Χάρις Αλεξίου: Ρεαλισμός, όχι μαγεία
Η Αλεξίου προετοιμαζόταν για την αποχώρηση και, τηρουμένων των αναλογιών, προετοίμαζε το ακροατήριο, αυτό που διαθέτει τελικά την πραγματική εξουσία και συν-σκηνοθετεί το θέαμα κάτω από τη μαρκίζα
Η θέση της στο ελληνικό τραγούδι είναι ιδανική για όποιον θέλει να πλειοδοτήσει σε υπερθετικούς χαρακτηρισμούς και να δηλώσει παραίτηση μπροστά στην προσωπική μυθολογία της. Από τη δισκογραφική γέννησή της, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, «με φωνή για να ξεσηκώνει», υπηρέτησε πολλαπλές μεταμορφώσεις σε μια εποχή που «η εταιρεία» είχε το πάνω χέρι. Κυρίως επειδή το υλικό απ’ το οποίο είναι φτιαγμένο το είδωλο βασίζεται σε πολλαπλές δημιουργικές αντιφάσεις. Η Χαρούλα της λαϊκής εξωστρέφειας που μεταμορφώθηκε στην Αλεξίου του «Δι’ ευχών». Οι χαμηλές «Κυριακές στην Κατερίνη» που γίνονταν κρεσέντο στο «Ζήλεια μου». Η φωνή στην οποία τα ηλεκτρικά συγκροτήματα της πόλης, όπως οι Φατμέ, αναζητούσαν τη «νοσταλγία για κάτι ακαθόριστο, μακρινό και υπόγειο», κατά την έκφραση του Χρήστου Βακαλόπουλου («Ονειρική υφή της πραγματικότητας»). Η πρώτη μεταξύ ίσων μιας γενιάς που εξέφρασαν το πέρασμα από τη Μεταπολίτευση στη δισκογραφική ευμάρεια και τους πειραματισμούς. Η ερμηνεύτρια που λειτούργησε ως leader, επιδόθηκε στον «πρωταθλητισμό», όπως θα παραδεχθεί η ίδια, επέβαλε δικούς της όρους στο παιχνίδι του διαγκωνισμού – ακόμη και του παραγοντισμού – με τις εταιρείες. Σε ιδιόχειρους στίχους θα τραγουδήσει αρκετά νωρίς πώς έγινε «το στόμα των απόρων, στόχος των εμπόρων και θύμα της πολυγνωσίας» (σε μια ομολογουμένως πρώιμη αυτοκριτική για ορισμένες στιχουργικές, επικοινωνιακές και πολιτικές ακροβασίες).
Η δήλωσή της περί αποχώρησης από το τραγούδι – στο Δεύτερο Πρόγραμμα και τον Φώτη Απέργη – δημιούργησε γεγονός, αντίστοιχο με το βεληνεκές πέντε δεκαετιών στη μουσική. Πόσω μάλλον καθώς προέκυψε ως κατακλείδα μιας αυτοανάλυσης. Η ίδια ακούστηκε σαν να κλείνει λογαριασμούς. Σαν να ακυρώνει τις περσόνες της τελευταίας πενταετίας με τις οποίες κατέβηκε στο πλήθος – τα περίφημα κόκκινα γάντια – και να στέκεται απέναντι στους μυημένους του μύθου, οι οποίοι γνώριζαν ότι εδώ και καιρό κρατούσε αποστάσεις από τις συναυλίες. «Δεν ήταν κάτι απλό, βεβαίως και το πένθησα. Μπορεί και εγώ να σαμποτάρισα τη φωνή μου. Οταν κατάλαβα πως δεν αποδίδω πια όπως παλιά, να της έσκαψα λίγο παραπάνω το έδαφος. Αρνήθηκα να κάνω μαθήματα. Εκανα και μαθήματα, αλλά δεν είπα «εγώ θα το παλέψω, θα αγωνιστώ για αυτό, δεν πρόκειται να το αφήσω». Είπα ότι υπάρχει μια φυσική φθορά σε όλα τα πράγματα. Μην είσαι τώρα νούμερο που βγαίνει και προσπαθεί να φτάσει τη νότα. Αφού δεν μπορεί πια η φωνή σου να το βγάλει αυτό». Με τον τρόπο της, η Αλεξίου επιβεβαιώνει έναν από τους αληθινούς κανόνες του θεάματος: πιο σημαντικό από το να ερμηνεύεις έναν ρόλο είναι να γίνεις ο ρόλος. Η κορυφαία μιας εποχής που απέκτησε το ύφος της τραγουδώντας για την «Αριστοτέλους που γερνάς», γι’ αρρωστημένους κι αγρίμια, γι’ ανθρώπους που έχουν με το τίποτα πονέσει, άνοιξε το τραύμα σε κοινή θέα. Η «Μάγισσα» του Μιχάλη Κακογιάννη δεν θέλει πια μαγεία. Θέλει ρεαλισμό.
Είναι μια δήλωση αποχώρησης που, ως ένα σημείο, είχε προδιαγραφεί από το «Χειρόγραφο» του 2016, τότε που ο Γιώργος Νανούρης σκηνοθέτησε την αφήγηση μιας ζωής. Από τη Θήβα και τον Μάνο Λοΐζο ως τις διεθνείς περιοδείες. Από το σκηνογραφημένο θέαμα των μουσικών σκηνών – με την υπογραφή του Δημήτρη Παπαϊωάννου στο «Studio Νεφέλη» – μέχρι πίσω στα δημοτικά ακούσματα («αυτή μου τα ‘μαθε αυτά» ακούγεται ο Γιώργος Νταλάρας, όταν τον ανεβάζει στο πρόγραμμά τους με την Τσανακλίδου για να τραγουδήσει τον «Αμάραντο»). Από τον αυτοσαρκασμό της ντίβας ως το ρίμελ που γίνεται σκιά του καθρέφτη.
Η Αλεξίου προετοιμαζόταν για την αποχώρηση και, τηρουμένων των αναλογιών, προετοίμαζε το ακροατήριο, αυτό που διαθέτει τελικά την πραγματική εξουσία και συν-σκηνοθετεί το θέαμα κάτω από τη μαρκίζα. Σταδιακά αποσύρει τη συναυλιακή «χάρη» της, κατεβάζει τον τόνο του ακροάματος (η συνεργασία με τους Nouveau Sextet), διαπραγματεύεται τον δικό της χρόνο πάνω στη σκηνή. Η σημαντικότερη παρτιτούρα είναι ο αποχωρισμός από όλα τα στοιχεία που κουβαλάει διαχρονικά. Τα μικρασιατικά της μητέρας της, την μποέμικη λαϊκότητα της Ρόζας Εσκενάζυ, την αφοπλιστική δωρικότητα της Βίκυς Μοσχολιού («την άκουγα κι έτρεχαν τα μάτια μου, μου σπάραζε τα σωθικά» θα πει για τη δεύτερη). Αυτοί ήταν οι δύο πόλοι στους οποίους στρεφόταν η εσωτερική της πυξίδα αναζητώντας τον προσωπικό δρόμο.
Η ενασχόληση με το θέατρο δείχνει ήδη έναν άλλο. Και αμβλύνει τις εντυπώσεις των τελευταίων ημερών ότι σκηνή και πλατεία πρέπει να συνομολογήσουν οριστικό διαζύγιο.
Η Αλεξίου μάλλον αποχαιρετά, δεν φεύγει. Η εμφάνισή της ως Αθηνά στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Νανούρη μετατίθεται για του χρόνου και θα είναι μία από τις καινούργιες μεταμορφώσεις μετά την «Οπερέτα» του Γκομπρόβιτς, σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου. «Δεν είμαι πια η 30χρονη με τη φωνή-καμπάνα, αλλά βρες μου έναν τρόπο να ανέβω πάνω στη σκηνή» έλεγε ημιφωτισμένη στο «Χειρόγραφο». Ακόμη και αν νιώθει ότι στο ακροατήριό της χρωστάει αλήθειες, στον αυτοδημιούργητο μύθο της δεν μπορεί παρά να χρωστάει μια συνέχεια. Λίγη Χαρούλα ακόμη. Ερμηνεύει τη ζωή και τις ρωγμές της από την αρχή. Και αυτή ενίοτε είναι η πιο απαιτητική ερμηνεία στη διαδρομή των μύθων.
- Τότεναμ – Λίβερπουλ 3-6: Νέα παράσταση τίτλου από την ομάδα του Σλοτ
- Η μαγική σφυρίχτρα που… έβαλε φωτιά στην Τούμπα: Πως μια κίτρινη έγινε κόκκινη και άλλαξε το αφήγημα στο ΠΑΟΚ – Ατρόμητος
- Οδυσσέας Τσιαμπόκαλος: Ένοχος ο οδηγός του αυτοκινήτου που παρέσυρε θανάσιμα το ιδρυτικό μέλος των Razastarr
- Η 11άδα της ΑΕΚ για το παιχνίδι με τον Λεβαδειακό (pic)
- «Ένα αποδυναμωμένο Ιράν ίσως στραφεί στα πυρηνικά», προειδοποιούν οι ΗΠΑ
- Ποιες αποφάσεις θα πάρει ο Μητσοτάκης στα βουνά της Κρήτης