Ηταν ο Αρης Κωνσταντινίδης που χρησιμοποίησε τη φράση «δοχεία ζωής» για να περιγράψει αυτό που πρέπει να κάνει η αρχιτεκτονική. Χρόνια μετά δυσκολεύομαι να βρω καλύτερη διατύπωση για τον ορισμό ενός καλού αρχιτεκτονικού δημιουργήματος. Γιατί συμπυκνώνει αυτό που πρέπει να κάνει ένα κτίσμα: να μπορεί να ενσωματώνει ζωή, δραστηριότητα, δημιουργία, όραμα, όνειρο και να μη «στεγάζει» απλώς. Και εάν υπήρξαν δύο αρχιτέκτονες που υπηρέτησαν αυτόν τον στόχο της δημιουργίας «δοχείων ζωής», αυτοί σίγουρα είναι η Σουζάνα και ο Δημήτρης Αντωνακάκης. Από τις εμβληματικές πολυκατοικίες τους, που έδωσαν ζωή σε αυτό το είδος κτίσματος που ταυτίστηκε με την τυποποίηση, μέχρι τα κτίρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, έφτιαξαν κτίσματα που μπορούσαν να είναι ταυτόχρονα λειτουργικά και σε διάλογο με το τοπίο, ενώ η εντυπωσιακή κομψότητά τους δεν έβγαινε από μια αισθητική «σκηνικού», αλλά από το ότι έδειχναν (και ήταν) αληθινά βιώσιμα. Αυτό εξηγεί και τη μεγάλη θλίψη για την απώλεια της Σουζάνας Αντωνακάκη.

Ολα αυτά γίνονται ακόμη πιο θλιβερά εάν στοχαστούμε πόσο απέχουμε ουσιαστικά από μια εποχή, κοντινή χρονικά, όταν η συζήτηση, ο στοχασμός και ο σχεδιασμός για τον δομημένο χώρο γίνονταν με κριτήρια ποιότητας ζωής, ανθρώπινης κλίμακας και αυθεντικής αισθητικής. Δεν υποτιμώ το σημαντικό έργο μιας νεότερης γενιάς αρχιτεκτόνων ή την πρόοδο ως προς τις παραμέτρους που συνιστούν τη βιωσιμότητα στην εποχή της κλιματικής αλλαγής. Ομως, μια ορισμένη εκδοχή «επενδυτικής μνημειακότητας» έχει οδηγήσει στο να μη συζητούμε πια εάν πρέπει να φτιαχτούν «δοχεία ζωής», αλλά κυρίως να μετράμε τον βαθμό εντυπωσιασμού που προκαλεί ένα κτίσμα.

Μια ματιά στις αρχιτεκτονικές προτάσεις για τα «τοπόσημα» της επένδυσης στο Ελληνικό μπορεί να προσφέρει μια εικόνα του προβλήματος που προσπαθώ να σκιαγραφήσω, όπως και η αντιπαράθεση ανάμεσα στον επιχρωματισμό της Πανεπιστημίου και στην εικόνα του Πικιώνη να σχεδιάζει πέτρα την πέτρα τα λιθόστρωτα μονοπάτια γύρω από την Ακρόπολη και τον λόφο του Φιλοπάππου.