Τι σημαίνει η σύγκρουση γύρω από τις αλλαγές στο καθεστώς του Χονγκ Κονγκ
Οι έντονες αντιδράσεις για την απόφαση του Πεκίνου να εφαρμόσει ένα νέο νόμο για την εθνική ασφάλεια στο Χονγκ Κονγκ απλώς υπογραμμίζουν τη συνολικότερη κλιμάκωση στον οικονομικό και γεωπολιτικό ανταγωνισμό ανάμεσα στις ΗΠΑ και τους συμμάχους και την Κίνα
- Πώς τα δεδομένα που συλλέγει η Ουκρανία θα εκπαιδεύσουν την ΑΙ του πολέμου
- Ακριβότερο και φέτος το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι - Αναλυτικοί πίνακες
- Επίθεση με μαχαίρι σε δημοτικό σχολείο στο Ζάγκρεμπ - Ένας μαθητής νεκρός και 7 τραυματίες
- Ολα όσα πρέπει να ξέρετε για το πρόγραμμα «Σπίτι μου 2» – Οδηγός με 32 ερωταπαντήσεις
Το σύνθημα «μία χώρα – δύο συστήματα» συμπύκνωσε για χρόνια όχι μόνο το ιδιαίτερο καθεστώς που είχε το Χονγκ Κονγκ αλλά και την προσπάθεια της Κίνας να αποκτήσει ένα άνοιγμα στις διεθνείς αγορές και συνολικά στις διαδικασίες αυτού που συνηθίσαμε να ονομάσουμε παγκοσμιοποίηση.
Το 1997, όταν η βρετανική αποικία επανενώθηκε με την ηπειρωτική Κίνα, η χώρα είχε ήδη κάνει πράξη σημαντικό μέρος της μετάβασης στο είδος της εντατικής καπιταλιστικής ανάπτυξης υπό την εξουσίας ενός κομμουνιστικού κόμματος που σηματοδοτεί το ιδιότυπο υβριδικό καθεστώς της Κίνας.
Όμως, η Κίνα ήθελε πάρα πολύ να αποκτήσει πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων και να προσελκύσει επενδυτές. Το Χονγκ Κονγκ ήταν ούτως ή άλλως ένα ιδιαίτερα σημαντικό παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο. Το Πεκίνο το ήθελε ακριβώς έτσι. Εξ ου και η επιλογή το καθεστώς του Χονγκ Κονγκ να διατηρήσει ανάλογα εχέγγυα: διατήρηση του προηγούμενου θεσμικού πλαισίου για τις επιχειρήσεις, μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα, δικαστήρια με εγγυήσεις κράτους δικαίου και ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων. Η συμφωνία του 1997 όριζε ότι με αυτό τον τρόπο θα διοικείτο το Χονγκ Κονγκ μέχρι το 2047.
Και όντως το Χονγκ Κονγκ παρέμεινε ο κρίσιμος κόμβος και το τρίτο μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό κέντρο στο κόσμο και μια περιοχή όπου μπορούσαν να συνυπάρχουν κινεζικές και ξένες εταιρείες και να συνδέεται σημαντικό μέρος της κινεζικής οικονομίας με τις παγκόσμιες αγορές. 9,7 τρισεκατομμύρια δολάρια διασυνοριακών χρηματοοικονομικών απαιτήσεων (δάνεια κλπ.) έχουν ως βάση τους το Χονγκ Κονγκ, ενώ εδώ έρχονται και οι κινεζικές εταιρείες και τράπεζες για να κάνουν συναλλαγές σε δολάρια: Συναλλαγές 10 τρισεκατομμυρίων δολαρίων διεκπεραιώθηκαν πέρσι μέσα από το σύστημα διατραπεζικών πληρωμών του Χονγκ Κονγκ.
