Χλαμύδια : Πώς μεταδίδονται, τα συμπτώματα και ο τρόπος αντιμετώπισης
Η λοίμωξη είναι παρόμοια με εκείνη της γονόρροιας ως προς τα συμπτώματα και τον τρόπο μετάδοσης, ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις οι ασθενείς (άνδρες και γυναίκες)δεν έχουν συμπτώματα και δεν γνωρίζουν ότι έχουν μολυνθεί
- Ποιος είναι ο ισχυρός άνδρας στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ που ετοιμάζει ο Τραμπ
- Επαναστατικός 3D βιοεκτυπωτής εκτυπώνει ανθρώπινους ιστούς «κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσιν»
- «Όχι» Φαραντούρη σε πρόταση Φάμελλου για συνάντηση των 4 υποψηφίων πλην Κασσελάκη
- Η Κέιτ Μίντλετον όπως δεν την έχετε ξαναδεί- Η φωτογραφία της από τα χρόνια που φοιτούσε στο στο St. Andrews
Τα χλαμύδια είναι το πιο συχνό σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα (ΣΜΝ) και προκαλούνται από το βακτήριο Chlamydia trachomatis.
Η λοίμωξη είναι παρόμοια με εκείνη της γονόρροιας ως προς τα συμπτώματα και τον τρόπο μετάδοσης, ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις οι ασθενείς (άνδρες και γυναίκες)δεν έχουν συμπτώματα και δεν γνωρίζουν ότι έχουν μολυνθεί.
Όπως αναφέρει το iatropedia.gr, τα χλαμύδια μπορεί να προκαλέσουν μόνιμη βλάβη στα σάλπιγγες μιας γυναίκας και μπορεί να οδηγήσουν σε μελλοντική στειρότητα και αυξημένο κίνδυνο έκτοπης κύησης. Η λοίμωξη από χλαμύδια κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αυξάνει επίσης τον κίνδυνο του πρόωρου τοκετού και της γέννησης ενός μωρού με χαμηλό βάρος.
Αίτια και τρόποι μετάδοσης
Όταν υπάρχει λοίμωξη από χλαμύδια, τα βακτήρια μπορεί να εμφανιστούν στον τράχηλο, την ουρήθρα, τον κόλπο και το ορθό ενός μολυσμένου ατόμου. Μπορεί επίσης να “ζουν” στον λαιμό. Κάθε είδους σεξουαλική επαφή με ένα μολυσμένο άτομο μπορεί να εξαπλώσει την μόλυνση. Οι νέοι άνθρωποι που είναι σεξουαλικά ενεργοί βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο για χλαμύδια.
Μια μολυσμένη μητέρα μπορεί επίσης να μεταδώσει την μόλυνση στο μωρό της κατά τη στιγμή της γέννησης, καθώς το μωρό περνά μέσα από το κολπικό κανάλι. Οι πιο συχνές επιπλοκές των χλαμυδίων που “αποκτήθηκαν” με αυτό τον τρόπο είναι οφθαλμικές βλάβες και πνευμονία στο νεογέννητο.
Ακόμη και αφότου ένα άτομο υποβληθεί σε θεραπεία για χλαμύδια, είναι πιθανό να μολυνθεί εκ νέου. Η επαναλαμβανόμενη μόλυνση είναι συχνό φαινόμενο με τα χλαμύδια.
Συμπτώματα
Οι περισσότερες γυναίκες με χλαμύδια δεν έχουν σημάδια ή συμπτώματα της λοίμωξης και γι’ αυτό πολλές φορές αυτή η λοίμωξη αναφέρεται και ως “σιωπηλή”. Ωστόσο, επειδή η λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει μόνιμη βλάβη του αναπαραγωγικού συστήματος, εξακολουθεί να είναι σημαντικό να μπορούμε αναγνωρίσουμε και να προβούμε στην κατάλληλη θεραπεία της. Η πιο κοινή εκδήλωση της λοίμωξης από χλαμύδια είναι φλεγμονή στον τράχηλο της μήτρας (τραχηλίτιδα) στις γυναίκες.
Όταν τα συμπτώματα εμφανίζονται, είναι πολύ παρόμοια με εκείνα που προκαλούνται από τη γονόρροια. Μπορεί να διαρκέσουν έως και αρκετές εβδομάδες μετά την αρχική μόλυνση. Τα συμπτώματα της λοίμωξης από χλαμύδια μπορεί να περιλαμβάνουν κολπικό έκκριμα και κοιλιακό άλγος. Η μόλυνση της ουρήθρας μπορεί να παράγει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της ουρολοίμωξης, συμπεριλαμβανομένου του πόνου ή του “καψίματος” κατά την ούρηση, αίμα στα ούρα, ανάγκη για επιτακτική ούρηση και συχνοουρία.
Αν η λοίμωξη δεν αντιμετωπιστεί, περίπου στο 30% των περιπτώσεων θα εξαπλωθεί εντός των οργάνων της πυέλου, κάτι που οδηγεί σε μια κατάσταση γνωστή ως φλεγμονώδης νόσος της πυέλου. Τα συμπτώματα της φλεγμονώδους νόσου της πυέλου περιλαμβάνουν πυελικό πόνο, πόνο με τη σεξουαλική επαφή, πυρετό, κράμπες και κοιλιακό άλγος. Η φλεγμονώδης νόσος της πυέλου μπορεί να προκαλέσει ουλές και βλάβη στα αναπαραγωγικά όργανα, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε στειρότητα.
Τρόποι αντιμετώπισης
Τα χλαμύδια μπορεί εύκολα να θεραπευτούν με την κατάλληλη αντιβιοτική θεραπεία. Τα αντιβιοτικά μπορεί να χορηγηθούν ως εφάπαξ δόση ή σε βάθος μίας εβδομάδας.
Οι γυναίκες θα πρέπει να απέχουν από τη σεξουαλική επαφή κατά τη διάρκεια αυτών των 7 ημερών ή για 7 ημέρες μετά την αγωγή της μίας δόσης, προκειμένου να μην μεταδώσουν την μόλυνσης σε άλλους.
Η αζιθρομυκίνη και η δοξυκυκλίνη είναι τα βασικά αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται συνήθως για τη θεραπεία της λοίμωξης από χλαμύδια, αλλά και άλλα αντιβιοτικά μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν με επιτυχία.
Όταν ένας από τους δύο σεξουαλικούς συντρόφους διαγνωστεί με τη νόσο, πρέπει οπωσδήποτε να κάνει εξετάσεις και ο άλλος, για να αποφευχθεί η επαναμόλυνση και η περαιτέρω εξάπλωση.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις