Την ιστορία τη γράφουν οι παρέες. Πολύ περισσότερο δε όταν αυτές οι παρέες έχουν τσουγκρίσει τα ποτήρια τους, έχουν φάει μαζί, έχουν διασκεδάσει, έχουν συζητήσει, έχουν ονειρευτεί… Για να γίνουν όμως όλα αυτά, πέρα από την παρέα, χρειάζεται ένα στέκι. Μια φωλιά. Εκεί όπου χωρίς άγχος, χωρίς πίεση θα ξεδιπλώσουν πτυχές του αληθινού τους εαυτού. Κι αν το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου είναι το μεγάλο «στέκι» του παγκόσμιου θεάτρου, λίγο πιο δίπλα, στο Λυγουριό, υπάρχει ένα άλλο στέκι. Ο Λεωνίδας. Είναι αυτή η «γιάφκα» που εδώ και 60 χρόνια καλωσορίζει με θέρμη όλον τον κόσµο και ιδίως τον κόσµο του θεάτρου που κρατά ζωντανή την ιστορία του αρχαίου δράµατος στο Θέατρο της Επιδαύρου. Το μαγαζί-ταβέρνα των Λιακόπουλων είναι ο έτερος θεσμός των Επιδαυρίων. Είναι εκεί που τον πρώτο λόγο δεν έχει μόνο η ελληνική κουζίνα, αλλά και η στήριξη των ιδιοκτητών στους ηθοποιούς, σκηνοθέτες, σκηνογράφους και όλους όσοι (προ)ετοιμάζονται για την πρεμιέρα.

Ο δημοσιογράφος Φώτης Απέργης, διευθυντής Ραδιοφωνίας της Γενικής Διεύθυνσης Προγράμματος της ΕΡΤ εδώ και λίγες ημέρες, επιμελήθηκε ένα λεύκωμα 200 σελίδων αφιερωμένο στα 60 χρόνια μέσα από ιστορίες που έμειναν αξέχαστες στην αυλή του Λεωνίδα. Τίτλος: «Η Κάλλας, ο Μινωτής, ο Κουν και τα μαγειρευτά της Κάκιας» (έκδοση των εκπαιδευτηρίων Ελληνογερμανική Αγωγή, την οποία προλογίζει η υπουργός Πολιτισμού & Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, ενώ το εξώφυλλο έχει φιλοτεχνήσει ο Αλέκος Φασιανός).

Ποιοι διηγούνται, αλήθεια, τις ιστορίες; Σημειώστε: Γιώργος Αρμένης, Κώστας Γεωργουσόπουλος, Αντιγόνη Γλυκοφρύδη, Στεφανία Γουλιώτη, Κατερίνα Ευαγγελάτου, Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, Νίκος Καραθάνος, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Γιώργος Κιμούλης, Λένα Κιτσοπούλου, Λυδία Κονιόρδου, Στάθης Λιβαθινός, Δημήτρης Λιγνάδης, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Γιώργος Μιχαλακόπουλος, Αμαλία Μουτούση, Γιάννης Μπέζος, Μανουέλλα Παυλίδου, Εύα Νάθενα, Μαρία Ναυπλιώτου, Λευτέρης Παυλόπουλος, Δημήτρης Πιατάς, Κώστας Τσιάνος, Πέτρος Φιλιππίδης, Διονύσης Φωτόπουλος, Αιμίλιος Χειλάκης. Μαζί με αυτούς και η Κάκια Λιακοπούλου για να θημηθούν μεταξύ πότε και για χάρη ποιας διασηµότητας ηλεκτροδοτήθηκε το χωριό, ποιο φαγητό άρεσε στην Κατίνα Παξινού να σερβίρει η ίδια στους άλλους ηθοποιούς, ποιοι τραγωδοί µετά τις πρόβες ξενυχτούσαν παίζοντας σκάκι ή παντοµίµα, πώς βρέθηκε ο νεαρός Διονύσης Φωτόπουλος να τροχίζει ένα ξίφος για να το χρησιµοποιήσει η Μαρία Κάλλας, ποια σπουδαία τραγωδός δέχτηκε ν’ αρχίσει η πρόβα πιο αργά για να παρακολουθήσουν τα παιδιά του χορού το Ευρωµπάσκετ.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο Φώτης Απέργης στέκεται κυρίως σε ιστορίες που αγγίζουν τον μύθο και αποτυπώνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το πνεύμα του Λεωνίδα.

Ποια ήταν η αιτία και η αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου;

Ηταν μια πολύ καλή και πρωτότυπη ιδέα του Σταύρου Σάββα, γενικού διευθυντή των εκπαιδευτηρίων Ελληνογερμανική Αγωγή. Πρωτότυπη, γιατί δεν περιμένεις από ένα σχολείο να εκδώσει ένα λεύκωμα για τη ζωή των καλλιτεχνών στην Επίδαυρο, όπως αυτή ξεδιπλώνεται επί έξι δεκαετίες στην αυλή του Λεωνίδα. Ομως, σε αυτή την αυλή οι άνθρωποι του πολιτισµού έχουν καλύτερη καθηµερινότητα, ακριβώς γιατί οι άνθρωποι της καθηµερινότητας έχουν πολιτισµό. Να ένα καλό παράδειγμα παιδείας.

Από όλη αυτή την έρευνα, ποια ιστορία ή ιστορίες είναι αυτές που σας εντυπωσίασαν;

Καλοκαίρι του 1956, περίπου 20 χιλιάδες άνθρωποι σκαρφαλώνουν και στα πεύκα για να απολαύσουν την Αννα Συνοδινού ως Αντιγόνη. Φτάνοντας καθυστερημένοι, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος αναγκάζονται να παρακολουθήσουν την παράσταση από δυο καρέκλες μέσα στην ορχήστρα. Το 1960, ο νεαρός Διονύσης Φωτόπουλος φτιάχνει ένα ξίφος για τη «Νόρμα» με τη Μαρία Κάλλας. «Μπράβο Διονυσάκη!» λέει η ντίβα όταν της το προσφέρει. Και του χαϊδεύει τα μαλλιά. Ενα μεσημέρι του 1986 ο Αλέξης Μινωτής έρχεται μ’ ένα σφυράκι και καρφιά και κρεμά μια φωτογραφία δική του και μια της Κατίνας Παξινού πάνω από το τραπέζι του στου Λεωνίδα. Αλλά δύσκολα θα ανεχτεί τη φωτογραφία του Καρόλου Κουν στην απέναντι κολόνα. Παραμονή Χριστουγέννων του 1991 ο Φρανσουά Μιτεράν καταφθάνει απροειδοποίητα στο μαγαζί για να κάνει ρεβεγιόν με τυρόπιτα της Κάκιας και τζατζίκι. Το 1993, βασανισμένη από τις χημειοθεραπείες, η Μελίνα Μερκούρη ζητεί μαξιλάρι για να καθίσει στην καρέκλα, πριν παραγγείλει, όπως πάντα, μια σκέτη από γιουβέτσι. Κάθε φορά που ο Σπύρος Ευαγγελάτος μπαίνει στην ταβέρνα μετά τον θάνατο της Λήδας Τασοπούλου κοιτά νοσταλγικά τη φωτογραφία της γυναίκας του στον τοίχο. Στην πρεμιέρα της «Αντιγόνης» του Λευτέρη Βογιατζή, η Αμαλία Μουτούση, αδυνατώντας για μια στιγμή να βρει τον ρυθμό της μουσικής, διακόπτει τον κομμό και ξαπλώνει για λίγο μπροστά στους έκπληκτους θεατές για να μοιραστεί και πάλι την ενέργειά τους. Εσείς, ποια ιστορία απ’ όλες θα διαλέγατε;

Λεωνίδας Λιακόπουλος, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Θόδωρος Αγγελόπουλος

Είστε πολλά χρόνια δημοσιογράφος του πολιτιστικού ρεπορτάζ. Ολα αυτά που περιγράφονται στο λεύκωμα θα μπορέσουν να τα (ξανα)ζήσουν οι νεότερες γενιές; Υπήρχε όντως ρομαντισμός και αθωότητα ή εμείς τα βλέπουμε έτσι λόγω της απόστασης;

Το ’60 υπήρχαν πολύ πιο ισχυρές προκαταλήψεις, βαθύτερος διχασμός, αγριότερη φτώχεια και μετανάστευση. Υπήρχε επίσης παρακράτος. Αθωότητα μόνο στις ανάλαφρες ταινίες. Ομως οι άνθρωποι είχαν πίστη σ’ ένα καλύτερο αύριο. Και σημαντικές προσωπικότητες την εξέφραζαν δημιουργικά με δίσκους, ταινίες, παραστάσεις που έγραψαν Ιστορία. Εδώ και πολλά χρόνια, πολλά μοιάζουν μέτρια και ρηχά. Ωστόσο, κάθε φορά που άνοιγα αυτή τη συζήτηση με κάποιον που είχε ζήσει την άνοιξη της δεκαετίας του ’60, μου έλεγε να μη γελιέμαι. Οτι και τότε επικρατούσε η μετριότητα και ότι ποτέ δε θα λείψουν οι εξαιρέσεις. Ηταν ο Μάνος Χατζιδάκις.

Τι θέλετε να πάρει ο αναγνώστης μετά το τέλος της ανάγνωσης του λευκώματος;

Θα ήθελα να αισθανθεί ότι η διαχρονική εμπιστοσύνη ανάμεσα στους Λιακόπουλους και τους καλλιτέχνες ξεκινά, ασφαλώς, από το ήθος αυτής της οικογένειας, όμως επιπλέον σχετίζεται με μια αντίληψη για τον πολιτισμό που βρίσκεται απέναντι στη βιομηχανία της διασκέδασης: Εδώ υπάρχει σέβας για την καλλιτεχνική πράξη, όμως όχι και θάμπος απέναντι στον σταρ.

Παρόλο που δεν είναι το αντικείμενο της συνέντευξής μας, δεν μπορώ να μην κάνω μια ερώτηση για την Ελληνική Ραδιοφωνία, τη διεύθυνση της οποίας μόλις αναλάβατε. Ποια είναι η αρχή σας; Τι να περιμένουμε;

Ομολογώ ότι δεν έχω μότο. Δεν νομίζω ότι η εποχή μας χρειάζεται άλλα συνθήματα. Πιστεύω στους ανθρώπους με καλλιέργεια, υπευθυνότητα, ιδέες, φαντασία και χιούμορ, οι οποίοι συνεργάζονται συντονισμένα με βάση αυτά που τους ενώνουν, παραμερίζοντας εκείνα που τους χωρίζουν. Αυτή είναι η προσδοκία μου – και όχι μόνο για τη Ραδιοφωνία.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ: ΚΑΚΙΑ ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
«Η Παξινού ήταν η μητέρα του λόχου»
«Κάθε παράσταση ήταν γιορτή. Ολοι όσοι έρχονταν στο µαγαζί ζητούσαν πια ν’ αρχίσουµε να µαγειρεύουµε και κάτι. Πόσω µάλλον που είχαν ξεκινήσει και στο διπλανό καφενείο. Ετσι, πήραµε δύο ψηστιέρες και ένα πετρογκάζ και αρχίσαµε να φτιάχνουµε τα φαγητά που είχα µάθει από τη µάνα µου και από την πεθερά µου. Ωσπου µια µέρα µπαίνει στην κουζίνα η Παξινού και µου λέει µε τρόπο που δεν σήκωνε πολλά: “Τώρα πρέπει να φτιάξεις και µοσχάρι. Γιατί να µαγειρεύουν οι διπλανοί και όχι εσείς;”. “Αλλά πώς θα το φτιάξω το µοσχάρι;”. “Θα σου πω εγώ!”.
Ηταν και άλλη µια κυρία, σύζυγος τεχνικού, που επίσης µε βοήθησε πολύ, γιατί δεν ξέραµε τότε ούτε µπριάµ, ούτε µουσακάδες, ούτε νουά. Η Παξινού ήταν η µητέρα του λόχου. Εµπαινε στην κουζίνα και αλώνιζε. Δεν πέρασε λίγος καιρός και µου λέει: “Σήµερα θέλω συκωτάκια“. Αυτά της άρεσαν – οι κοιλιές. Τις βράζαµε, τις περνούσαµε λίγο απ’ το τηγάνι και αυτό ήταν. Ηταν ξύπνια γυναίκα, αλέγρα. Με τον Μινωτή µερικές φορές ήταν σε ένταση. Ερχονταν πάντα µαζί, µετά τους άλλους ηθοποιούς, µε µια λιµουζίνα του Εθνικού. Εκείνη βρισκόταν συνέχεια µε τον κόσµο, µε τους νέους, εκείνος όχι. Καµιά φορά η Παξινού έφερνε ένα µεγάλο ψάρι, το µαγειρεύαµε, µου έλεγε θα το κάνουµε έτσι ή αλλιώς και µετά έπαιρνε ένα κουτάλι και πιάτα και σέρβιρε όλον τον θίασο. Ο Μινωτής, αντίθετα, ήταν σφιχτός. Υπήρχαν παιδιά που γι’ αυτό απέφευγαν να τον σερβίρουν. Κι εκείνος έδειχνε εµένα κι έλεγε: “Η αφρατούλα θέλω να µε σερβίρει”».

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
«Ερωτες, τσακωμοί, απρόβλεπτα»
«Πλάι στα σκαλοπάτια που οδηγούν στην πάνω αυλή: εκεί διάλεξα τη δική µου θέση στην ταβέρνα. Γιατί δεν είναι στριµωγµένη από πλαϊνό τραπέζι και γιατί µπορείς να δεις τι γίνεται µέσα στην αίθουσα. Ηθελα να έχω γενική εποπτεία. Να βρίσκοµαι κοντά στην κουζίνα και να µπορώ, αν χρειαστεί, να πω µια κουβέντα µε την Κάκια, αν και πάντα γνωρίζει ποιες µερίδες µου αρέσουν. Συνεχίζει, µάλιστα, να µου στέλνει κάθε χρόνο ένα µπουκάλι λάδι και ωραίο γλυκό κυδώνι. Τη µαγειρική της την έχουν απολαύσει και ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο Μποµπ Ουίλσον, ο Πέτερ Στάιν, ο Λούκα Ρονκόνι, ο Κέβιν Σπέισι, ο Χάρβεϊ Καϊτέλ και πολλοί άλλοι µε τους οποίους συµφάγαµε όλα τα χρόνια στο τραπέζι αυτό. Στου Λεωνίδα έχουµε ζήσει έρωτες, αλλά και τσακωµούς και απρόβλεπτες στιγµές. Δεν θα ξεχάσω µια βραδιά µε τον Μινωτή και τον Πίτερ Χολ µε τη γυναίκα του. Μες στη θέρµη της οινοποσίας, ο Μινωτής άρχισε να φλερτάρει µάλλον έντονα την κυρία Χολ, η οποία µε πολλή αµηχανία το εκµυστηρεύτηκε στον σύζυγό της. Τότε εκείνος της απάντησε: “Σε παρακαλώ, κάνε ότι δεν καταλαβαίνεις. Είναι ένας πολύ καλός ηθοποιός. Και, επίσης, πάρα πολλά χρόνια ηθοποιός…”».