Ο ρατσισμός στις ΗΠΑ και η απειλή για την Ευρώπη
Σήμερα οι ΗΠΑ για πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του 1960 αναμετρώνται ξανά σε τέτοια κλίμακα με την επίμονη παρουσία του ρατσισμού. Όμως, δεν αποτελεί αμερικανική ιδιαιτερότητα, καθώς και η Ευρώπη αντιμετωπίζει τη δική της ρατσιστική κληρονομιά και πραγματικότητα
- Οι πριγκίπισσες της Disney κινδυνεύουν σύμφωνα με ένα νέο σατιρικό επιστημονικό άρθρο
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
Η Αμερική είναι αντιμέτωπη με τον σκοτεινό εαυτό της. Αυτόν που αντιπροσωπεύεται από έναν ρατσισμό που επιμένει να αναπαράγεται και να έρχεται στο προσκήνιο με διάφορες οδυνηρές αφορμές, θυμίζοντας ανάμεσα στην τυπική κατάργηση των διακρίσεων και την πραγματική ισότητα υπάρχει μια μεγάλη απόσταση. Ακόμη και αυτά που μπορεί να μας φαίνονται ανοίκεια, όπως π.χ. το εάν θα προβάλλεται ή όχι το «Όσα παίρνει ο άνεμος» στην τηλεόραση, εκεί αποκτούν ένα διαφορετικό νόημα, εάν αναλογιστούμε ότι δεν μιλάμε απλώς για μια τραυματική ιστορική μνήμη, αλλά για μια πληγή ακόμη ανοιχτή και αιμορραγούσα.
Όμως, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι έχουμε να κάνουμε μια αμερικανική ιδιαιτερότητα. Στην πραγματικότητα το ζήτημα του ρατσισμού αφορά όλον τον αναπτυγμένο κόσμο. Και τον αφορά τόσο ως μνήμη όσο και ως ενεργή κοινωνική πραγματικότητα.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί για παράδειγμα ήταν στη Βρετανία που βρέθηκαν στο στόχαστρο αγάλματα όπως αυτό του δουλεμπόρου Έντουαρντ Κόλστον, ή γιατί η πρώτη μεγάλη διαδήλωση μετά το lockdown στη Γαλλία αφορούσε το ζήτημα του ρατσισμού, ιδίως όταν στη Γαλλία μετρούν επίσης θύματα αστυνομικής βίας με ρατσιστικά κίνητρα.
Η κληρονομιά της αποικιοκρατίας
Μια παράμετρος που συχνά προσπερνούμε είναι η κληρονομιά της αποικιοκρατίας. Η Ευρώπη αρέσκεται συχνά να προβάλλει εαυτόν ως το επίκεντρο του Διαφωτισμού, του ορθολογισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όμως αυτό δεν ακυρώνει την βαριά κληρονομιά της αποικιοκρατίας.
Μάλιστα, η αποικιοκρατία του 19ου και του 20ου αιώνα οργανώθηκε από χώρες που ενίοτε ορκίζονταν στην κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης (ξεκινώντας από την ίδια τη Γαλλία) και όπου μπορεί να μην περιλάμβανε θεσμούς όπως το δουλεμπόριο (που σφράγισαν τον 17ο και τον 18ο αιώνα), όμως ήταν από ορισμένες απόψεις εξίσου βάναυση.
Και εάν μιλάμε για τη Δυτική Ευρώπη στον μεγάλο ανταγωνισμό για αποικίες σχεδόν όλες οι χώρες συμμετείχαν και όλες έχουν ένα ένοχο παρελθόν. Στη Μεγάλη Βρετανία η ίδια η έννοια της Κοινοπολιτείας θυμίζει την έκταση κάποτε είχε μια τεράστια αποικιακή αυτοκρατορία, στην οποία «ο ήλιος δεν έδυε ποτέ» και η οποία συνδέθηκε με ουκ ολίγες περιπτώσεις βάναυσης μεταχείρισης. Όμως, δεν ήταν μόνο η Βρετανία: αρκεί να σκεφτούμε ότι ο βασιλιάς Λεοπόλδος Β’ του Βελγίου συνέδεσε το όνομα με τη βαρβαρότητα της βελγικής αποικιακής κυριαρχίας στο Κονγκό, όταν η ποινή για όποιο εργάτη δεν συνέλεγε την προβλεπόμενη ποσότητα φυσικού ελαστικού ήταν ο θάνατος ή ο ακρωτηριασμός.
Όσο για τη Γαλλία, η αποικιοκρατία αποτέλεσε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 την σκοτεινή πλευρά της République. Αυτό φάνηκε, άλλωστε, και από τον τρόπο που η Γαλλία θα προσπαθήσει να υπερασπιστεί αποικιακές κτήσεις ακόμη και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ινδοκίνα και την Αλγερία, χρησιμοποιώντας και όλο το ρεπερτόριο του «βρώμικου πολέμου» όπως τα βασανιστήρια.
Όμως, η αποικιοκρατία δεν ήταν μόνο μνήμη, ακόμη και πρόσφατη. Είναι ταυτόχρονα και επιβίωση στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Ακόμη και σήμερα στη Γαλλία, οι πολίτες που έχουν καταγωγή από τις αποικίες, συναντούν πλήθος πραγματικών διακρίσεων παρά την τυπική ισότητα, συχνά και με τη μορφή μιας ιδιότυπης ισλαμοφοβίας που διατυπώνεται στο όνομα του «ανεξίθρησκου κράτους». Στη Βρετανία, παρά την αίσθηση που αποπνέει το πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό Λονδίνο, οι επιβιώσεις του ρατσισμού είναι ποικίλες. Πρόσφατα, ξέσπασε το σκάνδαλο Windrush, όταν άνθρωποι που είχαν έρθει στη Βρετανία ανάμεσα στο 1948 και το 1973 από πρώην αποικίες, ιδίως από την Καραϊβική, στη βάση της τότε πρόβλεψης ότι έτσι θα αποκτούσαν και ιθαγένεια, ανακάλυψαν πολλά χρόνια ότι εξαιτίας απρονοησίας του αρμόδιου υπουργείου βρέθηκαν αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο απέλασης μέσα στο κλίμα πίεσης για «πιο κλειστά σύνορα» που κυριάρχησε στη Βρετανία του Brexit.
Οι μετανάστες στο στόχαστρο
Στην κληρονομιά της αποικιοκρατίας προστέθηκε και η ρατσιστική αντιμετώπιση των μεταναστών. Τόσο τα χρόνια της μεγάλης ανάπτυξης μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου όσο και αργότερα πολλές χώρες στηρίχτηκαν στην μεταναστευτική εργασία, ιδίως από τη στιγμή που αυτή μπορούσε να καλύψει τα μεγάλα κενά που υπήρχαν σε εργατικό δυναμικό. Αυτό εξηγεί π.χ. τις συμφωνίες που έκανε η Γερμανία με χώρες του ευρωπαϊκού νότου ήδη από τη δεκαετία του 1950 για να μπορέσει να επιταχύνει το μεταπολεμικό «οικονομικό θαύμα» της.
Αλλά και μετά τη δεκαετία του 1990, ειδικά η Ευρώπη στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στις μεγάλες μεταναστευτικές ροές από τις χώρες του πρώην «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», αλλά και από άλλες περιοχές όπως η Βόρεια Αφρική. Αντίστοιχα, η ΗΠΑ στηρίχτηκαν σε μεγάλο βαθμό και την εργασία μεταναστών από το Μεξικό και άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Όμως, σε αντίθεση με προηγούμενες περιόδους όπου το ιδανικό ήταν η «ενσωμάτωση», ολοένα και περισσότερο φαίνεται τις τελευταίες δεκαετίες ο ρατσισμός κατά των μεταναστών να είναι αυτός που εξασφαλίζει ακριβώς ότι ακόμη και όταν έχουν «χαρτιά», η θέση τους να παραμένει ουσιωδώς επισφαλής και να πιέζονται ακόμη περισσότερο να εργαστούν με δυσμενέστερες συνθήκες και αμοιβές.
Την ίδια ώρα ο ρατσισμός συναντιέται με την κοινωνική και πολιτική κρίση. Μέσα σε μια διάχυτη αίσθηση ότι δεν υπάρχουν θετικά οράματα και προτάγματα συλλογικής ευημερία, ο φόβος καλύπτει το πολιτικό και ιδεολογικό κενό στοχοποιώντας τον «άλλο», ακόμη και όταν οι όροι ζωής, τα προβλήματα και οι αγωνίες του «άλλου» είναι ταυτόσημες με αυτούς του γηγενούς.
Αυτή θα μπορούσε να περιγραφεί και ως η «κυνική» πλευρά της αντιμεταναστευτικής πολιτικής και ρητορικής στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες. Από τη μια, γιατί απευθύνεται στα φοβικά αντανακλαστικά κοινωνιών που αντιμετωπίζουν συνθήκη μεγάλης ανασφάλειας. Από την άλλη, γιατί οι πολιτικές των αντιμεταναστευτικών φραγμών συνεπάγονται ακόμη μεγαλύτερη θεσμική επισφάλεια των μεταναστών που συνεχίζουν να φτάνουν και άρα δυνατότητα υπερεκμετάλλευσής τους.
Και βέβαια όλα αυτά δεν αφορούν μόνο τις παλιές αποικιοκρατικές δυνάμεις. Η χώρα μας, που από τη δεκαετία του 1990, βρέθηκε να είναι χώρα υποδοχής μεταναστών, ενώ μέχρι τότε ήταν κυρίως χώρα που έστελνε μετανάστες, είχε και έχει και αυτή το δικό της πρόβλημα ρατσισμού, που ήρθε ξανά στο προσκήνιο με τις ξενοφοβικές αντιδράσεις γύρω από το προσφυγικό.
Εικόνες από το μέλλον
Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να δούμε στην Ευρώπη αυτά που βλέπουμε στις ΗΠΑ και ως εικόνες από το μέλλον, ή έστω ως προειδοποιήσεις. Ο ρατσισμός αποτελεί βασική παράμετρο που διαλύει την κοινωνική συνοχή, υπονομεύει τη δημοκρατία και ενισχύει την άνοδο της ακροδεξιάς και του νεοφασισμού. Η όποια κυνική επένδυση σε αυτόν έχει πολύ μεγάλους κινδύνους. Αντίθετα, μια τολμηρή αναμέτρηση με την πραγματικότητά του, η επίμονη προσπάθεια να ξεριζωθούν τα ιδεολογικά στερεότυπα που τον αναπαράγουν και η επανεξέταση του αντιμεταναστευτικών πολιτικών που έχουν δείξει πια τους κινδύνους που συνεπάγονται, όλα αυτά θα έδειχναν ότι τουλάχιστον οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πήραν το μήνυμα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις