαφές ότι αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ είναι κάτι που έχει μεγάλο βάθος και δεν συνιστά απλώς μια αντίδραση στη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ ή στην αναμέτρηση με το διαχρονικό πρόβλημα μιας αστυνομικής βαναυσότητας που επιλεκτικά στοχοποιεί τους μαύρους Αμερικανούς, υπενθυμίζοντάς τους οδυνηρά ότι δεν μετρούν όλες οι ζωές το ίδιο.

Οι διαρκείς μαζικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις, παρά την επιβολή απαγορεύσεων, ο τρόπος που αγκαλιάζονται από ένα ευρύτερο φάσμα της αμερικανικής κοινωνίας και όχι μόνο από τις μαύρες κοινότητες και η επίμονη μαχητικότητά τους υπογραμμίζουν ότι έχουμε να κάνουμε με τη συμπύκνωση βαθύτερων διεργασιών και δυναμικών.

Ούτε είναι τυχαία η στιγμή της έκρηξης εν μέσω μιας υγειονομικής κρίσης, η οποία αποκάλυψε ότι μια μακρά ιστορία ρατσισμού, ανισότητας και φτώχειας κατέστησε τους μαύρους Αμερικανούς πολύ πιο ευάλωτους στον ιό, αν κρίνουμε από τις στατιστικές, και η οποία συνάμα έδειξε με τον πιο οδυνηρό τρόπο ότι ο «βασιλιάς είναι γυμνός» όταν δεν πρόκειται για στρατιωτικές επεμβάσεις και «χειρουργικά χτυπήματα» αλλά για την εξασφάλιση αποτελεσματικής επιδημιολογικής επιτήρησης και καθολικής πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Να δούμε τα σημάδια των εκρήξεων που έρχονται

Οπως δεν είναι τυχαία η σύμπτωση με μια βαθιά οικονομική ύφεση που δεν αντανακλά μόνο τις επιπτώσεις των έκτακτων περιοριστικών μέτρων αλλά και τα όρια ενός οικονομικού και κοινωνικού υποδείγματος που παρά την εμπειρία της κρίσης του 2008 δεν αναμετρήθηκε επαρκώς με τον βαθύτερο ανορθολογισμό του, προκρίνοντας αντίθετα την πεπατημένη μιας ακόμη νεοφιλελεύθερης «φυγής προς τα εμπρός».

Η κρίση της αμερικανικής ηγεσίας

Σε διάφορες παραλλαγές οι ΗΠΑ διεκδίκησαν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά να ηγηθούν της διεθνούς κοινότητας. Αυτό δεν αφορούσε την υπέρτερη στρατιωτική ισχύ τους, με την οποία αναμετρήθηκαν αρχικά με τη Σοβιετική Ενωση και τώρα με όποια χώρα εκτιμούν ότι αμφισβητεί πλευρές της ηγεμονίας τους. Αφορούσε και την οικονομική ισχύ και τη διαρκή εξαγωγή ενός πολιτικού, κοινωνικού και πολιτιστικού προτύπου. Μάλιστα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ιδίως μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ένας διάχυτος αμερικανισμός σφράγισε τις πολιτικές ελίτ πολλών χωρών, σε ζητήματα όπως η μεγαλύτερη έμφαση στην αυτορρύθμιση των αγορών, την αναγκαία υποχώρηση της κρατικής παρέμβασης, τις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και μια ορισμένη λογική «νόμου και τάξης», την ίδια ώρα που μπορούσε να εξάγει διαρκώς αισθητικά και πολιτιστικά πρότυπα.

Μόνο που τώρα βλέπουμε την κρίση της αμερικανικής ηγεσίας. Μια χώρα που παρά την τεράστια τεχνολογική, επιστημονική και στρατιωτική ισχύ της αποδείχτηκε πολύ πιο ανοχύρωτη απέναντι στην πανδημία σε σύγκριση με πολύ φτωχότερες χώρες. Μια χώρα που ορίζοντας το παγκόσμιο νόμισμα αναφοράς έχει προχωρήσει σε χωρίς προηγούμενο παρεμβάσεις για τη διάσωση των τραπεζών, δεν μπορεί όμως να κάνει το ίδιο για την αντιμετώπιση της ανεργίας και των ανισοτήτων. Μια χώρα που έχει επενδύσει στον εξοπλισμό και τη στρατιωτικοποίηση των αστυνομικών δυνάμεων, όχι όμως και στην αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων. Μια χώρα που έχει διεκδικήσει, με διάφορους τρόπους, το δικαίωμα να εξάγει ένοπλα τη δημοκρατία, αλλά εξακολουθεί να έχει το αναχρονιστικό σύστημα των εκλεκτόρων, που σημαίνει ότι στις τελευταίες εκλογές εξελέγη πρόεδρος αυτός που ήταν δεύτερος ως προς τον αριθμό ψήφων και έχει μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων που στερούνται το δικαίωμα της ψήφου.

Η επιμονή και η διάρκεια των αντιδράσεων

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με έναν τρόπο οι ΗΠΑ συσσώρευαν εκρηκτικά υλικά εδώ και καιρό. To 2011 το κίνημα Occupy! έδειξε ότι ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας αντιδρούσε σε μια κοινωνία που γινόταν όλο και πιο άνιση, εξού και το σύνθημα «είμαστε το 99%», σε αντιδιαστολή με την τρομακτική συγκέντρωση πλούτου στο 1%. Το ίδιο το κίνημα Black Lives Matter τα τελευταία χρόνια διαρκώς επανέφερε το ζήτημα του ρατσισμού, των διακρίσεων και της επιλεκτικής αστυνομικής βίας.

Ακόμη και η μεγάλη απήχηση που είχαν οι καμπάνιες του Μπέρνι Σάντερς, ιδίως ως προς την ικανότητα κινητοποίησης νέων ανθρώπων, έδειξε μια έντονη διάθεση ριζικής αλλαγής.

Η ίδια η πανδημία επέτεινε αυτά τα προβλήματα. Από τη μια, γιατί ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας αισθάνθηκε ευάλωτο και εκτεθειμένο σε αυτό που φάνταζε ως μια κυνική εξουσία που ήταν έτοιμη να σταθμίσει την απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς πάνω από τις ζωές των ανθρώπων. Από την άλλη, γιατί οδήγησε ταυτόχρονα σε μια έκρηξη ανεργίας, που ήρθε να υπογραμμίσει πόσο επισφαλής ήταν η όποια φαινομενική εικόνα «πλήρους απασχόλησης» το προηγούμενο διάστημα, και σε μια αίσθηση ότι οι μειονότητες και φτωχοί ήταν οι πιο εκτεθειμένοι γιατί ως «ουσιώδεις εργαζόμενοι» δεν μπορούσαν να «μείνουν σπίτι».

Αυτό, όμως, που είναι το πιο εντυπωσιακό δεν είναι η κατακραυγή που προκάλεσε η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, όσο η επιμονή και η διάρκεια των αντιδράσεων, το γεγονός ότι για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό έχει να αντιμετωπίσει έναν τόσο μεγάλο πανεθνικό κύκλο διαδηλώσεων, βίαιων και ειρηνικών μαζί, που υποχρεώνουν και όλο το πολιτικό σύστημα να πάρει θέση.

Ακόμη χειρότερα, η εικόνα ενός αμερικανού προέδρου που σπεύδει να οχυρώσει τον Λευκό Οίκο απέναντι στην οργή, κυριολεκτικά και συμβολικά επιτείνει αυτή την εικόνα μιας χώρας βαθιά διαιρεμένης όπου ένα μεγάλο μέρος της δείχνει έτοιμο να ξεσηκωθεί απέναντι στους πολλούς λόγους της οργής του.

Στο προσκήνιο ρεύματα δυσαρέσκειας

Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν αυτές οι εικόνες από τις ΗΠΑ αφορούν μια αμερικανική ιδιαιτερότητα ή αποτελούν τις πρώτες ενδείξεις ενός ευρύτερου κύκλου μεγάλων διαμαρτυριών και κινημάτων.

Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη σε αρκετές χώρες οι διαδηλώσεις αλληλεγγύης προς τα κινήματα στις ΗΠΑ αποτέλεσαν και τις αφορμές για μεγάλες διαδηλώσεις εν μέσω της σταδιακής εξόδου από τα μέτρα περιορισμού, με πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα τη Γαλλία, χώρα που ούτως ή άλλως έχει τον ρατσισμό ανοιχτή πληγή και όπου ήταν ο Ανταμά Τραορέ που βρήκε και αυτός τον θάνατο κατά τη διάρκεια της σύλληψής του από την αστυνομία το 2016. Μάλιστα τα γεγονότα στις ΗΠΑ συνέπεσαν με μια ακόμη ιατρική πραγματογνωμοσύνη για τις συνθήκες θανάτου που επιμένει ότι ο θάνατός του ήταν αποτέλεσμα ασφυξίας.

Ομως, είναι προφανές ότι δεν πρόκειται απλώς για αλληλεγγύη. Αυτό φαίνεται και στις ίδιες τις ΗΠΑ όπου γύρω από τις κινητοποιήσεις συσπειρώνονται ευρύτερα αιτήματα και διεκδικήσεις, αλλά και σε άλλες χώρες όπου βγαίνουν στο προσκήνιο συνολικότερα ρεύματα δυσαρέσκειας.

Ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε σε ένα κρίσιμο μεταίχμιο από πολλές απόψεις στις σύγχρονες κοινωνίες. Η έξοδος από την προηγούμενη κρίση είχε αρκετά βαρύ τίμημα και ως προς την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και ως προς την επέκταση της εργασιακής ανασφάλειας. Ούτως ή άλλως, οι σημερινοί εργαζόμενοι αντιμετώπισαν περισσότερες δυσκολίες και εργασιακή περιπλάνηση σε σχέση με τους προηγούμενους, όπως και προβλήματα όπως η υπερχρέωση των νοικοκυριών. Είτε μιλάμε για τη βιομηχανία, είτε για τον χώρο των υπηρεσιών (από την εστίαση μέχρι τη φροντίδα ηλικιωμένων), είτε για τις εφοδιαστικές αλυσίδες με τις τεράστιες αποθήκες τους, τότε έχουν να αντιμετωπίσουν εξοντωτικούς ρυθμούς και διαρκή πίεση. Η νέα γενιά έχει να αντιμετωπίσει όλο το βάρος της ύφεσης και της αναίρεσης προσδοκιών που αυτή συνεπάγεται. Οι μετανάστες, όπως και οι πρόσφυγες, αντιμετωπίζουν συνθήκη πολύ πιο δύσκολη και κυρίως πολύ πιο επισφαλή. Ευρύτερα κοινωνικά στρώματα νιώθουν ότι αντιμετωπίζονται ως «πλεονάζοντες πληθυσμοί». Προβλήματα όπως η έμφυλη βία και ο σεξισμός παραμένουν ενεργά τραύματα.

Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά τη δυστοπική προοπτική ενός κόσμου αβίωτου εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, τότε μπορούμε να αποκτήσουμε μια εικόνα των πολλών λόγων που έχουν σήμερα οι άνθρωποι για να εξεγερθούν.

Και τα πράγματα δεν κάνει καλύτερα η πραγματικότητα – διαπιστωμένη ήδη καιρό πριν από την πανδημία – μιας αδυναμίας των πολιτικών ελίτ, εκπαιδευμένων στις περιστρεφόμενες πόρτες μεταξύ πολιτικής και επιχειρήσεων, να κατανοήσουν τις κοινωνίες και τις αγωνίες και να τους προσφέρουν ένα συνεκτικό όραμα.

Και όλα αυτά μάλλον θα κάνουν πολύ περισσότερους ανθρώπους να θέλουν να κατέβουν στον δρόμο και να διαμαρτυρηθούν.