Αναζητώντας εναλλακτική μεταναστευτική πολιτική – Η περίπτωση της Ελλάδας
Στην επόμενη μέρα της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας χρειάζεται να αναζητήσουμε το Μεταναστευτικό πέραν της λογικής της «αποτροπής»
Εάν κανείς παρατηρήσει τη δημόσια συζήτηση για τα ζητήματα του προσφυγικού και του μεταναστευτικού θα δει ότι κατά βάση περιορίζεται στο ερώτημα της αποτροπής. Η ρητορική που κυριαρχεί είναι αυτή που παραπέμπει σε μια γεωπολιτική απειλή και κίνδυνο. Ακόμη και όταν απουσιάζουν οι ανοιχτά ρατσιστικές ή ξενοφοβικές κραυγές, αυτό που μένει είναι η αίσθηση ότι το να θέλουν να έρθουν προς τη χώρα μας άνθρωποι είναι ένα πρόβλημα και άρα πρέπει να δούμε πώς θα το αποτρέψουμε. Ακόμη και η πολιτική αντιπαράθεση γίνεται περισσότερο ως προς τα όρια της πολιτικής της αποτροπής παρά ως προς το εάν αυτή οφείλει να είναι η πρώτη προτεραιότητα.
Καθόλου τυχαία που ολοένα και περισσότερα μέτρα κατατείνουν κυρίως προς τη διαμόρφωση της εικόνας ότι στη χώρα μας, αλλά και στο σύνολο της Ευρώπης, κατά βάση οι μετανάστες δεν είναι καλοδεχούμενοι. Μάλιστα, ειδικά στην Ευρώπη υπάρχει δυστοκία ακόμη και στην υποδοχή προσφύγων. Ακόμη χειρότερα, στις περισσότερες χώρες έχει διαμορφωθεί ένα πολιτικό κλίμα όπου η άνοδος της Ακροδεξιάς έχει οδηγήσει τα περισσότερα κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα να υιοθετήσουν πιο «σκληρές αντιμεταναστευτικές πολιτικές. Ακόμη και προς τα αριστερά, η συνηθέστερη στάση είναι αυτή που υπογραμμίζει την ανάγκη να υπάρξουν τέτοιες πολιτικές στο διεθνές πεδίο, που δεν θα ωθούσαν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Να βάλουμε στο περιθώριο την ατζέντα της Ακροδεξιάς
Η συγκυρία της πανδημίας ήταν και μια συγκυρία κλειστών συνόρων και εξαιρετικά μειωμένων διεθνών μετακινήσεων παγκοσμίως. Ομως, η σταδιακή επανεκκίνηση κοινωνιών και οικονομιών επαναφέρει το ερώτημα για το εάν μπορεί να υπάρξει μια διαφορετική πολιτική για τη μετανάστευση, πέραν του εγκλωβισμού στο ερώτημα της αποτροπής.
Οι πραγματικές διαστάσεις
Η έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης με τίτλο World Migration Report 2020 που κυκλοφόρησε το 2019 δίνει μια εικόνα του φαινομένου σε όλες τις πτυχές του.
Σε αντίθεση μια εικόνα «μεταναστευτικών» ορδών που καλλιεργείται, το ποσοστό των ανθρώπων στον πλανήτη που είναι μετανάστες είναι σχετικά μικρό. Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων δεν μεταναστεύουν. Το 2019 υπήρχαν στον κόσμο 272 εκατομμύρια μετανάστες ή το 3,5% του παγκόσμιου πληθυσμού. Ο αριθμός αυξάνεται, σε απόλυτο αριθμό, όμως το ποσοστό επί του παγκοσμίου πληθυσμού κινείται περίπου σε αυτά τα επίπεδα από τη δεκαετία του 1990.
Η χώρα που έστειλε τους περισσότερους μετανάστες ήταν η Ινδία (17,5 εκατομμύρια Ινδοί μετανάστες στον κόσμο) και ακολουθείται από το Μεξικό (11,8 εκατομμύρια) και την Κίνα (10,7 εκατομμύρια).
Η χώρα που φιλοξενεί τους περισσότερους μετανάστες παραμένουν οι ΗΠΑ (50,7 εκατομμύρια μετανάστες). Ωστόσο στη δεκαετία του 2010 η μεγαλύτερη αύξηση στον αριθμό μεταναστών έγινε στις μεσαίου εισοδήματος χώρες παρά στις υψηλού. Πάνω από τους μισούς μετανάστες βρίσκονται στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη (141 εκατομμύρια). Ωστόσο, η χώρα με το υψηλότερο ποσοστό μεταναστών στον πληθυσμό είναι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ο αριθμός των προσφύγων το 2019 ήταν 25,9 εκατομμύρια, εκ των οποίων τα 5,5 εκατομμύρια είναι οι Παλαιστίνιοι. Η χώρα από την οποία έχουν αναχωρήσει οι περισσότεροι πρόσφυγες είναι η Συρία (6,7 εκατομμύρια πρόσφυγες) και η χώρα στην οποία βρίσκονται οι περισσότεροι πρόσφυγες είναι η Τουρκία (3,7 εκατομμύρια πρόσφυγες). Η χώρα που δέχτηκε το 2018 τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων προς μετεγκατάσταση ήταν ο Καναδάς.
Στις επόμενες δεκαετίες αναμένεται στους λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι μεταναστεύουν να προστεθεί και η κλιματική αλλαγή. Είναι πολύ πιθανό να υπάρξουν μετακινήσεις από περιοχές που δεν θα είναι πια βιώσιμες προς άλλα τμήματα των χωρών αλλά και εκτός συνόρων.
Η συνεισφορά της µετανάστευσης
Η μετανάστευση συνεισφέρει με διάφορους τρόπους και στις χώρες υποδοχής και στις χώρες προέλευσης. Ως προς τις χώρες προέλευσης ας σημειώσουμε ότι το 2018 τα μεταναστευτικά εμβάσματα έφτασαν τα 689 δισεκατομμύρια δολάρια, με την Ινδία να δέχεται τα μεγαλύτερα ποσά (78,6 δισ. δολάρια) ακολουθούμενη από την Κίνα (67,4 δισ.) και το Μεξικό (35,7 δισ.). Τα περισσότερα εμβάσματα είχαν ως προέλευση τις ΗΠΑ (68 δισεκατομμύρια δολάρια) και ακολουθούν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (44,4 δισ.) και η Σαουδική Αραβία (36,1 δισ.).
Η συνεισφορά τους τώρα στις χώρες όπου εγκαθίστανται είναι δύσκολο να αποτυπωθεί ποσοτικά. Ομως, είναι πολύ μεγάλη και μπορούμε να σκεφτούμε χώρες που στήριξαν τον οικονομικό δυναμισμό τους στο ότι προσέλκυσαν μεγάλο αριθμό μεταναστών, από τις ίδιες τις ΗΠΑ μέχρι τη μεταπολεμική Γερμανία.
Ολες οι έρευνες και οι ιστορικές αποτιμήσεις που έχουν γίνει συγκλίνουν στο ότι η μετανάστευση για τις χώρες υποδοχής δεν υπήρξε μόνο μια τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας (το 2015 υπολογίστηκε ότι οι μετανάστες συνεισφέρουν το 9% του παγκόσμιου ΑΕΠ) αλλά και βασικός μηχανισμός με τον οποίο ανανεώθηκε το εργατικό δυναμικό και διευρύνθηκε το εύρος των δεξιοτήτων του. Σε αντίθεση με μια μυθολογία ότι η άφιξη μεταναστών και προσφύγων «αφαιρεί» πόρους από την οικονομία, ισχύει το ακριβώς αντίθετο: συνεισφέρουν ποικιλοτρόπως σε αυτή.
Είναι επίσης ένας από τους βασικούς μηχανισμούς πολιτιστικής ανανέωσης και διαμόρφωσης νέων συνθέσεων, από τη μαγειρική μέχρι την υψηλή τέχνη. Και αυτό δεν είναι τωρινό φαινόμενο μόνο: αρκεί να αναλογιστούμε τη σημασία που είχαν οι μεταναστεύσεις καλλιτεχνών για τη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Η ελληνική περίπτωση
Η Ελλάδα από χώρα που έστελνε μετανάστες στο εξωτερικό βρέθηκε από τη δεκαετία του 1990 να γίνεται χώρα υποδοχής μεγάλου αριθμού μεταναστών. Μάλιστα για μια περίοδο δέχτηκε το υψηλότερο ποσοστό σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Παρότι και τότε ακούστηκαν πολλές ξενοφοβικές φωνές, η πραγματικότητα είναι ότι χωρίς τη συνεισφορά των μεταναστών δεν θα είχε υπάρξει η όποια αναπτυξιακή δυναμική καταγράφηκε έως το 2008, δεν θα είχαν πραγματοποιηθεί τα μεγάλα έργα και θα ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα ως προς την αγροτική παραγωγή της χώρας. Εάν υπήρξαν προβλήματα, αυτά αφορούσαν κυρίως το πώς συχνά αυτοί οι άνθρωποι ταλαιπωρήθηκαν, συνάντησαν εργοδοτική αυθαιρεσία, υπερεκμετάλλευση ή γραφειοκρατικές εμπλοκές.
Ομως ούτε έγινε φτωχότερη η χώρα εξαιτίας της παρουσίας τους, ούτε χειρότερη. Το αντίθετο. Μάλιστα, είναι ενδεικτικό στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 τα θετικά βήματα που έγιναν ως προς την απασχόληση συνέπεσαν με περίοδο αύξησης της μετανάστευσης, διαψεύδοντας τον μύθο ότι η μετανάστευση προκαλεί ανεργία. Μάλιστα, έχει φανεί ότι όσο περισσότερο επεκτείνονταν μέτρα νομιμοποίησης μεταναστών τόσο περισσότερο αυτό επέτεινε τα θετικά αποτελέσματα: όσο επεκτεινόταν η δυνατότητα νόμιμης εργασίας, αυξανόταν και η συνεισφορά στο ασφαλιστικό σύστημα, ενώ κατοχυρωνόταν η δυνατότητα σχετικά μόνιμης νόμιμης παραμονής τόσο περισσότερο οι επιλογές τους συνεισέφεραν ακόμη περισσότερο στην οικονομία.
Η συζήτηση που πρέπει να γίνει
Η προσφυγική κρίση διαμόρφωσε μια νέα συνθήκη, καθώς σε μια χώρα που βρισκόταν μέσα σε μια μεγάλη και καταστροφική ύφεση, ένας πολύ μεγάλος αριθμός προσφύγων πέρασε από τη χώρα μας κατευθυνόμενος προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μέχρις ότου το κλείσιμο του βαλκανικού διαδρόμου οδήγησε στον εγκλωβισμό ενός μεγάλου αριθμού. Η χώρα μας αποδέχτηκε το ευρύτερο πλαίσιο της ΕΕ που ήθελε να νησιά να λειτουργούν περίπου ως «φραγμοί» απέναντι στην άφιξη προσφύγων και η συζήτηση μετατοπίστηκε στην «αποτροπή» και στη «διαχείριση» των προσφυγικών ροών. Παρότι ο αριθμός των προσφύγων που βρίσκονται στη χώρα μας είναι πολύ μικρότερος του αριθμού των μεταναστών που ήρθαν στην Ελλάδα στη δεκαετία του 1990, εντούτοις και σε πολιτικό επίπεδο και επίπεδο μερίδας της κοινωνίας, η αντιμετώπιση είναι πιο εχθρική.
Λείπει από αυτή τη συζήτηση η αναζήτηση ενός διαφορετικού δρόμου που να μη μένει στη διάσταση του προβλήματος, αλλά των δυνατοτήτων. Που να μη συζητάει κυρίως την αποτροπή αλλά την ενσωμάτωση στην κοινωνία, μέσα από την αναγνώριση βασικών δικαιωμάτων και την αποφυγή της λογικής των καμπ και της διαχείρισης της εξαθλίωσης.
Που να θεωρεί ότι μέσα σε μια προσπάθεια συνολικής ανασυγκρότησης της οικονομίας και της κοινωνίας έχουν θέση και οι μετανάστες και οι πρόσφυγες και δεν περισσεύουν. Που να διακρίνει ότι σε μια προοπτική νέων ενδογενών δυναμικών ανάπτυξης, με στοιχεία βιωσιμότητας, αποκέντρωσης, αποφυγής αναπτυξιακών «μονοκαλλιεργειών» που ενίοτε γίνονται επισφάλειες όπως ο τουρισμός, άνθρωποι που θέλουν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους εδώ, κουβαλώντας τη γνώση, την εμπειρία και τον πολιτισμό τους είναι παραπάνω από καλοδεχούμενοι. Που καταλαβαίνει ότι το να είναι μια χώρα φιλόξενη είναι κάτι που της προσδίδει κύρος στη διεθνή κοινωνία των πολιτών που δεν εξασφαλίζεται με άλλον τρόπο.
Η μετανάστευση και το Προσφυγικό οφείλουν να ιδωθούν ξανά στη συνολική τους διάσταση: την ανθρωπιστική, την κοινωνική, την οικονομική. Ο εγκλωβισμός της συζήτησης για αυτά τα θέματα στα όρια μιας προσπάθειας επίδειξης «πυγμής» δεν ωφελεί.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις