Δεκαπέντε λεπτά επωνυμίας
Αντο Γούρχολ: Κάθε άνθρωπος στο μέλλον θα είναι διάσημος για δεκαπέντε λεπτά»
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Economist: Οι εργαζόμενοι αγαπούν τον Τραμπ, τα συνδικάτα πρέπει να τον φοβούνται
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν ο Αντι Γουόρχολ (1928-1987) ξεστόμισε την ξακουστή πια φράση του «Κάθε άνθρωπος στο μέλλον θα είναι διάσημος για δεκαπέντε λεπτά», τα social media ήταν ανύπαρκτα και τα λόγια του ενείχαν μιαν εξόφθαλμη διορατική διάσταση. Ο ίδιος ο βίος του Αντι Γουόρχολ ήταν ένας μακρύς κατάλογος από πρωτίστως καλλιτεχνικές προβοκάτσιες, παρότι η αιτία του θανάτου του πριν καν προλάβει να κλείσει τα 59 του χρόνια (έμφραγμα του μυοκαρδίου ύστερα από επιπλοκές μιας ρουτινιάρικης χειρουργικής επέμβασης για αφαίρεση της χολής) ήταν τόσο αβάσταχτα κοινότοπη, ώστε βάσιμα να εικάζουμε ότι θα την είχε αποσιωπήσει ακόμη και αν την είχε μαντέψει. Δεν ήταν αυτή η μοναδική προφητική του αστοχία.
Μπορεί πράγματι σήμερα, σε μια εποχή που τα social media όχι μόνο κυριαρχούν, μα ανεβάζουν και κατεβάζουν κυβερνήσεις, να έχει ο καθένας από εμάς την ευκαιρία για να κερδίσει τα γουορχολικά δεκαπέντε λεπτά επωνυμίας, αλλά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει με κάποιου είδους αυτοματισμό, την υπακοή σε μια αόρατη απαρέγκλιτη επετηρίδα ή σε μια αυστηρή αλφαβητική σειρά: τον Ιούνιο θα γίνουν για ένα τέταρτο διάσημοι όσων το επώνυμο αρχίζει από «Δέλτα», ας πούμε, τον Ιούλιο από «Εψιλον» κ.ο.κ. Συνήθως, εάν δεν υπάρξουμε ακούσιοι φορείς μιας βάσκανης μοίρας – θύματα τροχαίου ή δολοφονίας, λόγου χάριν – πρέπει να «σπρώξουμε» λιγάκι κι εμείς το πεπρωμένο μας. «Συν Αθηνά και χείρα κίνει» έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Μερικά μάλιστα από τα σύγχρονα συμπατριωτάκια μας έχουν την τάση να ερμηνεύουν κυριολεκτικά τόσο τη «χείρα» όσο και το «κίνει».
Κάπως έτσι φτάσαμε στο διαβόητο χαστούκι της Αναστασίας Αθήνη-Τσούνη. Δεν σας κρύβω (και όχι, όπως ίσως σπεύσετε να σκεφτείτε, από συναδελφική αλληλεγγύη) ότι το να χαστουκίζεις μία ή έναν συγγραφέα, τη στιγμή που σου αφιερώνει ένα αντίτυπο του βιβλίου του, είναι ο πιο αποκρουστικός από τους σχετικά ανώδυνους, ακίνδυνους κι εύκολους τρόπους προκειμένου να αποσπάσεις εκβιαστικά τα δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας. Διαπράττεις μίαν ύβριν· διαρρηγνύεις μια σχέση εμπιστοσύνης. Οποιος και αν είναι ο συγγραφέας (σημαντικός, ασήμαντος, ταλαντούχος, ατάλαντος, χαμηλότονος, ψωνισμένος) δεν αξίζει αυτή τη θρασύδειλη μεταχείριση: δεν σε βλέπει την ώρα που υπογράφει· δεν μπορεί να προστατευθεί. Είναι αφηρημένος, πιθανόν και κολακευμένος – τα πάντα εκτός από υποψιασμένος ότι εσύ δείχνεις κάτι άλλο από αυτό που είσαι κι επιδιώκεις κάτι διαφορετικό από αυτό που ζητάς· κάτι τόσο ποταπό κι ευτελές όσο τα δεκαπέντε λεπτά.
Εν προκειμένω – στις 10 Οκτωβρίου του 1997 – συγγραφέας ήταν η Δήμητρα Λιάνη. Παρουσίαζε και υπέγραφε στη Στοά του Βιβλίου το αυτοβιογραφικό πόνημά της «10 χρόνια και 54 ημέρες» (εκδόσεις Λιβάνη) – όσο κράτησε η θυελλώδης σχέση και ο γάμος της με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Επειδή έτυχε να συνομιλήσω με τη Λιάνη έξι χρόνια αργότερα, για τις ανάγκες μιας συνέντευξής της στον «Ταχυδρόμο», είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι εκείνη την ημέρα η Δήμητρα χαιρόταν σαν μικρό παιδί. Ακριβώς αυτό: σαν να δίνεις ένα χωνάκι παγωτό σ’ ένα μικρό παιδί και, την ώρα που γλείφει ηδονικά το παγωτό, να του ρίχνεις κι ένα χαστούκι. Δύο χαστούκια, για την ακρίβεια, μπροστά στις κάμερες – που το ίδιο βράδυ, αλλά και για πολλά βράδια κατόπιν (μέχρι το YouTube να τους προσφέρει την ψηφιακή αθανασία) όλα τα κανάλια θα τα δείχνουν και θα τα ξαναδείχνουν σε αργή κίνηση. Δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας; Οχι· πολύ περισσότερα. Οσα λαχταρούσε η δράστις; Και πάλι όχι. Ποτέ τα λεπτά δεν είναι… αρκετά, όταν η λαχτάρα σου στηρίζεται σε τόσο σαθρά θεμέλια.
Τι απέγινε η Αθήνη-Τσούνη έκτοτε; Προσπάθησε να εξαργυρώσει την εφήμερη δημοσιότητα του χαστουκιού με μια λιγότερο εφήμερη και ασυγκρίτως πιο προσοδοφόρα πολιτική σταδιοδρομία: κατέβηκε ως υποψήφια της -ενιαίας τότε – Β΄Αθήνας στις εκλογές του 2007 με τον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό (ΛΑ.Ο.Σ.) του Γιώργου Καρατζαφέρη, ένα ακροδεξιό λαϊκιστικό κόμμα που επένδυε σε θεαματικές αντισυστημικές χειρονομίες, όπως τα χαστούκια και τα γιαούρτια (όταν, τέσσερα χρόνια κατόπιν, ο ΛΑ.Ο.Σ. απαρνήθηκε τον λαϊκισμό και μετείχε ως εταίρος στην τρικομματική κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου, δεν κατάφερε παρά να… χάσει τους ψηφοφόρους του). Ούτε η Αθήνη-Τσούνη κατόρθωσε να εκλεγεί το 2007, αλλά ως πρώτη επιλαχούσα προσέφυγε στο εκλογοδικείο και διεκδίκησε την έδρα του Κώστα Αϊβαλιώτη, γεγονός που επέσυρε την μήνι του κόμματος και τη διαγραφή της. Το μόνιμο παράπονό της – στις αραιές δημόσιες εκμυστηρεύσεις της τα επόμενα χρόνια – ήταν πως, παρά τις πλούσιες και ποικίλες δραστηριότητές της, ο κόσμος τη θυμάται μονάχα για το χαστούκι. Το λες και Θεία Δίκη.
Ανάλογη απέλπιδα απόπειρα ξεκούραστου προσπορισμού των δεκαπέντε λεπτών επωνυμίας είχαμε και προ ημερών, με στόχο τον υφυπουργό Νίκο Χαρδαλιά. Η δράστις, διαβόητη στη Θεσσαλονίκη από προηγούμενες υστερικές απόπειρες, εφάρμοσε την ύπουλη και αποδεδειγμένα αποδοτική τακτική της «θαυμάστριας». Προσέγγισε τον υφυπουργό, την ώρα που εκείνος συνέτρωγε με την κόρη του και αστυνομικούς της προσωπικής του ασφάλειας, εκδήλωσε την απεριόριστη εκτίμησή της για τον σωτήριο ρόλο του στην αντιμετώπιση της πανδημίας, του ζήτησε να φωτογραφηθούν παρέα και, μόλις ο Χαρδαλιάς δέχτηκε, τον περιέλουσε με ένα ποτήρι νερό και ακατονόμαστες χυδαιολογίες (πάντοτε μπροστά στην κόρη του, για να μην ξεχνιόμαστε). Προφανώς η δράστις ήταν ενήμερη και πόνταρε σε μια μακρόχρονη άγραφη παράδοση, που θέλει τους πολιτικούς να επιδεικνύουν μεγαθυμία και να μη ζητούν την ποινική δίωξη των θυτών, τουλάχιστον για τα εις βάρος τους αναίμακτα πολιτικά χάπενινγκ. Ωστόσο, αυτή τη φορά ο Χαρδαλιάς είπε να μη σεβαστεί τα ήθη και τα έθιμα του τόπου· κατέθεσε μήνυση εναντίον της. Ο εισαγγελέας, από την πλευρά του, μελέτησε το ιστορικό της κυρίας κι έκρινε ότι θα πρέπει απαραιτήτως να περάσει μια βόλτα από το ψυχιατρείο, ώστε να εξασφαλίσει και μια ψυχιατρική γνωμάτευση· ποτέ δεν κάνει κακό μια δεύτερη γνώμη.
Το μήνυμα του Χαρδαλιά ήταν σαφές: εάν κάποιοι αναζητούν εναγωνίως κορόιδα, προκειμένου να εξασφαλίσουν οι ίδιοι τα δεκαπέντε λεπτά επωνυμίας, εκείνος δεν είναι επ’ ουδενί διατεθειμένος να αποδεχτεί τον κόντρα ρόλο του θύματος· δεν πειράζει, ας βρεθεί άλλος να γυρίσει το μάγουλο. Δύσκολα θα μπορούσα να διαφωνήσω με το σκεπτικό του. Εάν το ζητούμενο από εσένα, όμως, είναι η επωνυμία -έστω και η προσωρινή, η έωλη επωνυμία -, δεν κωλώνεις εύκολα με λίγη ταλαιπωρία παραπάνω. Ισως η λύση να ελλοχεύει στην ανωνυμία. Συμφωνούν αύριο όλα τα ΜΜΕ να μην αναφέρουν/αναγράφουν τα ονόματα των δραστών; Να δείτε για πότε θα εξαφανιστούν τα πουλάκια μου.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις