Γιατί ο Τσίπρας δεν μπορεί να αμφισβητήσει τώρα την ηγεμονία Μητσοτάκη
Ο Αλέξης Τσίπρας ύψωσε τους τόνους σε σχέση με την κατάσταση της οικονομίας. Όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να έχει δυσκολία να αντιπαρατεθεί στρατηγικά στη ΝΔ
Όλο το προηγούμενο διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητούσε ένα πεδίο για να σηκώσει τους τόνους απέναντι στη ΝΔ. Και το βρήκε τελικά στην ανακοίνωση των στοιχείων πρώτα από την ΕΛΣΤΑΤ και μετά από την Eurostat που έδειξαν ότι το τελευταίο τρίμηνο του 2019 η ελληνική οικονομία είχε τη μεγαλύτερη υποχώρηση σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες (0,7%).
Το στοιχείο αυτό χρησιμοποιήθηκε από την αξιωματική αντιπολίτευση για να υπογραμμιστεί ότι η ελληνική οικονομία είχε βρεθεί σε τροχιά ύφεσης πριν έρθει η πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα που οδήγησαν την ελληνική οικονομία σε ύφεση ήδη στο πρώτο τρίμηνο του 2020.
Η επιχειρηματολογία του Αλέξη Τσίπρα συμπυκνώθηκε στην ακόλουθη επισήμανση: «Καταφέρατε, πολύ πριν από την πανδημία του κορονοϊού, ήδη από τον Οκτώβριο του 2019, να ρίξετε στην ύφεση μια οικονομία σε σταθερή τροχιά ανάπτυξης (…) Με δυο λόγια τα κάνατε θάλασσα».
Βέβαια, αυτό που προσπερνά αυτή η τοποθέτηση ήταν ότι σε μεγάλο βαθμό η οικονομική δυναμική που αποτυπώθηκε στο τελευταίο τρίμηνο του 2019, είχε διαμορφωθεί πιο πριν και άρα με έναν τρόπο και η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ φέρει μερίδιο ευθύνης.
Άλλωστε, θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι εξελίξεις στο τέλος του 2019 και στην αρχή του 2020 κυρίως αποτύπωναν δύο στοιχεία:
Πρώτον, την εξάντληση ενός μικρού αναπτυξιακού κύκλου στην Ελλάδα, αυτού που διαμορφώθηκε μετά το τέλος της καθοδικής πορείας που έφεραν τα μνημόνια, ακριβώς γιατί αυτός ο αναπτυξιακός κύκλος ήταν περισσότερο η αντίδραση μιας κοινωνίας στο τέλος μιας περιόδου ακραίας επισφάλειας παρά η ανάδειξη μιας «ενδογενούς» αναπτυξιακής δυναμικής.
Δεύτερον, την μετατόπιση του ευρωπαϊκού οικονομικού περίγυρου σε υφεσιακή τροχιά, που επηρέαζε και την ελληνική οικονομία.
Όμως, πέραν αυτών είναι σαφές ότι αυτή η ανακοπή των όποιων αναπτυξιακών ρυθμών που κανονικά θα ήταν όντως η μεγάλη δοκιμασία για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν έχει σύγκριση με την ύφεση που έφεραν τα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία, μέτρα τα οποία όχι μόνο υποστήριξε ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά σε σχέση με τα οποία ασκεί σήμερα κριτική στην κυβέρνηση κυρίως ως προς το ότι «ανοίγει» τη χώρα πιο βιαστικά από όσο πρέπει.
Η δύσκολη άρθρωση εναλλακτικής
Όλα αυτά έχουν να κάνουν με ένα συνολικότερο πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ στην αξιωματική αντιπολίτευση. Το γεγονός ότι αποδέχτηκε και εφάρμοσε ένα πολύ συγκεκριμένο φάσμα πολιτικών, που περιλάμβαναν ιδιωτικοποιήσεις, λιτότητα και μέτρα απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας, αντικειμενικά υπονόμευσαν τη δυνατότητά του να κάνει αντιπολίτευση με κλασικούς όρους αριστερής πολιτικής.
Στο ίδιο συντείνει και η εμφανής εκτίμηση της ηγετικής ομάδας γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα ότι η ελληνική κοινωνία είναι λιγότερο πολωμένη σε σχέση με το παρελθόν και κυρίως ταλαντεύεται γύρω από παραλλαγές του κέντρου, άρα και ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να εκπροσωπήσει στην πραγματικότητα μια ευρωπαϊστική προοδευτική παράταξη, δηλ. μια παραλλαγή σοσιαλδημοκρατίας. Όμως, αυτό δεν επιτρέπει τόσο βαθιές διαχωριστικές γραμμές από μια κεντροδεξιά διαχείριση, παρά μόνο επιμέρους διαφοροποιήσεις.
Στην περίοδο της καραντίνας και στην προοπτική της «επόμενης μέρας» ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κινήθηκε σε επίπεδο «τρόπου σκέψης» προς κάποιο συνολικότερο αναστοχασμό μιας «προοδευτικής τομής». Αυτό φάνηκε και στο γεγονός ότι παρά τη διάχυτη αίσθηση μετάβασης σε μια νέα ιστορική περίοδο, ο πολιτικός του λόγος περιορίζεται απλώς σε μια σχετική πλειοδοσία ως προς την ίδια λογική μέτρων (την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, τις ενισχύσεις σε εργαζομένους και επιχειρήσεις, την ανάγκη αξιοποίησης των δημόσιων επενδύσεων).
Όμως, με αυτό τον τρόπο δεν μπορεί εύκολα να διεκδικήσει την ηγεμονία από τον Κυριάκο Μητσοτάκη που ανεξαρτήτως του τι προτίθεται να κάνει όντως, στην ελληνική κοινωνία φαντάζει ότι ακολουθεί περίπου μια τέτοια πολιτική.
Η αναζήτηση αντιπολιτευτικών αιχμών
Αυτή η αμηχανία εξηγεί και γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητά διαρκώς κάποιες αιχμές για να φθείρει την απήχηση της κυβέρνησης.
Σε κάποιες περιπτώσεις όντως είχε και έχει τέτοιες αφορμές. Αυτό μπορεί να ειπωθεί για το πρόβλημα με το επίδομα για τους επιστήμονες, για την επαναφορά των χαρακτηρισμών διαγωγής στα σχολεία, για τη διανομή της δαπάνης για τις καμπάνιες για την πανδημία, για τις επιδείξεις αυταρχισμού από αστυνομικές δυνάμεις.
Όμως, αυτά τα θέματα από μόνα τους, όσο σημαντικά και είναι ζητήματα παιδείας, δημοκρατικών δικαιωμάτων ή ορθής διαχείρισης δημοσίου χρήματος, δεν μπορούν να συγκροτήσουν πεδία στρατηγικής αντιπαράθεσης, δεν είναι πεδία γύρω από τα οποία θα αρθρωθούν ανταγωνιστικά αφηγήματα που θα εμπνεύσουν και θα πολώσουν την κοινωνία προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Και ακόμη και εάν ο ΣΥΡΙΖΑ όντως συσπειρώνει με την επένδυση σε αυτά τα ζητήματα ένα μέρος της κομματικής βάσης του, χωρίς πιο κεντρική διαχωριστική γραμμή.
Όμως, έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατορθώνει ούτε να σπάσει τη μερική ανοχή που έχει ακόμη και τμήμα του εκλογικού ακροατηρίου του απέναντι στην κυβέρνηση, ούτε να δρομολογήσει σημαντικό επαναπατρισμό ψηφοφόρων.
Ως αποτέλεσμα η κυβέρνηση διατηρεί μια κρίσιμη ανοχή από την κοινωνία στην οποία και επενδύει για να μπορέσει να αντέξει πολιτικά τις δυσκολίες που υπάρχουν στον ορίζοντα όσο η ύφεση θα εντείνεται και θα παράγει αισθητά κοινωνικά αποτελέσματα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις