Κακά στερνά
Ποιον βλάπτει - θα ρωτήσετε - ένας κυρτός γέροντας, ο οποίος ζει με αναμνήσεις και αυταπάτες, που περιφρονεί και περιφρονάται από το σήμερα; Που η γενναιοδωρία, για παράδειγμα, του Κωστή Παλαμά - «παραμερίστε για να διαβεί ο ποιητής!» για τον Γιάννη Ρίτσο - ή του Δημήτρη Χορν - «με μάθατε πώς παριστάνουν!» για τον Αρη Λεμπεσόπουλο - του είναι ολότελα ξένη; Μονάχα εμάς στεναχωρεί, που στην εφηβεία μας τον θαυμάζαμε…
Στο πρώτο ποτήρι ειρωνεύτηκε τον σερβιτόρο που φορούσε μάσκα και γάντια – «φοβάσαι, κοροϊδάρα, τον κορωνοϊό ή μη τυχόν και χάσεις τη δουλίτσα σου;» του πέταξε στα μούτρα. Ο άνθρωπος ευτυχώς κώφευσε. Στο δεύτερο ποτήρι άρχισε να νομίζει ότι φλερτάρει τις κοπέλες στο διπλανό τραπέζι. Τις ρώτησε τα ονόματά τους, τον αγνόησαν. Τις κέρασε δυο φτηνά πούρα περιπτέρου, τα αρνήθηκαν. Πλησίασε με την κανάτα στο χέρι -πώς να τον εμποδίσουμε; – και έχυσε κρασί στα ποτήρια τους. Τότε εκείνες εξανέστησαν, μεταφέρθηκαν στην άλλη άκρη της ταβέρνας. Ο δικός μας τις έβρισε, τις αποκάλεσε – πού τη θυμήθηκε τη λέξη; – «παρθενόπες», τους έκανε και μια πρόστυχη χειρονομία. «Μαζέψτε τον ή φύγετε!» παρενέβη ο μαγαζάτορας.
Οχι, δεν πρόκειται για αλκοολικό που μεθάει με την πρώτη γουλιά. Ούτε και για ψυχασθενή, ο οποίος αμελεί τη φαρμακευτική του αγωγή και ξεσπάει σε εκρήξεις. Από άλλη αρρώστια πάσχει ο φίλος μας. Από κακά στερνά.
Οταν τον είχαμε γνωρίσει, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, βρισκόταν ακόμα στα ντουζένια του. Εμπαινε στα μπαρ με ύφος άρχοντα. Τον περικύκλωναν οι εικοσάρηδες, κρέμονταν από τα χείλη του. Στα αγόρια μοίραζε πειράγματα. Τα κορίτσια τα χαϊδολογούσε με το «καλησπέρα». Τα μακριά του δάχτυλα ήταν όμορφα κι ας είχαν κιτρινίσει από τη νικοτίνη. Η φάτσα του είχε κάτι από βλογιοκομμένο γόη. Διέθετε κυρίως την αυτοπεποίθηση – ή το θράσος – που του έδινε η καλλιτεχνική του επιτυχία. Οποτε του ζητούσαν συμβουλές, ανέτρεχε στα παιδικά του χρόνια και στην πρώτη νιότη του κι απαριθμούσε τις φρικτές στερήσεις που είχε υποστεί, τις οικογενειακές τραγωδίες, τον ζόφο που επικρατούσε στην παραγκογειτονιά του, έξω από την Πάτρα. «Είμαι στο πεζοδρόμιο από εννέα χρόνων!» καυχιόταν και εννοούσε ότι άμα δεν έχεις περάσει διά πυρός και σιδήρου, δεν υπάρχει περίπτωση να δημιουργήσεις κάτι άξιο λόγου. Μάς έκανε να νιώθουμε όλοι φλώροι.
Με το γύρισμα του αιώνα, η ακτινοβολία του πήρε να φθίνει. Τα έργα του δεν πουλούσαν πια. Ο λόγος του δεν ακουγόταν. Ο μόνος τρόπος για να δει το όνομά του τυπωμένο ήταν να υπογράψει κάποια διακήρυξη «ανθρώπων του πνεύματος» εναντίον του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
Αντέδρασε σπασμωδικά. Επιτέθηκε στα κυκλώματα που δήθεν τον υπονόμευαν, στους κριτικούς που είχαν διαφθαρεί, στο μαλθακό κοινό το οποίο δεν άντεχε το τραχύ του ύφος. Απομονώθηκε επιδεικτικά σε ένα αγρόκτημα στην ορεινή Πελοπόννησο, για να αφουγκραστεί – διακήρυξε – ό,τι γνήσιο απομένει. Δεν άντεξε ούτε τρεις μήνες. Επέστρεψε με τις τσέπες άδειες. Ξεκίνησε τις τράκες.
Τον εκτιμώ και ας μην τον αντέχω. Διέθετε, πιστεύω, στο ξεκίνημά του ένα πηγαίο ταλέντο που άμα δεν το υπονόμευε ο χαρακτήρας του, θα μπορούσε να δώσει σπουδαίους καρπούς. Αρκέστηκε – φευ! – στην ευκολία του και σε ό,τι ο ίδιος αποκαλούσε «ελευθεριακότητα» ενώ δεν ήταν στην ουσία παρά λαιμαργία. Δεν του πέρασε καν από τον νου πως ο εξεγερμένος έφηβος όταν αρνείται να ωριμάσει μεγαλώνοντας, μοιραία καταντάει γραφικός…
Δεν είναι τόσο γραφικός όσο χολωμένος. Εάν ακούγατε πώς εκφράζεται για τους νεότερους ομοτέχνους του, θα σας ερχόταν αναγούλα. «Σπασίκλας» ο ένας, «ψώνιο» η άλλη, «πόρνη» η τρίτη… «Ξέρεις το έργο τους;» τον ρωτάω. «Σιγά μην και καταδεχθώ να ασχοληθώ με τους μουνούχους!» γελάει περιφρονητικά. Εχει φτιάξει ένα εικονοστάσι με «καταραμένους» καλλιτέχνες – απ’ τον Βαν Γκονγκ έως τον Ρεμπώ κι από τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο μέχρι τον Λαπαθιώτη – και έχει στρογγυλοκάτσει ανάμεσά τους. Τους λιβανίζει και λιβανίζεται.
Ποιον βλάπτει – θα ρωτήσετε – ένας κυρτός γέροντας, ο οποίος ζει με αναμνήσεις και αυταπάτες, που περιφρονεί και περιφρονάται από το σήμερα; Που η γενναιοδωρία, για παράδειγμα, του Κωστή Παλαμά – «παραμερίστε για να διαβεί ο ποιητής!» για τον Γιάννη Ρίτσο – ή του Δημήτρη Χορν – «με μάθατε πώς παριστάνουν!» για τον Αρη Λεμπεσόπουλο – του είναι ολότελα ξένη; Μονάχα εμάς στεναχωρεί, που στην εφηβεία μας τον θαυμάζαμε…
Τις προάλλες τρόμαξα με τα καμώματά του στην ταβέρνα. «Εάν δεν προστατεύαμε με την παρουσία μας, θα τον πετούσαν έξω με τις κλωτσιές…» σκέφτηκα. Κι έπειτα συνειδητοποίησα ότι αυτό ίσως κατά βάθος να επιδιώκει.
Τον πατέρα του – τον «γέρο» του – τον μόνο μάλλον άνθρωπο που αγάπησε ποτέ, τους τον έφεραν το 1948 μισοπεθαμένο απ’ το ξύλο. Στους παρακρατικούς, στις συμμορίες της Ακρας Δεξιάς, το αποδίδει ο ίδιος. «Διαρρήκτης ήταν ο μπαμπάς, μπούκες έκανε, τον τσάκωσαν και τον τσακίσανε τον δόλιο…» μας έδωσε διαφορετική εκδοχή ο «προσκυνημένος» αδελφός του. Πολιτικά ή όχι τα κίνητρα, ένα τέτοιο τέλος του φαίνεται ηρωικό. Και το ελπίζει -φοβάμαι – για τον εαυτό του.
- Ηλίας Ψινάκης: «Με τον Σάκη έχω περάσει 17 χρόνια υπέροχα, με δυσκολίες, κραξίματα, δόξα, πλούτη»
- Γιατί βάζουμε κάλτσες στο τζάκι; Πώς προέκυψε το έθιμο
- Τα δεδομένα για το ελληνικό ποδόσφαιρο: Η «μάχη» για τη 12η θέση και οι δύο στάνταρ ομάδες σε League Phase
- Ελβετία: Τη ζωή της έχασε από χιονοστιβάδα η Ολυμπιονίκης snowboarder Σόφι Χέντιγκερ
- Επίσημο: Νέος προπονητής της Βαλένθια ο Κορμπεράν (pic)
- Δημόσιο Χρέος: Η Ελλάδα πλήρωσε 23,5 δισ. το 2024 – Πώς θα εξελιχθεί η αποπληρωμή του