Όμως, την ίδια στιγμή το χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ δεν έχει πια την ίδια σημασία που είχε κάποτε. Στα χρηματιστήρια της Σαγκάης και της Σεντσέν η συνολική αξία των μετοχών μπορεί να είναι μεγαλύτερη και ήδη διεκδικούν να αποκτήσουν χαρακτήρα διεθνών κέντρων. Όμως, βρίσκονται στην ηπειρωτική Κίνα και εντός του συγκεκριμένου πλαισίου για τη λειτουργία των επιχειρήσεων και την κίνηση κεφαλαίων εκεί. Όμως, είναι προφανές ότι το Πεκίνο θα ήθελε να μπορεί να συνδέεται απευθείας με τις διεθνείς αγορές χωρίς τη μεσολάβηση ενός κέντρου υπό «ειδικό καθεστώς». Όμως, προϋποθέτει ότι το γιουάν θα μπορεί να έχει ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα αλλά και ότι οι παγκόσμιες αγορές θα προσαρμοστούν και στους όρους της κινεζικής οικονομίας.
Οι ανησυχίες του Πεκίνου
Ωστόσο, η κινεζική εμμονή με το Χονγκ Κονγκ δεν αφορά τόσο την οικονομία, όσο την πολιτική. Οι περσινές κινητοποιήσεις στο Χονγκ Κονγκ, που είχαν και μαζικότητα και μαχητικότητα πρωτόγνωρη για την πρώην βρετανική αποικία, από το Πεκίνο διαβάστηκαν ως μια υποκινούμενη εξέγερση που σκοπό είχε να υπονομεύσει τελικά την ίδια την εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτό εξηγεί την επιλογή τελικά για ένα πιο αυστηρό πλαίσιο ασφάλειας, που όμως σε πολλούς στο Χονγκ Κονγκ φαντάζει ως μια ακύρωση των όποιων ελευθεριών είχαν διατηρήσει.
Η όξυνση των ανταγωνισμών
Όμως, πλέον είναι σαφές ότι όλα αυτά εντάσσονται και σε ένα πλαίσιο γεωπολιτικών αντιθέσεων που διατυπώνονται με τον πιο ανοιχτό τρόπο. Οι ΗΠΑ έσπευσαν να δηλώσουν ότι δεν θα συνεχίσουν να αναγνωρίζουν ένα προνομιακό καθεστώς στο Χονγκ Κονγκ, στοιχείο που ήταν πλευρά της δυνατότητάς του να είναι ένα διεθνές χρηματοπιστωτικό τρόπο, δείχνοντας ότι θα επεκτείνουν και εδώ τη λογική της κλιμάκωσης της σύγκρουσης που καταγράφηκε και στο θέμα της αντιπαράθεσης γύρω από τον ΠΟΥ και τον χειρισμό της πανδημίας από την Κίνα.
Βέβαια, μένει να δούμε εάν και σε ποιο βαθμό οι ΗΠΑ θα προχωρήσουν και σε άλλες κυρώσεις όπως θα ήταν τυχόν κυρώσεις ή γενικά μέτρα που θα έθεταν εν αμφιβόλω την πλήρη ενσωμάτωση του Χονγκ Κονγκ στις διεθνείς αγορές χρήματος. Προς το παρόν δεν υπάρχει μαζική φυγή κεφαλαίων, ενώ είναι πιθανό να υπάρξει και μια αυξημένη παρουσία κινεζικών επιχειρήσεων που θα μπορούσε να ενισχύσει τη θέση της περιοχής.
Πάντως είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ θα προσπαθούν να αξιοποιήσουν κάθε μέσο και κάθε αφορμή για να κλιμακώνουν την αντιπαράθεση και την πίεση προς την Κίνα, στο βαθμό που η επιλογή να δουν πολύ πιο επιθετικά τον ανταγωνισμό με την Κίνα είναι δεδομένη.
Το ερώτημα για την κινεζική στρατηγική
Ωστόσο το ερώτημα είναι πιο συνολικό και αφορά το εάν και κατά πόσο η κινεζική στρατηγική για μεγαλύτερη έμφαση στην ενδογενή οικονομική ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης και της προσπάθεια για τεχνολογική αυτάρκεια, θα σημαίνει και μια περισσότερο εσώστρεφη κατεύθυνση ή η Κίνα θα προσπαθήσει παράλληλα να προσελκύσει ακόμη περισσότερες ξένες τράπεζες και επιχειρήσεις να δραστηριοποιηθούν και τα χρηματοοικονομικά κέντρα της ενδοχώρας, προσφέροντας εγγυήσεις ότι δεν θα έχουν να αντιμετωπίσουν τις ίδιες δυσκολίες και περιορισμούς που συναντούσαν μέχρι τώρα. Η ιδιαίτερη κινεζική συμμετοχή στα διασυνοριακά συστήματα πληρωμών, θα μπορούσε να βοηθήσει σε αυτό.
Όμως, όλα αυτά θα εξαρτηθούν και από την εξέλιξη του ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ και κυρίως το εάν οι ΗΠΑ θα δοκιμάσουν κινήσεις που θα ισοδυναμούν με κυρώσεις, όπως περίπου έκαναν στην υπόθεση της Huawei και της όλης προσπάθειας να την αποκλείσουν ταυτόχρονα από το να διεκδικήσει διεθνώς υποδομές 5G αλλά και να έχει πρόσβαση σε εργοστάσια παραγωγής τελευταίας γενιάς τσιπς.
Τα εμπόδια στο «νέο δρόμο του μεταξιού»
Πάντως δεν είναι τυχαίο ότι η Κίνα αυτό τον καιρό συναντά και προβλήματα ως προς τη στρατηγική «Μία ζώνη, ένας δρόμος» ή του «νέου δρόμου του μεταξιού, δηλαδή ένα σύνολο μεγάλων διεθνών επενδύσεων, με κινεζική συμμετοχή με έμφαση στα μεγάλα δίκτυα μεταφορών και επικοινωνιών.
Ο συνδυασμός ανάμεσα στις αμερικανικές πιέσεις, τους γεωπολιτικούς υπολογισμούς και την οικονομική κρίση έχει οδηγήσει αρκετές χώρες στο να αναθεωρήσουν ή να καθυστερήσουν επενδυτικά σχέδια που εντάσσονται σε αυτή τη στρατηγική. Μάλιστα, εάν κανείς δει τα στοιχεία από τις ανακοινωμένες συμφωνίες, αυτές είχαν μια κορύφωση το 2017 και έκτοτε έχουν υποχωρήσει.
Η Αίγυπτος ανακοίνωσε πρόσφατα ότι αναβάλλει επ’ αόριστον την κατασκευή ενός μεγάλου εργοστασίου ηλεκτροπαραγωγής με χρήση γαιάνθρακα που θα χρηματοδοτούσε η Κίνα, ενώ σχέδιο για ανάλογο εργοστάσιο ακύρωσε και το Μπαγκλαντές. Η Τανζανία σκοπεύει να ακυρώσει το σχέδιο για ένα λιμάνι αξίας 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων διαφωνώντας με τους όρους του, ενώ στη Νιγηρία έχει τεθεί θέμα επανεξέτασης των όρων των πρότζεκτ στα οποία εμπλέκεται η Κίνα, κυρίως ως προς τους όρους δανεισμού.
Παρότι τέτοιες εξελίξεις έχουν να κάνουν και με την οικονομική κρίση αλλά και το υψηλό βάρους του δανεισμού ιδίως για τις αφρικανικές χώρες, είναι προφανές ότι σήμερα η έκταση της κινεζικής οικονομικής επέκτασης βρίσκεται στο επίκεντρο ενός ευρύτερου οικονομικού αλλά και πολιτικού ανταγωνισμού.
Ούτως ή άλλως, όλα δείχνουν ότι ο κόσμος της επόμενης μέρας θα είναι πιο κατακερματισμένος, με μεγαλύτερη κλίμακα εθνικών αναδιπλώσεων και επικέντρωση σε πιο περιφερειακές μορφές οικονομικής ολοκλήρωσης.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις